Η φωνή του έχει ακουστεί σχεδόν σε όλο τον πλανήτη και ειδικά τις εορταστικές μέρες των Χριστουγέννων, ενώ η μορφή του αποτέλεσε στη μεγάλη – και μικρή – οθόνη ό,τι πιο ελκυστικό για αρκετές δεκαετίες, καθώς ήταν ένα από τα πλέον ισχυρά ονόματα της βιομηχανίας του θεάματος στο Χόλιγουντ, αλλά και του Λας Βέγκας. Ο Ντίν Μάρτιν, ο «Βασιλιάς του Κουλ», όπως χαρακτηρίστηκε για τη βαθιά, βαρύτονη και βελούδινη φωνή του, τη χαλαρά μελωδική ερμηνεία του σε αθάνατα τραγούδια, υπήρξε όμως κι ένας από τους δημοφιλέστερους σταρ του κινηματογράφου, που συνέδεσε το όνομά του με εκείνο του ανεπανάληπτου κωμικού Τζέρι Λιούις, παίζοντας μαζί του 16 φορές στη μεγάλη οθόνη, αλλά και σε ορισμένες σπουδαίες ταινίες, με αποκορύφωμα, ένα από τα καλύτερα γουέστερν όλων των εποχών, το «Ρίο Μπράβο», που γύρισε ο μέγας Χάουαρντ Χοκς, με πρωταγωνιστή τον θρυλικό «Δούκα», τον Τζον Γουέιν.

Ντιν Μάρτιν

Όμως, ο ιταλικής καταγωγής Αμερικάνος καλλιτέχνης, έκανε και πολλά άλλα πράγματα, εκτός από τραγουδιστής και ηθοποιός, στην ταραχώδη ζωή του: Παρουσιαστής σε τηλεοπτικά σόου, ραδιοφωνικός παραγωγός, διασκεδαστής σε νυχτερινά κέντρα, αλλά και μέλος της θρυλικής παρέας, γνωστής και ως «Rat Pack», με τους Φρανκ Σινάτρα και Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ, που ξεσάλωσε στο Λας Βέγκας και μαζί της χιλιάδες θαυμαστές, μεταξύ των οποίων, όπως υποστηρίζεται, επιφανή «κεφάλια» της μαφίας…

Ο Ντιν Μάρτιν, που συνέδεσε τη φωνή του με τα Χριστούγεννα, θα πεθάνει, σε μία φάρσα της ζωής, όπως συνήθιζε να κάνει με τον Φράνκι και τον Σάμι, πριν από 30 χρόνια, ανήμερα των Χριστουγέννων. Έχοντας πάνω από 40 top ten τραγούδια, μέσα μόνο σε μία 20ετία, εκατομμύρια εισιτηρίων με τις ταινίες του και τηλεοπτικά σόου απίστευτης θεαματικότητας, ο Μάρτιν, θα γνωρίσει απίστευτη δόξα και θα καταστεί ένας από τους επιδραστικότερους καλλιτέχνες στην Αμερική. Ωστόσο, θα περάσει πολλά μέχρι να αποκτήσει τιμές, παγκόσμια αναγνώριση και πλούτη.

Μάρτιν και Φλόρενς Χέντερσον στο The Dean Martin Show (1968)

Τα ιταλικά, το μποξ και το τραγούδι

Ο Ντίνο Πολ Κροτσέτι, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου του 1917, στο Στούμπενβιλ του Οχάιο, από τον Ιταλό Γκαετάνο Αλφόνσο Κροτσέτι, έναν κουρέα με καταγωγή από το Αμπρούτσο, και την Ιταλοαμερικανίδα Άντζελα. Μέχρι να πάει σχολείο, ο μικρός Ντίνο μιλούσε μόνο ιταλικά, ενώ με τον μεγαλύτερο αδελφό του, Αντόνιο Γουίλιαμ, θα συνθέσουν ένα δημοφιλές, στην περιοχή τους, δίδυμο του μποξ. Μάλιστα, λόγω της οικονομικής τους ανέχειας θα «παίζουν» ξύλο, χωρίς προστατευτικά γάντια, με αποτέλεσμα ο Ντίνο να έχει σημαδευτεί σε όλο του το σώμα και στο πρόσωπο. Ο Μάρτιν, θα εγκαταλείψει την πυγμαχία, μετά από λίγα χρόνια, για να εργαστεί ως γκρουπιέρης σε ένα παράνομο καζίνο, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει να τραγουδάει σε τοπικά συγκροτήματα, αυτοαποκαλούμενος ως «Ντίνο Μαρτίνι». Ακολουθώντας το στυλ του Πέρι Κόμο, θα αρχίσει να έχει μία μικρή επιτυχία, στις εμφανίσεις του στη Νέα Υόρκη, μέχρι το 1943, όταν και θα επιστρατευτεί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα σε όλα, είχε προλάβει, το 1941 να κάνει και τον πρώτο του γάμο, από τον οποίο απέκτησε και τέσσερα παιδιά!

Ντιν Μάρτιν – Τζέρι Λιούις

Η γνωριμία με τον Τζέρι Λιούις

Με την επιστροφή του από τον στρατό, το 1944, ο Μάρτιν θα γνωριστεί με τον νεαρό Τζέρι Λιούις, στο Glass Hat Club στο ξενοδοχείο Belmont Plaza της Νέας Υόρκης, όπου έκαναν ξεχωριστές εμφανίσεις. Θα γίνουν δίδυμο στο Ατλάντικ Σίτι, αλλά αρχικά δεν θα έχουν την επιτυχία που περίμεναν. Έτσι, θα ξεφορτωθούν τα προσχεδιασμένα αστεία και άρχισαν τον αυτοσχεδιασμό. Ο Μάρτιν αναλαμβάνει το τραγούδι και ο Λιούις, θα αναλάβει να τα κάνει όλα μαντάρα, προκαλώντας το χάος πάνω στη σκηνή.

Από την κλειστοφοβία στο ξέφωτο τους Λος Άντζελες

Το 1948 και μέχρι το 1953, θα μεταφέρουν το σόου τους στο ραδιόφωνο, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία και στη συνέχεια στην τηλεόραση. Το 1950 ο φημισμένος παραγωγός – και της «Καζαμπλάνκα» – Χαλ Ουόλις, θα τους πάρει στην Paramount, ως αναπληρωτές κωμικούς, κάτι που ενθουσίασε τον Μάρτιν. Κι αυτό διότι η Νέα Υόρκη ήταν ένα μέρος που του προκαλούσε δυσφορία, με όσα είχε περάσει εκεί, αντιπαθούσε τα ψηλά κτίρια και δεν έμπαινε σε ασανσέρ, λόγω κλειστοφοβίας. Το Λος Άντζελες του φάνηκε τότε ιδανικό. Η ατζέντισσά τους, Άμπι Γκρέσλερ, θα τους εξασφαλίσει ένα εξαιρετικό συμβόλαιο, αλλά και την ελευθερία, να γυρίζουν μία ταινία ανεξάρτητης παραγωγής, σχεδόν πάντα της δικής τους York Productions, αλλά να έχουν και τον πλήρη έλεγχο των εμφανίσεών τους σε κλαμπ, τηλεόραση και δισκογραφία. Η ξέφρενη δραστηριότητά τους θα τους επιφέρει τρομερά έσοδα, ενώ η εκπομπή τους «Comedy Hour», σε εθνικό δίκτυο, θα τους καθιερώσει σε όλη την Αμερική.

Από την απίστευτη επιτυχία στον χωρισμό

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘50, ήταν το δημοφιλέστερο ντουέτο της Αμερικής, με τον Ντιν Μάρτιν να είναι ο χαλαρός γόης, ο «σοβαρός» και ενίοτε βαρύς χαρακτήρας και ο Λιούις το νευρόσπαστο, ο γκαφατζής, ο κωμικός που προκαλούσε ντελίριο στο κοινό. Ρόλους, που διατήρησαν εν πολλοίς και στην κοινή κινηματογραφική τους πορεία, δημιουργώντας πραγματικό πανδαιμόνιο. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους, η σχέση τους κλονίστηκε, με τον Μάρτιν να ενοχλείται από τους μονοδιάστατους ρόλους του και την κυριαρχία των αστείων του Λιούις. Μάλιστα, κατά τα γυρίσματα της τελευταίας τους ταινίας «Hollywood or Bust», η κατάσταση επιδεινώθηκε τόσο, που δύσκολα αντάλλασαν μια καλημέρα. Οι δυο τους δεν θα ξαναμιλήσουν ποτέ για 20 χρόνια, κάτι που στοίχισε και στους δυο, με τον Λιούις, να δηλώνει μετανιωμένος για τον τσακωμό τους και να παραδέχεται ότι ο Μάρτιν ήταν ένας ιδιοφυής κωμικός.

Σόλο καριέρα

Στην πρώτη σόλο ταινία του, ο Μάρτιν θα γνωρίσει την αποτυχία στα ταμεία, ενώ την ίδια ώρα ως τραγουδιστής τα «έσπαγε», με επιτυχίες όπως «Volare», «Sway», «Mambo Italiano» και «Everybody Loves Somebody». Το 1958 θα παίξει δίπλα στους Μάρλον Μπράντο και Μοντγκόμερι Κλιφτ, στην πολεμική περιπέτεια του Έντουαρντ Ντμίτρικ «The Young Lions», ενώ για πρώτη φορά θα συνεργαστεί με τον Σινάτρα, αμέσως μετά, στο δράμα του Βινσέντε Μινέλι «Some Came Running».

Αφίσα από την ταινία «Rio Bravo»

Δίπλα στον Τζον Γουέιν

Το 1959, θα έρθει και η ώρα να συμμετάσχει σε ένα αριστουργηματικό γουέστερν, στο αθάνατο «Ρίο Μπράβο», του Χάουαρντ Χοκς, δίπλα στον αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή Τζον Γουέιν, αλλά και στον υπέροχο καρατερίστα Γουόλτερ Μπρέναν και την νεότατη και «να την πιεις στο ποτήρι», Άντζι Ντίκινσον. Ο Μάρτιν θα παραδώσει μία έξοχη ερμηνεία, στον ρόλο του μεθύστακα ξεπεσμένου σερίφη, ενώ θα τραγουδήσει υπέροχα και ένα τραγούδι, μαζί με τον ανερχόμενο σταρ εκείνης της εποχής Ρίκι Νέλσον.

Μυθική αντροπαρέα

Το 1960 θα πρωταγωνιστήσει, μαζί με Σινάτρα, Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ, Πίτερ Λοφορντ και Τζόε Μπίσοπ, στο φημισμένο φιλμ «Ocean’s 11», του Λιούις Μάλστοουν, δίνοντας το έναυσμα για τη μυθική αντροπαρέα των «Rat Pack», που θα το γλεντήσει πέρα από κάθε όριο – στα διαλείμματα θα γυρίσει ακόμη πέντε ταινίες – με έδρα το Λας Βέγκας, όπου έκαναν τις περιβόητες εμφανίσεις τους. Μάλιστα, αυτές οι εμφανίσεις, θα φέρουν δισεκατομμύρια δολάρια στο Βέγκας, καθώς πάμπλουτοι τζογαδόροι θα συνέρρεαν για να δοκιμάσουν την τύχη τους και να δουν από κοντά τους Ντιν, Φράνκι και Σάμι.

Η κορυφή, η περιουσία και οι φιλανθρωπίες

Ο Ντιν Μάρτιν θα συνεχίσει, τραγουδώντας και κάνοντας χρυσούς δίσκους, γυρίζοντας ακόμη περίπου 40 ταινίες, από γουέστερν, κωμωδίες, αισθηματικές κομεντί, δράματα μέχρι και θρίλερ, αστυνομικά και περιπέτειες, θα συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής του, ενώ από το 1965 και για μια δεκαετία θα παρουσιάζει την εβδομαδιαία κωμική σειρά του NBC, «The Dean Martin Show», διατηρώντας τον στην κορυφή και προσφέροντάς του μια τεράστια περιουσία, που άρχισε σταδιακά να μοιράζει σε διάφορες φιλανθρωπίες.

Έμπνευση

Ο Μάρτιν, ο οποίος θα προλάβει να κάνει τρεις γάμους και να αποκτήσει συνολικά οχτώ παιδιά, θα έχει τεράστια πέραση στις γυναίκες, με το ακαταμάχητο βλέμμα ενός ψημένου στα δύσκολα άντρα, το πλατύ χαμόγελο και τον χαρακτήρα του δυνατού γλεντζέ και πότη, που καλλιέργησε ο ίδιος, καθώς δεν έπινε πολύ και προτιμούσε να απομονώνεται και να βλέπει τηλεόραση στα φημισμένα πάρτι στο σπίτι του. Θα πεθάνει ήσυχα, έπειτα από μάχη με τον καρκίνο, ανήμερα των Χριστουγέννων, το 1995 και θα αφήσει πίσω του πάνω από 600 ηχογραφήσεις τραγουδιών, το ξεκαρδιστικό ντουέτο με τον Τζέρι Λιούις, μία μυθολογία γύρω από τη ζωή του και την παρέα του με τον Σινάτρα και βεβαίως ορισμένους τρομερούς χαρακτήρες, που ακόμη και σήμερα αποτελούν έμπνευση για σκηνοθέτες και ηθοποιούς.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης