Με τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Δημήτρη Παπαστεργίου να τονίζει ότι μπαίνει πλέον φραγμός και έλεγχος στην παντοδυναμία των μεγάλων πλατφορμών και προστατεύονται οι χρήστες του διαδικτύου και την Αντιπολίτευση να ζητά περαιτέρω διασφαλίσεις και αποσαφηνίσεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, άρχισε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, η συζήτηση του νομοσχεδίου με τίτλο «Λήψη μέτρων για την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών».
Στο επίκεντρο της κριτικής της η Αντιπολίτευση έθεσε με έμφαση την υπόθεση της διαρροής των μέιλ αποδήμων του εξωτερικού από το Υπουργείο Εσωτερικών προς την Άννα Ασημακοπούλου, υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση έχει οδηγήσει σε υποβάθμιση το κράτος δικαίου, κρύβεται και δεν απαντά στα σοβαρά ερωτήματα που τίθενται για την προσπάθεια υφαρπαγής της ψήφου των αποδήμων ενόψει των ευρωεκλογών.
Απαντώντας ο κ. Παπαστεργίου απέρριψε τις κατηγορίες αντιτείνοντας ότι η κυβέρνηση ουδέποτε κρύφτηκε, ενώ ανέλαβε μόνη της να διερευνήσει εσωτερική έρευνα για την υπόθεση, παράλληλα με την δικαστική έρευνα.
«Να ξεκαθαρίσουμε πρώτον ότι κάθε ενασχόληση, εμπλοκή ή διαρροή προσωπικών δεδομένων είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό και ως τέτοιο θα πρέπει να το αντιμετωπίζουμε. Στην περίπτωσή μας είχαμε κάποια διαρροή. Σε καμία περίπτωση δεν ταυτοποιήθηκε ή πιστοποιήθηκε από κανέναν ότι μπήκε κάποιος στα συστήματα μας τα οποία είναι απολύτως ασφαλή. Κάθε μέρα δημιουργούμε νέες υποδομές και προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ακόμα μεγαλύτερες δικλείδες ασφαλείας. Ωστόσο, ο ανθρώπινος παράγοντας πάντα είναι αυτός ο οποίος θα μπορούσε να δημιουργήσει το οποιοδήποτε πρόβλημα. Η κυβέρνησή μας σε κανένα σημείο δεν κρύφτηκε. Ήταν αυτή η οποία ανέλαβε μόνη της να διερευνήσει την υπόθεση παράλληλα με την δικαστική έρευνα, να τρέξει και δική της εσωτερική έρευνα. Η κυρία Κεραμέως ήταν αυτή η Υπουργός Εσωτερικών η οποία ζήτησε η υπόθεση να πάει στη δικαιοσύνη και μάλιστα οι άνθρωποι οι οποίοι χειρίστηκαν το ζήτημα αυτό παραιτήθηκαν μόνοι τους για να διευκολύνουν την όποια περαιτέρω έρευνα», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Παπαστεργίου και συμπλήρωσε:
«Δεν έχει καμία σχέση, να συνδυάσουμε αυτή την αποστολή των email με την επιστολική ψήφο. Δεν έχει καμία σχέση η μία πλατφόρμα με την άλλη, δεν έχει καμία σχέση επίσης που είναι αυτά τα αρχεία αποθηκευμένα. Προφανώς, είναι πολύ πιο διασφαλισμένα».
«Η επιστολική ψήφος είναι μια διαδικασία η οποία είναι μια καινοτόμα πρωτοβουλία πραγματικά της κυβέρνησης, έτσι ώστε να μπορέσουν και οι Έλληνες του εξωτερικού με νιώσουν ακόμα περισσότερο Έλληνες συμμετέχοντας στις εκλογές. Οφείλουν να ξέρουν πως τα δεδομένα τους είναι ασφαλή και θα πρέπει την επόμενη μέρα ακόμη περισσότερο, με ακόμη μεγαλύτερη αξιοπιστία να τηρήσουμε τα όσα σήμερα υπάρχουν και έχουν ήδη νομοθετηθεί για τα προσωπικά δεδομένα», υπογράμμισε ο κ. Παπαστεργίου.
Ο Υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, υπεραμύνθηκε του νομοσχεδίου που ενσωματώνει την ενωσιακή νομοθεσία στην ελληνική, τονίζοντας ότι «έρχεται να βάλει ένα φραγμό στην παντοδυναμία, την παντοκρατορία των μεγάλων πλατφορμών».
Όπως είπε ο κ. Παπαστεργίου οι νέες ρυθμίσεις εξασφαλίζουν μεταξύ άλλων:
-τον εύκολο τρόπο καταγγελίας παράνομου περιεχομένου αγαθών ή υπηρεσιών.
-ισχυρότερη προστασία των ατόμων που αποτελούν στόχο διαδικτυακής παρενόχλησης και εκφοβισμού.
-διαφάνεια των αποφάσεων και των εντολών αφαίρεσης περιεχομένου.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο θέμα της προστασίας των ανηλίκων, επισημαίνοντας ότι «απαγορεύεται κάθε χρήση της κατάρτισης προφίλ για την παρουσίαση στοχευμένων διαφημίσεων όταν οι πάροχοι γνωρίζουν με εύλογη βεβαιότητα ότι ο χρήστης είναι ανήλικος».
Κατηγορηματικά απέρριψε ο κ. Παπαστεργίου τις αιτιάσεις περί λογοκρισίας και κίνδυνο απαγόρευση της ελεύθερης έκφρασης ιδεών, τονίζοντας ότι οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου «δεν αφορούν οριζόντια τους πάντες, δεν αφορά σε ειδησεογραφικά δίκτυα, αλλά μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες, άρα ο καθένας μπορεί μέσω των δικτύων να πάρει ή να στείλει την πληροφορία που θέλει, στα δικά του μπλόγκς άρα μπορεί να πει την άποψη του».
«Αφορά μεγάλες πλατφόρμες, οι οποίες πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι επαφές είναι γρήγορες και άμεσες και ότι οι καταγγελίες διεκπεραιώνονται από εξειδικευμένο προσωπικό και χωρίς διακρίσεις», ανέφερε.
Τόνισε ακόμα ότι «οι πλατφόρμες μέσω του DSA θα πρέπει πλέον να σχεδιάζονται με υψηλότερο επίπεδο ιδιωτικότητας και προστασίας των ανηλίκων ή να συμμετέχουν σε κώδικες δεοντολογίας για την προστασία τους, να εξετάζουν τις βέλτιστες πρακτικές και να μην παρουσιάζουν διαφημίσεις σε ανηλίκους με βάση την κατάρτιση του προφίλ».
«Από μόνο του αυτό το νομοσχέδιο συγκλίνει προς διασφάλιση των προσωπικών δεδομένων προκειμένου οι πολίτες τους να ξέρουν πως τα δεδομένα τους είναι φυλαγμένα στις εγκαταστάσεις μας, στις δικές μας και στο ιδρυτικό cloud το οποίο διαθέτει η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και θα μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν τα δεδομένα τους αυτά εκεί που οι ίδιοι επιθυμούν», κατέληξε ο κ. Παπαστεργίου.
Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Καραμέρος, αναγνώρισε την «ανάγκη ενσωμάτωσης της κοινοτικής οδηγίας στο εθνικό δίκαιο ώστε να μπει φρένο στην ανεξέλεγκτη ψηφιακή αγορά», ωστόσο εξέφρασε αμφιβολίες, ως προς τους πραγματικούς στόχους της κυβέρνησης, την οποία κατηγόρησε για καθεστωτική αντίληψη.
«Ενώ δεν έχουμε ακόμα πάρει απαντήσεις στο θέμα των υποκλοπών ένα ακόμα σκάνδαλο δείχνει ότι η κυβέρνηση έχει υποβαθμίσει το κράτος δικαίου με την κλοπή εκλογικών καταλόγων. Έρχεστε να νομοθετήσετε την ίδια ώρα που έχετε καταπατήσει κάθε νομιμότητα και ήδη έχουν κατατεθεί 30 αγωγές πολιτών», τόνισε ο κ. Καραμέρος και πρόσθεσε:
«Ο ψηφιακός πολιτισμός είναι πράγματι πεδίο συναίνεσης. Αλλά δεν είναι δυνατόν να νομοθετείτε για την κυβερνοασφάλεια, ενώ είστε οι πρώτοι που την παραβιάζεται. Είναι θέμα αξιοπιστίας με την αντίληψη που έχει η ΝΔ. Πρέπει να δώσετε σαφείς απαντήσεις για την υπόθεση της κ. Ασημακοπούλου και την κλοπή προσωπικών ψηφιακών δεδομένων και δεν μπορεί να πετάτε χαρταετό».
«Λειτουργείτε με χαρακτηριστικά εγκληματικής οργάνωσης. Πρέπει να ενημερώσετε τι γίνεται με την διασφάλιση των προσωπικών δεδομένων για να μην κλονίζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ψηφιακή μετάβαση», υποστήριξε ο κ. Καραμέρος.
«Χαιρετίζομε και στηρίζουμε κάθε πρωτοβουλία για στήριξη και ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς της χώρας καθώς και την διασφάλιση ενός δίκαιου λειτουργικού και ασφαλούς περιβάλλοντος ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων», τόνισε ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ, Ιλχάν Αχμέτ, εκφράζοντας ωστόσο επιφυλάξεις για ορισμένες διατάξεις του νομοσχεδίου.
«Μέσω της οδηγίας πρέπει να δημιουργηθεί μία ασπίδα απέναντι στη διάδοση παράνομων περιεχομένων στο διαδίκτυο καθώς και των κινδύνων παραπληροφόρησης. Είμαστε υποχρεωμένοι να καλύψουμε κάθε κενό ώστε να διασφαλίσουμε τους χρήστες του διαδικτύου από τους κινδύνους που υπάρχουν», σημείωσε.
Παράλληλα ο κ. Αχμέτ, μίλησε για ασάφειες και νομικά κενά που υπάρχουν στο νομοσχέδιο, τονίζοντας την ανάγκη αποσαφηνίσεων ενώ επεσήμανε ότι «ως προς τους νόμιμους αντιπροσώπους πρέπει στον πάροχο να ορίζεται επακριβώς ποια είναι η κύρια εγκατάσταση του στην ΕΕ».
Πρότεινε ακόμα να γίνει σαφής η έννοια της συνεργασίας του Εθνικού Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών με άλλες ανεξάρτητες αρχές, να ελέγχονται οι αθέμιτες πρακτικές των παρόχων και ο μηχανισμός καταγγελιών, να διασφαλιστεί η διαδικασία αυθεντικοποίησης λεπτομερώς ώστε να αποτραπεί η κλοπή προσωπικών δεδομένων.
Την αντίθεση του στο νομοσχέδιο εξέφρασε ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ Μανώλης Συντυχάκης κάνοντας λόγο για ρύθμιση της ενιαίας καπιταλιστικής διακυβέρνησης που στοχεύει στη στήριξη και διασφάλιση της αύξησης του κέρδους των μεγάλων ψηφιακών ομίλων.
«Κατοχυρώνει την ασυδοσία των ψηφιακών επιχειρηματικών κλάδων αρνείται κάθε έλεγχο και αναθέτει τα πάντα στις υποχρεώσεις τους για αυτοέλεγχο. Στην πράξη η ΕΕ παίζει το ρόλο του τροχονόμου στήριξης των ομίλων και η κυβέρνηση με ανέξοδα ευχολόγια χωρίς νομικές δεσμεύσεις αλλά με εκθέσεις ιδεών έχει μοναδικό στόχο η ΕΕΤΤ να αναλάβει αυτό το ρόλο απαλλάσσοντας από κάθε ευθύνη τους επιχειρηματίες μεγάλων πλατφορμών Η ψηφιοποίηση γίνεται στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος που όλο και πιο εχθρικό γίνεται απέναντι στο λαό. Με το νομοσχέδιο, η κυβέρνηση υλοποιεί πλευρές μιας συνολικής πολιτικής της ΕΕ που βλέπει την ψηφιακή οικονομία ως τρόπο θωράκισης του κεφαλαίου», τόνισε μεταξύ άλλων ο κ. Συντυχάκης.
Επικριτικός απέναντι στη κυβέρνηση, εμφανίστηκε ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Κώστας Χήτας, συνδέοντας την νομοθετική της πρωτοβουλία με την υπόθεση της κ. Ασημακοπούλου.
«Νομοθετούμε για την κυβερνοασφάλεια ενώ στο βάθος του μυαλού μας υπάρχει η επιχειρούμενη νοθεία των ευρωεκλογών.
Το να νομοθετεί η κυβέρνηση για το ψηφιακό περιβάλλον και την αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης ψηφιακών υπηρεσιών την ίδια στιγμή που χιλιάδες στοιχεία πολιτών είναι εκτεθειμένα, είναι τουλάχιστο κωμικοτραγικό. Είστε εκτεθειμένοι», ανέφερε ο κ. Χήτας.
Τόνισε ακόμα ότι «πρέπει να θεσπιστεί ένα αποτελεσματικό πλέγμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων για τους χρήστες του διαδικτύου να υπάρχουν δικλείδες προστασίας και ασφάλειας για τους καταναλωτές».
«Τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών για την ελεύθερη έκφραση, δεν μπορεί να περιστέλλονται ή να καταπατώνται στο όνομα της καταπολέμησης της ανεξέλεγκτης ψηφιακής αγοράς» ανέφερε.
Όπως υποστήριξε ο κ. Χήτας, «στο νομοσχέδιο υπάρχουν αοριστίες, εμπλέκονται πολλές αρχές, δίνονται υπερεξουσίες και δικαιώματα στην ΕΕΤΤ, ενώ δεν υπάρχει έκθεση του γενικού λογιστηρίου τους κράτους για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις, ούτε χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων, και οι διαδικασίες είναι χρονοβόρες».
«Το σημαντικό είναι η θωράκιση των συστημάτων και η προστασία των πολιτών. Πως όμως είναι δυνατόν να το κάνει αυτό μια κυβέρνηση που κρέμεται στα μανταλάκια γιατί έκλεψε τα προσωπικά δεδομένα χιλιάδων πολιτών για να υφαρπάξει την ψήφο τους στις ευρωεκλογές», κατέληξε.
Η ειδική αγορήτρια της Νέας Αριστεράς, Θεανώ Φωτίου, έκανε λόγο για «Ασημακόπουλου και Κεραμέως gate» ενώ επιφυλάχθηκε για το νομοσχέδιο χαρακτηρίζοντας το ασαφή, αόριστο και ελλιπές.
Ταυτόχρονα, επέκρινε την κυβέρνηση ότι «αναθέτει κυρίαρχο ρόλο στην ΕΕΤΤ ενώ οι ψηφιακοί κολοσσοί μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν ότι θέλουν χωρίς να εξηγείται επαρκώς το έννομο συμφέρον τους».
«Η μεγάλη δήθεν μεταρρύθμιση που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση έχει κενά και αοριστίες. Ο πάροχος αποφασίζει τι είναι καλύτερο για τον ίδιο. Πουθενά δεν διευκρινίζονται οι υποχρεώσεις των μεγάλων παρόχων, πως πρέπει να λειτουργούν στην Ελλάδα και τι γίνεται αν δεν συμμορφωθούν. Δίνουμε στην ΕΕΤΤ υπερβολικές αρμοδιότητες, όταν δεν έκανε τίποτα ούτε για το ηλεκτρονικό σκάνδαλο Ασημακοπούλου ούτε για τις υποκλοπές. Λέτε ότι είναι δήθεν ανεξάρτητη αρχή η οποία όμως ορίζεται από την κυβέρνηση και είναι απολύτως εξαρτημένη.
Οι μεγάλες ψηφιακές επιχειρήσεις και οι έμποροι ελάχιστα θα ταραχτούν για το πώς θα εφαρμόζεται ο κανονισμός στην Ελλάδα», ανέφερε η κ. Φωτίου.
«Για μεγάλες αποκλίσεις του νομοσχεδίου από την αυθεντική σύμβαση της ΕΕ και την κεντρική ιδέα της για την προστασία των χρηστών από αλόγιστες πρακτικές, μίλησε ο ειδικός αγορητής των Σπαρτιατών, Γιάννης Κόντης.
Όπως είπε, «όλα θα καθορίζονται από τον Εθνικό Συντονιστή», ενώ εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις «για την προστασία των χρηστών από παράνομες προσβάσεις στα προσωπικά τους δεδομένα και την διάδοση τους».
Υποστήριξε δε ότι «με πρόσχημα την ασφαλή χρήση του διαδικτύου και την πολιτική ορθότητα ενέχει ο κίνδυνος να φιμώνεται η δημοκρατική και ελεύθερη έκφραση των ιδεών».
«Πρέπει να προστατεύσουμε τον χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και όχι τους μεγάλους ψηφιακούς καρχαρίες της πληροφορικής και να διασφαλιστεί η ελευθερία της διαφορετικής ιδεολογικής άποψης. Εμείς λέμε ναι στην προστασία των πολιτών από την κακή χρήση του διαδικτύου όχι όμως στο φακέλωμα των ιδεών», κατέληξε.
Κατά του νομοσχεδίου τάχθηκε ο ειδικός αγορητής της ΝΙΚΗΣ, Γιώργος Αποστολάκης, υποστηρίζοντας ότι τα βασικά ατομικά δικαιώματα αμφισβητούνται πλέον από την ΕΕ.
«Η ΕΕ εξουσιοδοτεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ασκεί σημαντικές πιέσεις στις ψηφιακές πλατφόρμες ώστε προσχηματικά να περιορίσει την ρητορική μίσος, την παραπληροφόρηση και τις απειλές. Έννοιες εξαιρετικά ασαφείς και επικίνδυνα αόριστες. Ουσιαστικά πρόκειται για πολιτικές περιορισμούς. Θα κρατά την ελευθερία του λόγου διαρκή όμηρο των ιδεολογικών τάσεων του αφηγήματος της άρχουσας τάξης, την οποία εκφράζουν οι εκλεγμένοι ευρωπαίοι αξιωματούχοι», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επιφυλάξεις εξέφρασε η ειδική αγορήτρια της Πλεύσης Ελευθερίας, Ελένη Καραγεωργοπούλου, τονίζοντας ότι «είναι αναγκαία η θέσπιση απαραίτητων μέτρων για τη ασφάλεια των χρηστών του διαδικτύου ωστόσο το ερώτημα είναι πως θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα χωρίς τον περιορισμό των δικαιωμάτων των πολιτών».
Όπως είπε, «η συμμετοχή τέτοιων ανεξάρτητων αρχών στον έλεγχο των μεγάλων ψηφιακών παρόχων που ευαγγελίζεται το νομοσχέδιο, πιστοποιούν την παρακμή του κράτους δικαίου στη χώρα μας και επισημοποιούν τη στροφή της κυβέρνησης σε καθεστωτικές πρακτικές για τον έλεγχο της εξουσίας».