Η Αυτοκριτική προηγείται τής Κριτικής.

 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Γράφει ο Γιώργος Μιχάλακας

Ξεκινώ με καυστικό χιούμορ διπλής κατεύθυνσης..:

Είναι τόσο ντροπιαστική η εκλογική ήττα τού «ΣΥ.ΡΙΖ.Α.»,

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

που έφτασε να δικαιώσει μέχρι και τις δημοσκοπήσεις.

 

Ως Αριστερός, και δη ως πολίτης που από το 2015 ψηφίζω τον «ΣΥ.ΡΙΖ.Α.»,

είμαι εξοργισμένος.

Όταν εχθές στις 7 το απόγευμα είδαμε τα «exit polls»

και δυο ώρες μετά ήρθε κι η επιβεβαίωσή τους,

διεπίστωσα -με βάση την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δύο κόμματα-

ότι η άποψή μου (και άποψη πολλών ακόμη συμπολιτών μας)

πως αυτή η χώρα ΔΕΝ έχει σωτηρία,

είναι η τεράστια και οδυνηρή αλήθεια με την οποία οφείλουμε να ζούμε.

 

Όμως, για να έχεις το δικαίωμα να κάνεις κριτική,

βασική προϋπόθεση είναι να έχεις προβεί στην αυτοκριτική σου.

Υπ’ αυτό το πρίσμα

-καθώς, όπως έχω τονίσει επανειλημμένα μέσω τής αρθρογραφίας μου,

αρνούμαι να μετατρέπω την αντικειμενικότητά μου

σε πόρνη τής υποκειμενικότητάς μου-

σε τούτο το πόνημα θα καταγράψω τα πρόσωπα και τις καταστάσεις

που οδήγησαν τον «ΣΥ.ΡΙΖ.Α.» στη Συντριβή

(και ταυτοχρόνως, τη «Νέα Δημοκρατία» στον Θρίαμβο).

 

Ιδού, λοιπόν,

οι 4+1 «Κερκόπορτες» τής Αριστερής κυβέρνησης

που άνοιξαν τον δρόμο για την επαναφορά τής (ακρο)Δεξιάς

στην πολυπόθητη γι’ αυτήν Εξουσία.

 

Ρένα Δούρου

Η Ρένα Δούρου είναι πρώτη στην αρνητική μου αξιολόγηση,

διότι ως Περιφερειάρχης Αττικής είχε θεσμική ανάμειξη και ευθύνη

για την εκατόμβη των νεκρών στο Μάτι

(να τονίσω,

ότι καθ’ όλην την ανάπτυξη που θα αναγνώσετε για το συγκεκριμένο ζήτημα,

στην «εκατόμβη» συμπεριλαμβάνω και τα άμοιρα ζωάκια).

 

Όχι, δεν ισχυρίζομαι ότι η Ρένα Δούρου είχε την αποκλειστική ευθύνη,

αλλά οι άστοχες και ενίοτε επιθετικές δηλώσεις της για το θέμα,

εξέπεμπαν απαράδεκτη έλλειψη ευθιξίας.

 

Κατά την προσωπική μου άποψη, θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί·

όταν υπάρχουν 100 νεκροί και υπερπολλαπλάσιες δυστυχισμένες οικογένειες,

μία «Ιφιγένεια» αποτελεί υποχρέωση τού Κράτους

και όχι διακριτική ευχέρειά του.

Εν’ κατακλείδι, το Φιλότιμο και η Δεοντολογία ορίζουν,

πως όταν υπάρχει νεκρός

-πόσω μάλλον, όταν υπάρχει τόσο εκτεταμένο «θανατικό»-

οι ευθύνες σου είναι μεγαλύτερες από αυτές που πραγματικά είναι.

 

Επίσης,

εξαιρετικά αλγεινή εντύπωση (μού) προεκάλεσε

και το σποτ τής Ρένας Δούρου για τις Εκλογές.

Μία αδιανόητα αποτυχημένη επικοινωνιακή κίνηση,

όπου η αυτοσύσταση και αυτοθυματοποίηση τής Περιφερειάρχου

συμπυκνώνεται στην επαναλαμβανόμενη φράση «Έμεινα σιωπηλή.»·

όμως, το «Έμεινα σιωπηλή.» αυτοαναιρείται,

όταν η πολιτική διαφήμιση έχει γιγαντιαία διάρκεια. 

Τα 3 λεπτά και 48 δευτερόλεπτα

δεν τεκμηριώνουν την Επιλογή τής Σιωπής και τής Ταπεινότητας·

τουναντίον, διασύρουν κάθε έννοια σοβαρότητας.

Το χειρότερο, όμως, απ’ όλα,

είναι ότι στο εν’ λόγω σποτάκι

προβάλλονται εκτενώς πλάνα από τις απανθρακωμένες περιοχές,

ανασύροντας με τον πιο αποτυχημένο -έως και ανάλγητο τρόπο- τις τραγικές μνήμες.

 

Να σημειώσω, επίσης,

ότι η Εθνική Τραγωδία τής 23ης Ιουλίου ενεγράφη στο Συλλογικό Θυμικό

και στη Συλλογική Μνήμη,

λόγω και εκείνης τής κραυγαλέα άστοχης επιλογής τού Αλέξη Τσίπρα

να μεταδοθεί τηλεοπτικώς η σύσκεψη

για την αντιμετώπιση τής -όπως απεδείχθη- φονικής πυρκαγιάς

(παρουσία και τού έχοντος αρνητικό πρόσημο Νίκου Τόσκα)·

μία άνευρη σύσκεψη που εξέπεμπε σαφή στοιχεία σικέ κατάστασης

και απετελούσε την καταφανέστατη προσπάθεια

να εμπεδωνόταν στους πολίτες το Αίσθημα τής Ασφάλειας.

Εκ’ τού αποτελέσματος, μιλάμε για «Βατερλό».

 

Εν’ κατακλείδι, εκείνην την πένθιμη μέρα για την Ελλάδα,

ο Κρατικός Μηχανισμός απέτυχε οικτρά.

Και,

σ’ αυτό το σημείο θέλω να απαντήσω στο ερώτημα που έχω θέσει στον εαυτό μου

(όπως, φαντάζομαι, το έχετε πράξει πολλές και πολλοί από εσάς):

«Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η Τραγωδία,

ή, να εγλύτωνε έστω κι ένα πλάσμα..;».

 

Από σεβασμό προς τη Ζωή των ανθρώπων και των ζώων

που κάηκαν στο Μάτι,

είμαι υποχρεωμένος να πω -διότι έχει αποδειχθεί επανειλημμένα-

ότι κάλλιστα θα μπορούσε υπό ιδανικούς χειρισμούς

να μην είχαν υπάρξει νεκροί.

Ναι, με βάση την έκταση εκείνης τής πυρκαγιάς,

αυτό θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιτυγχανόταν,

αλλά όχι ακατόρθωτο.

 

Είναι σαν να πετάγεται ξαφνικά στον δρόμο ένα παιδάκι

και να βρίσκεται μπροστά στις ρόδες μίας νταλίκας.

Υπάρχει, λοιπόν, ο νταλικέρης,

που διαθέτοντας την αλαζονεία τού υπερμεγέθους οχήματος που οδηγεί

(και αισθανόμενος ο ίδιος ασφαλής),

θα πατήσει με την νταλίκα το παιδί λόγω ελλείψεως αντανακλαστικών.

Και υπάρχει και ο νταλικέρης,

που το ένστικτό του θα τον προειδοποιήσει

και θα φρενάρει προτού καν το παιδί κάνει την εμφάνισή του.

 

Συνελόντι ειπείν, στις 23 Ιουλίου 2018,

ο Κρατικός Μηχανισμός δεν διέθετε το Ένστικτο.

Ένα ένστικτο

που θα μπορούσε να έσωζε εκατοντάδες ανθρώπους και ζωάκια από τον θάνατο,

που θα μπορούσε δευτερευόντως να έσωζε από τραυματισμούς

και τριτευόντως να έσωζε τα σπίτια και τις περιουσίες.

 

Γιώργος Βασιλειάδης

Σε συνέντευξη που μού είχε παραχωρήσει τον Αύγουστο τού 2018,

τον είχα ρωτήσει αν

-με δεδομένη, και δημοσίως εκδηλωμένη, την αγάπη του για τον Ολυμπιακό,

και με επίσης δεδομένες

την τοξικότητα και τη δυσπιστία που επικρατού(σα)ν στο Ελληνικό Ποδόσφαιρο-

είχε ενδοιασμούς να αναλάβει το Υφυπουργείο Αθλητισμού

όταν τού επρότεινε τη συγκεκριμένη θέση ο Αλέξης Τσίπρας.

Μού είχε απαντήσει αρνητικά· 

αισθανόταν ότι ο Πρωθυπουργός τού έκανε μεγάλη τιμή  

και δεν είχε σκεφτεί -έστω και για μια στιγμή- να μην αποδεχόταν την πρόταση.

 

Όμως,
στην Πράξη η συλλογική προτίμηση τού Γιώργου Βασιλειάδη
απεδείχθη ανυπέρβλητο εμπόδιο στη διαχείριση κρίσεων·

όχι λόγω διάθεσής του να φερόταν με ατιμία ή δολοπλοκία,

αλλά επειδή υπέπεσε σε ένα -κατ’ εμέ, αναπόφευκτο- κυνήγι τής ουράς του.

 

Ο Υφυπουργός Αθλητισμού,

ακριβώς επειδή υποστηρίζει μία ομάδα

που οι διοικούντες της και η αντιπροσωπευτική θύρα της

έχουν επιλέξει τον δρόμο ενός σκληροπυρηνικού «No Politica»

με καραμπινάτες πολιτικές διαστάσεις,

προσπαθούσε διακαώς και απελπισμένα να είναι «ισαποστασίτης»·

όμως,

αυτήν την οπτική την ηκολούθησε

σε θέματα που δεν σηκώναν’ «ίσες αποστάσεις».

 

Ο Γιώργος Βασιλειάδης επεχειρούσε με τις αποφάσεις του

να πει ότι δεν είναι Ολυμπιακός, αλλά ότι είναι Υφυπουργός Αθλητισμού.

Απέτυχε.

Και απέτυχε μ’ έναν τρόπο,
ο οποίος δεν έχει μόνο ποδοσφαιρικές ή μπασκετικές προεκτάσεις,

αλλά και -το σημαντικότερο- πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις.

 

Το περιβόητο πανό τής «θύρας 7» ήταν η προαναγγελία:

«Κράτος δεν είναι ο Πρωθυπουργός.

Κράτος είναι ο Ολυμπιακός.».

Μία ομάδα

που έχει καταδυναστεύσει κάθε έννοια «Ευ Αγωνίζεσθαι» επί 20 χρόνια

και έχει σαφείς και κυρίαρχες ακροδεξιές τάσεις στους κόλπους των οπαδών της,

κηρύσσει τον πόλεμο σε μία Αριστερή κυβέρνηση

που έχει τη «φαεινή» ιδέα να τοποθετεί ως Υφυπουργό Αθλητισμού

έναν άνθρωπο που λατρεύει αυτήν την ομάδα

και αντιμετωπίζει υποβαθμιστικά το εν’ λόγω πανό

ως την ασήμαντη ενέργεια κάποιων ολιγάριθμων ηλιθίων.

 

Οι συνεπαγωγές ήταν αναμενόμενες·

ο Γιώργος Βασιλειάδης δεν κατέφερε να προσποριστεί οφέλη

για λογαριασμό τής Κυβέρνησης,

παρ’ ότι οι ευκαιρίες ήταν τεράστιες.

Καθηλωμένος στο «αμαξίδιο» των συναισθημάτων του,

είδε επί των ημερών του να κορυφώνεται η επιδεικτικότητα τού Βαγγέλη Μαρινάκη,

να αυξάνεται ραγδαία η Οπαδική Βία,

να διασύρεται κάθε έννοια (Αθλητικής) Δικαιοσύνης και Ασφάλειας

σε περιπτώσεις όπως η «ήπια βία» εις βάρος των παικτών τού Πλατανιά

(με τις «κλειστές κάμερες» τού «Γεώργιος Καραϊσκάκης»),

η απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά τού Τζήλου,

η πρόσφατη επιδρομή έξω από το σπίτι τού διαιτητή Αναστόπουλου

και άλλα πολλά.

 

Οι χαμηλής έντασης επαναλαμβανόμενες «κορώνες» τού ιδίου και τής Κυβέρνησης

για την (πιθανή) εμπλοκή τού Μαρινάκη με το «Noor One»

και με τα στημένα παιχνίδια,

κατήντησαν να ακούγονται στα αφτιά των φιλάθλων ως ηχορύπανση·

η εκκωφαντική στασιμότητα στην εξέλιξη όλων των κρίσιμων υποθέσεων,

η διάχυτη και καταφανής ατολμία,

η αδυναμία στην αντιμετώπιση των παθογενειών

που έχει (επι)φέρει στον Ελληνικό Αθλητισμό το σεσημασμένο παρακράτος,

μετέτρεπαν σε ανέκδοτο

την όποια διάθεση τού «ΣΥ.ΡΙΖ.Α.» να αναμετρηθεί με το Έγκλημα.

 

Έτσι, με βασικό υπεύθυνο τον Γιώργο Βασιλειάδη,

η Κυβέρνηση τής Αριστεράς απέτυχε παταγωδώς να αξιοποιήσει

μία τεράστια δεξαμενή επίδοξων ψηφοφόρων της

και έβαλε τη σφραγίδα της στη διαχρονικώς παγιωμένη αντίληψη

που συμπυκνώνεται στη φράση «Τίποτα θα γίνει πάλι.».

 

Ως εκ’ τούτου,

στη Φίλαθλη Συνείδηση υπήρξε με ευθύνη τού Υφυπουργού Αθλητισμού

και εν’ γένει τού «ΣΥ.ΡΙΖ.Α.»,

μία ακόμη οδυνηρή επικαιροποίηση

τού πάλαι ποτέ αγαπημένου στίχου των Κατσιμιχαίων και των «Πυξ-Λαξ»:

«Λόγια…, Λόγια…, Λόγια… Λόγια Ψεύτικα.».

 

Παύλος Πολάκης

Επιθετικός, ακατέργαστος, συχνά άξεστος, φωνακλάς, αιχμηρός.

Η Αριστερά εθεώρησε ότι είχε βρει στο πρόσωπο τού Παύλου Πολάκη,

την απάντηση στον Άδωνη-Σπυρίδωνα Γεωργιάδη·

ο Νεοέλληνας -ένεκα φροϊδικών απωθημένων-

(θα) είναι πάντοτε ευεπίφορος στη «γοητεία» των υψηλών ντεσιμπέλ.

 

Μέχρι ενός χρονικού σημείου ο Πολάκης έφερνε αποτέλεσμα,

καθώς διοχέτευε την επιθετικότητά του

στον πιο ουσιώδη στόχο τής Ελληνικής Κοινωνίας.

Η «Ελληνική Δικαιοσύνη»,

η οποία αποκαλείται εν’ χορώ από την πλειοψηφία των πολιτών

ως «(το πιο σύντομο) ανέκδοτο»,

δέχθηκε τα πυρά τού τραχύ Κρητικού·

ακόμα κι η καταγωγή του προβαλλόταν ως αξιωματικό προτέρημα,

λες και μόνο οι Κρητικοί είναι λεβέντες,

λες και στην Κρήτη δεν υπάρχουν κακοί άνθρωποι κι εγκληματίες

(μιλάμε για «τοπικιστικό λαϊκισμό»

που διαχρονικά εκτρέφεται από το καθυστερημένο, μικροαστικό

και δουλοπρεπές Νεοελληνικό Κράτος·

ένας λαϊκισμός, φυσικά,

που δεν επικεντρώνεται αποκλειστικώς στην Κρήτη,

αλλά επεκτείνεται και σ’ άλλες περιοχές·

βλέπε -επί παραδείγματι- Μάνη).

 

Ο Παύλος Πολάκης καθίστατο, συν τω χρόνω, μία νέα «Φωνή τού Λαού»,

βάζοντάς τα με καθεστωτικά συμφέροντα

και αναδεικνύοντας σκάνδαλα όπως αυτό τού «ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.»

(«Κέντρο Ελέγχου Πρόληψης Νοσημάτων»).

Όμως, την ίδια ώρα, προέβαινε σε θρασείες «μαγκιές αυτοδιάθεσης»,

όπως η επιλογή του να καπνίζει σε συνεντεύξεις Τύπου

και στους χώρους τού Υπουργείου Υγείας.

Όχι μόνο παρέβλεπε ότι για να δικαιούσαι να μέμφεσαι τούς άλλους,

οφείλεις να είσαι άμεμπτος,

αλλά έκανε και επίδειξη μίας στρεβλής αντίληψης ανεξαρτησίας·

μέχρι και ο αρμόδιος Ευρωπαίος Επίτροπος εξερράγη

με το… υψωμένο τσιγάρο τού αντιδεοντολόγου ημεδαπού πολιτικού.

 

Εν’ τω μεταξύ

(ή όπως θα διαβάζαμε στο «Μίκι Μάους»: «Την ίδια ώρα στη Λιμνούπολη…»),  

η κόντρα του με συγκεκριμένους τηλεοπτικούς σταθμούς

κορυφωνόταν μέρα με τη μέρα

και ο όρος «βοθροκάναλα» απέκτησε θεσμικό κηδεμόνα·

ο Πολάκης εξέφραζε μεν την άποψη ενός μεγάλου τμήματος τής Ελληνικής Κοινωνίας,

αλλά το έπραττε με τρόπο που δεν είναι εγγεγραμμένος στο «DN.A. τής Αριστεράς»

και ως εκ’ τούτου δεν επιφέρει την προσδοκώμενη συσπείρωση.

Αντιθέτως,

ο Πολάκης κατέφερνε με τις μονομερείς και «βίαιες» συμπεριφορές του

να συσπειρώνει τον πολιτικό αντίπαλο τού «ΣΥ.ΡΙΖ.Α.».

 

Το τεράστιο λάθος τού Παύλου Πολάκη

ήρθε με την επίθεση στον μέχρι πρότινος υποψήφιο

και από σήμερα εκλεγμένο ευρωβουλευτή τής «Νέας Δημοκρατίας»,

τον Στέλιο Κυμπουρόπουλο.

Επιδεικνύοντας υπερβάλλοντα ζήλο, και δι’ ασήμαντον αφορμήν,

ο «λεβέντης Κρητικός» επετέθη σε έναν άνθρωπο

που σε βρεφική ηλικία διαγνώστηκε με νωτιαία μυϊκή ατροφία

και παρά τα σοβαρότατα κινητικά προβλήματα που αντιμετωπίζει,

είχε το ψυχικό μεγαλείο να αντιμετωπίσει την εκτενή αναπηρία του,

να μην (αυτο)περιθωριοποιηθεί και να σπουδάσει Ψυχιατρική.

 

Σε καθαρά ανθρώπινο επίπεδο,

η συμπεριφορά τού Πολάκη προς τον Κυμπουρόπουλο ήταν απαράδεκτη και ανάλγητη·

πόσω μάλλον,

όταν αυτή η στάση εκπορεύεται από τον αναπληρωτή Υπουργό Υγείας.

Αντανακλαστικώς, είναι εκ’ των ων ουκ άνευ βέβαιο,

ότι η συγκεκριμένη «ίντριγκα» προσέθεσε πολλές ψήφους στη «Νέα Δημοκρατία»

και προεκάλεσε μείζονα πολυποίκιλη ζημιά στον «ΣΥ.ΡΙΖ.Α.»·

διόλου τυχαίο το γεγονός

ότι ο Στέλιος Κυμπουρόπουλος εκλέγεται μακράν πρώτος σε σταυρούς προτίμησης.

 

Η στελέχωση τού «ΣΥ.ΡΙΖ.Α.»

Για να χρησιμοποιήσω αθλητική διατύπωση,

το τμήμα σκάουτινγκ τού «ΣΥ.ΡΙΖ.Α.» απέτυχε στις επιλογές-προτάσεις

που έκανε η παράταξη για τις Δημοτικές και Περιφερειακές Εκλογές.

 

Δύο χτυπητά παραδείγματα είναι ο Νάσος Ηλιόπουλος και ο Νίκος Μπελαβίλας

(υποψήφιοι για τη δημαρχία Αθήνας και Πειραιά, αντιστοίχως)·

πρόσωπα άτονα, άχρωμα, άγνωστα, που δεν εδύναντο να εμπνεύσουν,

και ήταν καταδικασμένα σε ήττα

από τον ίδιο τον κομματικό μηχανισμό που τα επέλεξε να τον εκπροσωπήσουν.

 

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αν δούμε ποιους είχαν ως αντιπάλους,

εκεί πλέον η σύγκριση παράγει κάτι ανάμεσα σε γέλιο και θλίψη.

Κώστας Μπακογιάννης από τη μία,

και απ’ την άλλη Βαγγέλης Μαρινάκης

(συστηνόμενος ως «Γιάννης Μώραλης»).

 

Για τον Μαρινάκη δεν χρειάζεται να κάνω ιδιαίτερη ανάλυση,

καθώς -εδώ και μια δεκαετία- έχει μετατρέψει τον Πειραιά σε προτεκτοράτο του.

Όμως,

έχω να πω δυο λόγια

για τον -εκτός συγκλονιστικού απροόπτου- νέο δήμαρχο τής Πρωτεύουσας.

 

Η οικογένεια Μητσοτάκη μού είναι σε πολιτικό επίπεδο απεχθής·

ό,τι έχει ως πολιτική αφετηρία την οικογένεια Μητσοτάκη,

μού προκαλεί -εκ’ προοιμίου- αποστροφή.

Όμως, αυτό δεν με εμποδίζει να δεχθώ και να διακηρύξω,

πως όσες φορές είδα και ήκουσα τον Κώστα Μπακογιάννη να δίνει συνέντευξη,

αν αφαιρούσα από μέσα μου το ονοματεπώνυμό του,

διεπίστωνα ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο με θετική προσωπικότητα

και με αβίαστη πειθώ.

 

Να, λοιπόν,

που ακόμη και το υπέρτατο σύστημα τής Νεοελληνικής Οικογενειοκρατίας

που λέγεται «Μητσοτακισμός»,

δύναται να γεννήσει και κάποιον

που θα προόδευε ακόμη κι αν στη χώρα μας υπήρχε Αξιοκρατία.

 

Η Συμφωνία των Πρεσπών

Εδώ ήρθε κι έδεσε το… ξινό.

Άφησα τελευταίο στις αναφορές μου

το μείζον πολιτικό θέμα με τη συμφωνία για τη «Βόρεια Μακεδονία»,

για δύο λόγους..:

 

Α) Είναι τραγικό,

ότι η σημαντικότερη προσφορά τού «ΣΥ.ΡΙΖ.Α.»

κατά τη διάρκεια τής τετραετούς διακυβέρνησής του,

αξιολογείται τόσο αρνητικά, από τόσους πολλούς νεοέλληνες.

 

Είναι τραγικό να προτείνεσαι για «Νομπέλ Ειρήνης»

και οι μεσαιωνόπληκτοι εγκέφαλοι να γίνονται πολέμιοί σου.

 

Είναι τραγικό να σώζεις ό,τι σώζεται

και να σε κατηγορούν επειδή δεν έσωσες και αυτά που δεν γινόταν να σωθούν.

 

Είναι τραγικό να γράφεις Ιστορία

και να σε καταδικάζουν αυτοί που έχουν μείνει στην Προϊστορία.

 

Β) Η «Συμφωνία των Πρεσπών» θα αποτελέσει κομβικό στοιχείο

για το αυριανό μου άρθρο.

 

Όπως -πιθανότατα θα θυμάστε-

στην αρχή ετούτου τού πονήματος έκανα λόγο για την Αυτο-Κριτική

που δίνει και το Δικαίωμα στην Κριτική.

 

Η Αυτοκριτική έγινε· τώρα έπεται η Κριτική.

Και προαναγγέλλω ότι θα είναι εξαιρετικά σκληρή,

διότι έχω διαχρονικά ανοιχτό πόλεμο με τούς Τιμητές.

 

Και ποιοι είναι εν’ προκειμένω οι «Τιμητές»;

Είναι αυτοί οι αισχροί και άτιμοι νεοέλληνες,

που την Αιτία την αντιμετωπίζουν ως Αφορμή.

Είναι αυτοί οι ύπουλοι και αποσπασματικοί φιλοτομαριστές,

που δεν κατηγορούν την κάθε «Δούρου», τον κάθε «Βασιλειάδη», τον κάθε «Πολάκη»,

επειδή έκαναν μεγάλα λάθη

(όπως, δηλαδή, ορίζει η Αντικειμενικότητα),

αλλά επειδή έκαναν μεγάλα λάθη πολιτευόμενοι με τον «ΣΥ.ΡΙΖ.Α.».

 

Αν δώσεις στον Τιμητή μία Πράξη και δύο Σημαίες,

θα τον ακούσεις να δίνει δύο διαφορετικές Ερμηνείες.

Και οι νοούντες νοήτωσαν…

 

Γιώργος Μιχάλακας

Αλήτης -αλλά όχι ρουφιάνος- Δημοσιογράφος

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης