«Δεν υπάρχει Μοίρα που να μη νικιέται με την…
 

Γράφει και σταχυολογεί ο Γιώργος Μιχάλακας

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

 

Η Μοίρα. Το Γραμμένο. Το Πεπρωμένο.

Είναι προκαθορισμένη η ζωή μας;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Είναι προδιαγεγραμμένη η πορεία μας;

Είναι προκαταβεβλημένη η κατάληξή μας;

 

Ερωτήματα που (αν)ισορροπούν ανάμεσα στη Φιλοσοφία

και στη Μεταφυσική που στην πραγματικότητα είναι Προφυσική·

ένα πρωθύστερο σχήμα αναπάντητων ανθρώπινων αναζητήσεων,  

που έρχονται να πλαισιώσουν

ετούτο το -κατά Καββαδίαν- «τρομαχτικό ταξίδι τού Χαμού» που λέγεται «Ζωή».

 

Άλλοι ζούμε ευτυχισμένες ζωές.

Άλλοι ζούμε δυστυχισμένες ζωές.

Ουδείς ζει αδιάφορη ζωή, διότι έτσι είναι η Ζωή·

διόλου τυχαία, αν αισθάνεσαι ότι διάγεις αδιάφορη ζωή,

αυτομάτως εντάσσεσαι σε αυτούς που ζουν δυστυχισμένη ζωή.

Όλοι ζούμε όμως· είτε με Ευτυχία, είτε με Δυστυχία, όλοι ζούμε.

Είτε για πολύ, είτε για λίγο, όλοι ζούμε.

Μέχρι να έρθει αυτή η οριστική(;) διακοπή που λέγεται «Θάνατος».

 

«Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα Ματαιότης.», έλεγε ο σοφός Σολομών.

«Ευτυχία είναι ένας καλός θάνατος.», έλεγε ο σοφός Σόλων.

Έτσι -ενώνοντας αυτές τις δύο διαχρονικές προσεγγίσεις-

ανασύρεται αβιάστως στη σκέψη μας ο Σίσυφος,

διότι καταλήγουμε πως εν τέλει «Όλοι Σίσυφοι είμαστε.»!

 

Ο Σίσυφος. Ο σίσοφος· ήτοι, ο λίαν σοφός.

Ο πανουργότατος θνητός,

ο «κέρδιστος γένετ’ ανδρών» όπως τον προσδιορίζει ο Όμηρος στην Ιλιάδα,

ο άνθρωπος που ετόλμησε να κλέψει την Αθανασία από τούς Θεούς

και -για αυτήν την «ανίερη» πράξη του- τιμωρήθηκε να σπρώχνει αενάως έναν βράχο

που αρνιέται να παραμείνει στην κορυφή τού βουνού και κυλάει ξανά και ξανά στη χαράδρα.

 

Ο Σίσυφος, ο προ στιγμήν αναστηθέντας, ο προ στιγμήν αθάνατος,

υφίσταται -και μάλιστα, μεταθανατίως- μία τιμωρία χωρίς τέλος·

ο «Γολγοθάςτής Μυθολογίας» δείχνει να μην έχει καν το στοιχείο που λέγεται «Λύτρωση».

 

Όλοι Σίσυφοι είμαστε,

όλοι έχουμε -έστω στιγμιαία- αισθανθεί ότι είμαστε προσωποποιήσεις του,

μόνο και μόνο επειδή διαπράττουμε το ανοσιούργημα να προσδοκούμε-διεκδικούμε την Αθανασία.

 

Κάθε άνθρωπος κι ο «βράχος» του.

Κάθε άνθρωπος κι οι ανηφόρες του.

Ανηφόρες επώδυνες, οδυνηρές, κοπιαστικές, συχνά εξαντλητικές,

ανηφόρες που ακολουθούνται από σαδιστικές κατηφόρες.

Και πάλι απ’ την αρχή, σα να προσπαθείς να αποθηκεύσεις νερό μέσα σε σουρωτήρι.

 

Αν είσαι παγανιστής, αν είσαι προληπτικός,

οι αλλεπάλληλες δυσκολίες τής ζωής σε κάνουν να νιώθεις

ότι είσαι μουντζωμένος, ότι σε έχουν «δέσει» με μάγια,

ότι είσαι άτυχος, ότι είσαι καταδικασμένος σε ισόβια ατυχία.

Αν, δε, είσαι ποιητής, νιώθεις -υπό αντίστοιχες συνθήκες- καταραμένος.

 

Οι δυσκολίες τής ζωής. Τα τεράστια εμπόδιά της. Τα σοβαρά προβλήματά της.

Όλοι μας ψάχνουμε τρόπους για να βρίσκουμε δύναμη,

ώστε να μπορούμε να αντεπεξερχόμαστε 

και να παρατείνουμε τη «Στιγμιαία Αθανασία» που λέγεται «Ζωή».

Συνήθως, τα πλάσματα που αγαπάμε και μάς αγαπούν,

είναι που γίνονται οι αρωγοί μας και οι «ενεργειακές μεταγγίσεις» μας·

τα τρυφερά λόγια, τα χάδια, η ενθάρρυνση, η συμπαράσταση,

μετατρέπονται σε ψυχικό οπλοστάσιό μας.

 

Όμως, απεριόριστη δύναμη αντλούν οι ψυχές μας και από τη Φιλοσοφία·

κορυφαία πιστοποίηση αποτελεί η ασύλληπτη ανάλυση

που έχει κάνει για τον μύθο τού Σίσυφου ο Αλμπέρ Καμί.

 

Ο γεννημένος το 1913 στην Αλγερία από Γάλλο πατέρα και Ισπανίδα μητέρα,

ο οποίος έφυγε πρόωρα από τη ζωή -σε ηλικία μόλις 47 ετών-
όντας θύμα τροχαίου δυστυχήματος, 

ο μέγιστος διανοούμενος και βραβευμένος με Νομπέλ Λογοτεχνίας (1957), 

έγραψε πριν από ογδόντα χρόνια

το φιλοσοφικό δοκίμιο με τίτλο «Ο Μύθος τού Σίσυφου» («Le Mythe de Sisyphe»)

και με ελληνικό υπότιτλο «Δοκίμιο πάνω στο Παράλογο» (ή «Δοκίμιο για το Παράλογο»),

όπου προβαίνει σε κυριολεκτικώς αδιανόητη, ανεπανάληπτη, εκπληκτική εμβάθυνση,

η οποία βρίσκει την εκκωφαντική κορύφωσή της σε ένα συγκλονιστικό απόφθεγμα·

ένα απόφθεγμα που έρχεται να δώσει λυτρωτική απάντηση στις αγωνιώδεις αναζητήσεις μας.

 

Η Μοίρα. Το Γραμμένο. Το Πεπρωμένο.

Είναι προκαθορισμένη η ζωή μας;

Είναι προδιαγεγραμμένη η πορεία μας;

Είναι προκαταβεβλημένη η κατάληξή μας;

Διαβάστε την ανάλυση τού Αλμπέρ Καμί για τον μύθο τού Σίσυφου

και θα συναντήσετε -κατά τη διάρκεια τής ανάγνωσης-

το απόφθεγμα που θα προστρέχετε να αντλήσετε δύναμη

κάθε φορά που θα αισθάνεστε ότι η μοίρα σας είναι εχθρός σας.

 

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΙΣΥΦΟΥ

 

Οι θεοί είχαν καταδικάσει τον Σίσυφο να κυλάει αδιάκοπα ένα βράχο ως την κορυφή ενός βουνού,

απ’ όπου η πέτρα, με το βάρος της, έπεφτε ξανά.

Είχαν σκεφτεί -κάπως δικαιολογημένα-

πως δεν υπάρχει πιο φοβερή τιμωρία απ’ τη χωρίς όφελος κι ελπίδα εργασία.

 

Εάν πιστέψουμε τον Όμηρο, ο Σίσυφος ήταν ο πιο ήσυχος κι ο συνετότερος των θνητών.

Όμως, μια άλλη παράδοση τον παρουσιάζει ως ληστή.

Δεν βλέπω εδώ κάποια διαφορά·

οι γνώμες διαφέρουν πάνω στα αίτια που τον ανάγκασαν να γίνει ο χωρίς κέρδος εργάτης τού Άδη.

 

Κατ’ αρχάς,

τού καταλογίζουν κάποια αστοχασιά με τους θεούς· απεκάλυψε τα μυστικά τους.

Η Αίγινα, κόρη τού Ασωπού, αρπάχτηκε από τον Δία.

Ο πατέρας ταράχτηκε απ’ την απαγωγή και απευθύνθηκε στον Σίσυφο.

Αυτός -που ήξερε ήδη για την αρπαγή- υποσχέθηκε στον Ασωπό να τον βοηθήσει,

με τον όρο πως θα έδινε νερό στον Ακροκόρινθο.

Για τούς ουράνιους κεραυνούς, θα δεχτεί την ευλογία τού νερού.

 

Τιμωρήθηκε (να πάει) στον Άδη.

Ο Όμηρος μάς διηγείται επίσης, ότι ο Σίσυφος αλυσοέδεσε τον Θάνατο.

Ο Πλούτων δεν μπόρεσε να ανεχτεί το θέαμα τής έρημης και σιωπηλής αυτοκρατορίας του.

Έσπευσε να στείλει τον θεό τού Πολέμου, που ελευθέρωσε τον Θάνατο από τα χέρια τού νικητή του.

Λένε ακόμα,

πως όταν ο Σίσυφος ήταν ετοιμοθάνατος εθέλησε να δοκιμάσει ανόητα την αγάπη τής γυναίκας του·

τη διέταξε ν’ αφήσει άταφο το πτώμα του στη μέση τής δημόσιας πλατείας.

Ο Σίσυφος ξαναβρέθηκε στον Άδη.

Κι εκεί, θυμωμένος εξ αιτίας μιας υπακοής τόσο αντίθετης στην ανθρώπινη αγάπη,

πήρε την άδεια από τον Πλούτωνα να επιστρέψει στη Γη για να τιμωρήσει τη γυναίκα του. 

 

Μα όταν ξαναείδε την όψη αυτού τού κόσμου,

όταν γεύτηκε το νερό και τον ήλιο, τις ζεστές πέτρες και τη θάλασσα,

δεν ήθελε να γυρίσει στην καταχθόνια σκιά.

Οι προσκλήσεις, οι θυμοί κι οι συμβουλές δεν απέδωσαν.

Για πολλά χρόνια αφέθηκε στην καμπύλη τού κόλπου,

στη λάμψη τής θάλασσας και στα χαμόγελα τής Γης.

Χρειαζόταν η επέμβαση των θεών.

Ο Ερμής ήρθε να πιάσει τον θρασύ από τον σβέρκο

και -αποσπώντας τον απ’ τις χαρές του- τον ξαναέφερε με τη βία στον Άδη

όπου ο βράχος του ήταν έτοιμος.

 

Έχουμε ήδη καταλάβει πως ο Σίσυφος είναι ο παράλογος ήρωας.

Τα πάθη του, τον συνιστούν περισσότερο απ’ το μαρτύριό του.

Η περιφρόνησή του για τούς θεούς, 

το μίσος του για τον Θάνατο και το πάθος του για τη Ζωή,

τού εστοίχισαν αυτό το ανείπωτο μαρτύριο, να δίνει όλο του το «είναι» χωρίς ανταμοιβή.

Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για τα γήϊνα πάθη.

 

Δεν μάς αφηγούνται τίποτα για τον Σίσυφο στον Άδη.

Οι μύθοι φτιάχνονται για να τούς ζωογονεί η Φαντασία.

Σ’ αυτόν βλέπουμε μόνο όλη την προσπάθεια ενός τεντωμένου κορμιού

να ανασηκώσει την πελώρια πέτρα, να τη γυρίσει

και να την κάνει να αναρριχηθεί σε μια πλαγιά που έχει ανεβοκατεβεί εκατό φορές.

Βλέπουμε το συσπασμένο πρόσωπο, το κολλημένο πάνω στην πέτρα μάγουλο,

τον ώμο που δέχεται το λασπωμένο όγκο, το πόδι που τον στηρίζει,

τη διαστολή των μυώνων, την ανθρώπινη σιγουριά δύο χεριών γεμάτων γη.

Στο έπακρο αυτής τής τρομερής προσπάθειας,

-τής μετρημένης με το χωρίς ουρανό διάστημα και με το χωρίς βάθος χρόνο-

ο σκοπός εκπληρώνεται.

 

Ο Σίσυφος τότε,

κοιτάζει την πέτρα να κατηφορίζει σε μερικές στιγμές προς αυτόν τον χαμηλό κόσμο,

απ’ όπου θα πρέπει να την ανεβάσει πάλι στην κορυφή.

Ξανακατεβαίνει στην πεδιάδα.

Όσο διαρκεί αυτή η επιστροφή, αυτή η παύση, ο Σίσυφος μ’ ενδιαφέρει.

 

Ένα πρόσωπο που βασανίζεται τόσο κοντά στις πέτρες είναι ήδη πέτρα.

Βλέπω αυτόν τον άνθρωπο να ξαναπηγαίνει -βαδίζοντας βαριά, μα σταθερά-

προς το ατέλειωτο μαρτύριο.

Αυτή η ώρα που είναι σα μια αναπνοή και ξαναέρχεται το ίδιο σίγουρα με τη δυστυχία του,

αυτή η ώρα είναι «Η Ώρα τής Συνείδησης».

Σε κάθε μια απ’ τις στιγμές της,

από τότε που αφήνει την κορυφή και κατευθύνεται σιγά-σιγά προς τις τρώγλες των θεών,

είναι υπέροχος μέσα στη μοίρα του, είναι πιο δυνατός από τον βράχο του.

 

Εάν αυτός ο μύθος είναι τραγικός, είναι γιατί ο ήρωάς του έχει συνείδηση.

Πράγματι, πού θα βρισκόταν ο πόνος του,

εάν σε κάθε βήμα τον ενεθάρρυνε η Ελπίδα της Επιτυχίας;

Ο σύγχρονος εργάτης όλες τις μέρες τής ζωής του κάνει την ίδια δουλειά

κι αυτή η μοίρα δεν είναι λιγότερο παράλογη·

αλλά δεν είναι τραγικός, παρά στις σπάνιες στιγμές που αποκτά συνείδηση.

Ο Σίσυφος, Προλετάριος των Θεών, ανίσχυρος κι επαναστατημένος,

ήξερε όλην την έκταση τής άθλιας ύπαρξής του:

είναι εκείνη που σκέφτεται όσο διαρκή η κατάβασή του.

Η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριό του, συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του.

Δεν υπάρχει Μοίρα που να μη νικιέται με την Περιφρόνηση!

 

Έτσι, αν η κατάβαση γίνεται για μερικές μέρες μέσα στον πόνο,

μπορεί να γίνει επίσης μέσα στη χαρά·

αυτή η φράση δεν είναι υπερβολική.

 

Φαντάζομαι ακόμα τον Σίσυφο να ξαναπηγαίνει προς τον βράχο του και τον πόνο ν’ αρχίζει.

Όταν οι εικόνες τής γης μένουνε τόσο δυνατά στη μνήμη,

όταν η επιθυμία τής ευτυχίας γίνεται τόσο έντονη,

στην καρδιά του ανθρώπου γεννιέται όλη η θλίψη:

είναι η νίκη του βράχου· γίνεται βράχος ο ίδιος.

Η αμέτρητη λύπη είναι ανυπόφορη· είναι οι νύχτες μας στη Γεσθημανή.

Μα οι αβάσταχτες αλήθειες καταστρέφουν όταν μαθαίνονται.

Έτσι, στην αρχή, ο Οιδίπους υπακούει στο πεπρωμένο που αγνοεί.

Η τραγωδία του αρχίζει από τη στιγμή που μαθαίνει.

Αλλά τότε, τυφλός κι απελπισμένος,

γνωρίζει ότι το μόνο που τον κρατάει δεμένο μ’ αυτόν τον κόσμο,

είναι το δροσερό χέρι ενός κοριτσιού και μια μεγαλόστομη φράση αντηχεί:

«Παρά τις τόσες δοκιμασίες,

τα γερατειά και το μεγαλείο τής ψυχής μου

μού δίνουν το δικαίωμα να κρίνω πως όλα είναι καλά.».

 

Ο Οιδίπους τού Σοφοκλή, σαν τον Κιρίλοφ τού Ντοστογιέφσκι,

δίνει έτσι τον τύπο τής παράλογης νίκης.

Η Αρχαία Σύνεση συναντιέται με τον Σύγχρονο Ηρωϊσμό.

Δεν ανακαλύπτει κάποιος το Παράλογο

αν δεν επιχειρήσει να γράψει κάποιο «Εγχειρίδιο Ευτυχίας».

«Ε, πώς, από τόσο στενούς δρόμους…;».

 

Όμως, ένας κόσμος υπάρχει.

Η Ευτυχία και το Παράλογο είναι δυο παιδιά τής ίδιας γης. Είναι αχώριστα.

Θα ήταν σφάλμα να πει κάποιος

ότι η Ευτυχία γεννιέται αναγκαστικά από την Ανακάλυψη τού Παραλόγου.

Συμβαίνει το ίδιο συχνά, το Συναίσθημα τού Παραλόγου να γεννιέται από την Ευτυχία.

 

«Κρίνω πως όλα είναι καλά…», λέει ο Οιδίπους, κι αυτή η φράση είναι ιερή.

Αντηχεί στο Βάρβαρο και Περιορισμένο από τον Ανθρώπινο Κόσμο.

Δείχνει πως τίποτα δεν είναι, δεν ήταν εξαντλημένο.

Διώχνει απ’ αυτόν τον κόσμο έναν θεό

που μπήκε μ’ απληστία και με τη γεύση των ανώφελων πόνων.

Από το Πεπρωμένο δημιουργεί μία ανθρώπινη υπόθεση

που πρέπει οπωσδήποτε να ρυθμιστεί ανάμεσα στους ανθρώπους.

Όλη η βουβή χαρά τού Σίσυφου βρίσκεται εκεί. Το πεπρωμένο του τού ανήκει.

Ο βράχος είναι η πραγματικότητά του.

 

Ομοίως, ο Παράλογος Άνθρωπος, όταν μελετάει το μαρτύριό του,  

κάνει όλα τα είδωλα να βουβαθούν.

Στο -ξαφνικά παραδομένο στη σιωπή του- Σύμπαν,

υψώνονται οι χιλιάδες μικρές έκθαμβες φωνές τής γης.

Ασυνείδητες και μυστικές επικλήσεις, προσκλήσεις προς όλα τα πρόσωπα,

αποτελούν την αναγκαία επιστροφή και το τίμημα της νίκης.

Δεν υπάρχει ήλιος χωρίς σκιά και πρέπει να γνωρίσουμε τη Νύχτα.

Ο Παράλογος Άνθρωπος λέει «Ναι» και ο αγώνας του θα είναι πια αδιάκοπος.

 

Εάν υπάρχει ένα προσωπικό πεπρωμένο,

δεν υπάρχει έστω μία στιγμή εξαιρετικής τύχης, ή το πολύ-πολύ να υπάρχει μία·

εκείνη που κρίνεται σα μοιραία κι αξιοκαταφρόνητη.

Όσο για τις υπόλοιπες, ο άνθρωπος ξέρει πως είναι κύριος τής ζωής του.

 

Σ’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή που ο άνθρωπος ξαναγυρίζει στη ζωή του,

ο Σίσυφος -πηγαίνοντας πάλι προς τον βράχο του-

μελετάει αυτήν την ασύνδετη σειρά των πράξεων που γίνεται πεπρωμένο του,

φτιαγμένο από τον ίδιο, απλό κάτω απ’ το βλέμμα της μνήμης,  

και σφραγισμένο σε λίγο με τον θάνατό του.

 

Έτσι, πεισμένος για την εντελώς ανθρώπινη προέλευση όλων των Ανθρώπινων,

τυφλός που ποθεί να δει και ξέρει πως η νύχτα είναι ατέλειωτη, 

βρίσκεται πάντα σε πορεία.

 

Ο βράχος γυρίζει ακόμα.

Αφήνω τον Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού.

Πάντα ξαναβρίσκει κάποιος το φορτίο του.

 

Ο Σίσυφος, όμως,

συμβολίζει την Ανώτερη Πίστη που αρνιέται στους θεούς κι ανυψώνει τούς βράχους.  

Κι εκείνος κρίνει πως όλα είναι καλά.

Αυτό το σύμπαν, αδέσποτο στο εξής, δεν τού φαίνεται άκαρπο, ούτε μάταιο.

Ο κάθε κόκκος τής πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού τού γεμάτου νύχτα βουνού,  

πλάθει -μονάχα γι’ αυτόν- τη μορφή ενός κόσμου.

 

Ακόμα κι ο ίδιος ο αγώνας προς την Κορυφή φτάνει για να γεμίσει μία ανθρώπινη καρδιά.

Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο..!

 

(ΤΕΛΟΣ ΔΟΚΙΜΙΟΥ)

 

ΥστερόΓιωργο..:

Ο Αλμπέρ Καμί και το ασύλληπτο δοκίμιό του

γίνονται ο απόλυτος καταπέλτης για την καθεστωτική «Κουλτούρα τής Πανυβλακείας»

που -προκειμένου να κυριαρχεί απερισπάστως και ανεμποδίστως-

θέλει να συνδέει τη Φιλοσοφία με το… Αμπέλι.

 

Κι όμως, η Αμπελοφιλοσοφία είναι ένα πρώτης τάξεως «Νηπιαγωγείο»,

ώστε οι «χρήσιμοι ηλίθιοι τού Συστήματος» να κάνουν ορισμένες πνευματικές ασκησούλες

που θα τούς βοηθήσουν να αντιληφθούν κάποτε τι εστί ο «Μύθος τού Σίσυφου».

 

Τι είπατε;

Αισθάνεστε ότι η Βλακεία είναι ανίκητη;

Δεν υπάρχει βλακεία που να μη νικιέται με την Περιφρόνηση.

 

Τι είπατε;

Αισθάνεστε ότι η Μοίρα σάς έχει καταδικάσει στην Ήττα, στη Λύπη, στη Δυστυχία;

Δεν υπάρχει Μοίρα που να μη νικιέται με την Περιφρόνηση!

 

Καμηθείτε γιατί χανόμαστε…

 

Γιώργος Μιχάλακας

Αλήτης -αλλά όχι ρουφιάνος- Δημοσιογράφος

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης