Η ψωρίαση εμφανίζεται με μεγάλη απόκλιση όσον αφορά στη συχνότητά της στους διάφορους λαούς. Ένα μέσο ποσοστό είναι 1.5-3% στον γενικό πληθυσμό. Συνήθως εμφανίζεται στην τρίτη δεκαετία της ζωής, χωρίς να αποκλείεται η έναρξή της και κατά την εφηβεία. Έναρξη της νόσου σε ηλικία κάτω των 15 ετών έχει σοβαρότερη εξέλιξη και πρόγνωση.
Χαρακτηρίζεται από ρόδινες στιλπνές πλάκες, οι οποίες συχνότερα καλύπτονται από αργυρόχροα λέπια. Οι βλάβες μπορεί να είναι εντοπισμένες σε ορισμένες περιοχές, π.χ. μόνο στο τριχωτό της κεφαλής ή να είναι γενικευμένες, σε σοβαρότερες περιπτώσεις.
Η ψωρίαση μπορεί να εμφανισθεί με οξεία μορφή, με ερύθημα, φλύκταινες, πυρετό, κακουχία και συμπτώματα βαριάς λοίμωξης. Κάποιοι ασθενείς αναπτύσσουν δυστροφία των ονύχων. Η κύρια όμως παράλληλη συνδρομή, η οποία αναπτύσσεται στο 10% των περιπτώσεων, είναι η ψωρισιακή αρθρίτις.
Προσβάλλει άλλοτε τις μικρές αρθρώσεις των φαλάγγων των χεριών και των ποδιών και άλλοτε τις μεγαλύτερες αρθρώσεις των κάτω άκρων.
Η ψωρίαση εκλύεται υπό την επίδραση κάποιων παραγόντων, άσχετων με την αιτιολογία της, και οι οποίοι δρουν τοπικά, όπως ο κρύος καιρός, το τραύμα του δέρματος, η τριβή του δέρματος ή τοπικές φλεγμονές, αλλά και η χρήση του λιθίου.
Για πολλούς ασθενείς η ψωρίαση παραμένει σε όλη τους τη ζωή, ενώ συμβαίνουν και αυτόματες ιάσεις ή ιάσεις και υποτροπές.
Γενετική προδιάθεση καταγράφεται σε κάποιο βαθμό. Ωστόσο, θεωρείται αυτοάνοσος νόσος, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τα καλά θεραπευτικά αποτελέσματα μετά τη χρήση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων.
Κύριος παράγων για την εμφάνιση της νόσου είναι το stress σε ανιχνεύσιμο ποσοστό 40%, σύμφωνα με κάποιες έρευνες.
Πολλές μελέτες καταδεικνύουν τη συνύπαρξη άγχους και άλλων νευρωσικών συμπτωμάτων και κυρίως κατάθλιψης. Άλλες εργασίες δείχνουν σε σημαντικά μεγάλο ποσοστό ότι, πριν από την έκλυση ή την επανεμφάνιση της ψωρίασης, προηγούνται καταστάσεις άγχους και γεγονότων που προκαλούν άγχος.
Ψυχαναλυτικές μελέτες, εξάλλου, αναφερόμενες στην προσωπικότητα των πασχόντων, μιλούν για ισχυρές κινήσεις παλινδρόμησης με καθήλωση στην αναζήτηση επαφής και ασφάλειας.
Μιλούν, επίσης, για την ύπαρξη και ενέργεια ισχυρών κυμάτων ασυνείδητης οργής, η οποία στρέφεται από τον ασθενή εναντίον του εαυτού του. Η σημαντικότερη, όμως, ψυχαναλυτική διαπίστωση είναι ότι στους ασθενείς αυτούς υπάρχει υπερεπένδυση του δέρματος, η οποία είναι θετική και αρνητική.
Το δέρμα είναι ο πρώτος υποδοχέας της σεξουαλικότητας, είτε με τη μεταγενέστερη ώριμη μορφή του είτε με την πρώιμη γενικευμένη ευχαρίστηση, την οποία εισπράττει το παιδί από το δέρμα. Αυτή, λοιπόν, η πρωτόγονη δόμηση του δέρματος σαν σεξουαλικού υποδοχέα, δηλαδή της ίδιας της επιφάνειας του σώματος, η οποία εισπράττει την ευχαρίστηση, φαίνεται ότι διαταράσσεται. Έτσι η επένδυση προς το σώμα αφενός υπερλειτουργεί, και αφετέρου εμπεριέχει αυτοκαταστροφικές δυνάμεις.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η κατάθλιψη και το άγχος είναι δευτερογενούς προέλευσης. Λένε δηλαδή ότι προέρχονται από τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις ματαιώσεις που υφίστανται οι πάσχοντες, όσον αφορά στις σχέσεις και στη σεξουαλικότητα. Φαίνεται όμως ότι μια τέτοια άποψη αποτελεί μια πρώτη εκτίμηση και ότι η έντονη δευτερογενής κατάθλιψη και το άγχος απορροφούν και επικαλύπτουν εκείνη την πρωταρχική, η οποία και συμμετέχει στη γένεση της νόσου.
Παραθέτουμε ένα ανάγλυφο παράδειγμα από εργασία του Pfitzner(1976):
H A.B. ηλικίας 32 ετών ήταν μοναχοκόρη και είχε μια συμβιωτικού τύπου σχέση με την ανάπηρη μητέρα της. Όλες οι προσπάθειές της να απομακρυνθεί από αυτήν τη μητέρα αποτύγχαναν και τελείωναν με μια αίσθηση ματαίωσης και κατάθλιψης. Παντρεύτηκε έναν άνδρα, τον οποίον η μητέρα έβρισκε ακατάλληλο και ο οποίος όντως ήταν αδιάφορος. Σε κάποια από τις απουσίες του άρχισε να συναντά ερωτικά κάποιον άλλον παντρεμένο, από τον οποίο και έμεινε έγκυος. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης εμφανίστηκε, με μορφή οξείας νόσου, ένα εξάνθημα, το οποίο γενικεύθηκε και συνοδεύθηκε από κνησμό. Μετά τον τοκετό, η ασθενής νοσηλεύθηκε για την ψωρίαση και η νόσος θεραπεύθηκε εντελώς. Εκείνο το διάστημα ο σύζυγος επέστρεψε στην πατρίδα του στον Καναδά, αλλά η ίδια αρνήθηκε να τον ακολουθήσει, γιατί αισθάνθηκε υποχρεωμένη να φροντίζει την άρρωστη μητέρα της.
Μετά τον θάνατο της μητέρας της, αυτή και ο γιος της πήγαν στον Καναδά και έμειναν με τον σύζυγο. Ωστόσο, δεν έκανε καμία προσπάθεια να προσαρμοσθεί στο γαλλόφωνο περιβάλλον του Καναδά. Όταν έμεινε ξανά έγκυος, αισθάνθηκε «τρομερά μόνη και δυστυχής». Τότε εμφανίστηκε το δεύτερο επεισόδιο της ψωρίασης, επτά χρόνια μετά το πρώτο. Νοσηλεύθηκε και πάλι και η ψωρίαση υποχώρησε εντελώς. Έξι χρόνια αργότερα, το ίδιο εξάνθημα εμφανίστηκε εκ νέου. Σ’ αυτή την τρίτη φάση, το εξάνθημα ήταν μέτριο σε ένταση, αλλά συνοδευόταν από σημαντικού βαθμού κνησμό. Σε όλο αυτό το διάστημα περνούσε σοβαρές δυσκολίες μέσα στη συζυγική ζωή. Ο σύζυγος είχε απορρίψει εντελώς το πρώτο (παράνομο) παιδί, το οποίο τελικά εμφάνισε σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς και κλείστηκε σε ίδρυμα. Η ασθενής αισθάνθηκε εξαιρετικά ένοχη και η ψωρίαση επανήλθε. Ήταν τότε που ζήτησε ψυχιατρική βοήθεια.
Η ψωρίαση είναι μία νόσος, η οποία, μαζί με τις οργανικές θεραπείες με ανοσοκατασταλτικά, απαιτεί ψυχιατρική προσέγγιση και ψυχοθεραπεία, η οποία είναι και η μόνη που μπορεί να εγγυηθεί μόνιμα αποτελέσματα.

Το κείμενο υπογράφει ο Γιώργος Μποτονάκης
Ψυχίατρος-Ψυχαναλυτής

