Της Ελένης Δρίβα

Πληροφορίες‌

Τίτλος:‌ ‌‌Resident Evil 3
Διαθέσιμο‌ ‌σε:‌ PlayStation 4, Xbox One, PC
Δοκιμάστηκε‌ ‌σε:‌ PlayStation 4 ‌
Εταιρεία‌ ‌Ανάπτυξης:‌ Capcom
Εκδότρια‌ ‌Εταιρεία:‌ Capcom
Είδος:‌ Survival Horror
Ηλικίες:‌ ‌‌18+‌ ‌
Ημ/νία‌ ‌Κυκλοφορίας:‌ 3 Απριλίου 2020
 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τον Ιανουάριο του 2019 το Resident Evil 2 remake στόλισε, με όλη την έννοια της λέξης, τον πρώτο μήνα του περασμένου έτους σαν ένα κόσμημα φτιαγμένο από εφιάλτες (τους εφιάλτες που έπλασε η Capcom πριν από πολλά χρόνια). Οι μήνες πέρασαν, οι παλμοί μας χαμήλωσαν και το αστυνομικό τμήμα της Raccoon City φαντάζει σαν έναν μακρινό εφιάλτη, που λατρέψαμε και θαυμάσαμε.
 

Τώρα, ο Απρίλιος του 2020 φέρνει μαζί του το remake του Resident Evil 3. Σε αυτό το σημείο να εξηγήσουμε και σε αυτούς που δεν έχουν ασχοληθεί με το original ότι αυτό σημαίνει πως τρέχουμε και πάλι πανικόβλητοι μέσα σε αυτή την πόλη που δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Η Capcom, λοιπόν, επιστρέφει δριμύτερη, δημιουργική και κάνοντας ως επί το πλείστον σωστές επιλογές. Η προσέγγισή της είναι ελαφρώς διαφορετική όμως. Το Resident Evil 3 είναι φυσικά άρρηκτα δεμένο με το Resident Evil 2, μιας και μοιράζονται ένα κοινό timeline που δεν μπορούμε να αναλύσουμε χωρίς spoilers και το ίδιο ισχύει και για τα remakes. Όμως, εκεί που το Resident Evil 2 πατούσε γερά πάνω στη νοσταλγία που το έστεψε ως υπόδειγμα remake, το Resident Evil 3, είτε αρέσει, είτε όχι, μπαίνει στη διαδικασία και αναδημιουργεί.
 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Όπως ήδη προαναφέραμε, και οι “παλαίμαχοι” του franchise ήδη γνωρίζουν, η επιστροφή μας στη Raccoon City είναι αναπάντεχη. Η Jill Valentine, μέλος της ομάδας S.T.A.R.S. που έχει βγει σε διαθεσιμότητα, βρίσκεται στην πόλη την ώρα που ξεσπάει το πανδαιμόνιο. Με τη λέξη “πανδαιμόνιο” εννοούμε τα γεγονότα που είδαμε έως ένα σημείο στο προκάτοχο του παιχνιδιού, όταν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Raccoon City μεταλλάχτηκαν σε zombies. Οι δυο ιστορίες εκτυλίσσονται σχεδόν παράλληλα και στο Resident Evil 3 βλέπουμε τη Jill να προσπαθεί να φύγει από την πόλη, όμως ένα μεταλλαγμένο ον, ονόματι Nemesis, την καταδιώκει παντού.
 

Το πρώτο playthrough, όταν ακόμα δεν ξέρετε τι ακριβώς γίνεται, διαρκεί περίπου 10 ώρες (χωρίς τα cutscenes κάπου στις 8). Όταν αναφερόμαστε σε ένα re-imagine λοιπόν, οφείλουμε να αναφερθούμε πρώτα σε αυτό γιατί το Resident Evil 3 του 2020 είναι μικρότερο σε διάρκεια από το original. Κάπου εδώ, πιθανότατα, αυτοί που έχουν παίξει το παιχνίδι του PlayStation θα δυσανασχετήσουν ή αυθόρμητα θα τους ξεφύγει ένα “ωχ”. Ένα συντριπτικό ποσοστό παικτών τα remakes τα θέλει όσο το δυνατόν πιο πιστά στο πρωτότυπο, μια τεχνική που ακολούθησε με τεράστια επιτυχία το Resident Evil 2 πέρσι και μας έκανε να κοιτάμε με δέος το αστυνομικό τμήμα που λάμβανε χώρα η ιστορία. Τι γίνεται όμως όταν το original δεν μπορεί να μεταφερθεί στη σημερινή εποχή χωρίς να προκαλέσει προβλήματα;
 

Το Resident Evil 3 του 1999 δεν χωράει στο 2020. Η δομή της πόλης δεν θα έβγαζε κανένα νόημα, αν θυμηθούμε το βενζινάδικο στο οποίο δεν οδηγούσε κανένας δρόμος και βρισκόταν μέσα σε στενά δρομάκια και η πλοκή θα θεωρούταν στην καλύτερη μέτρια. Έτσι, η Capcom αποφάσισε να κρατήσει όλες τις βασικές ιδέες, τους χαρακτήρες, τον επιβλητικό Nemesis και να αναδημιουργήσει την πλοκή με τα σημερινά standards. Στο περσινό remake υπήρχαν δεκάδες σημεία που οι παλιοί θα είπαν “το θυμάμαι αυτό” και θα ένιωθαν νοσταλγία, καθώς στο φετινό εγχείρημα οι φορές που θα πείτε κάτι τέτοιο είναι αισθητά λιγότερες. Παραμένει γνώριμο, αλλά όχι τόσο γνώριμο. Αν επιχειρήσετε να περάσετε το παιχνίδι σκεπτόμενοι τι γινόταν στο original δεν θα τα καταφέρετε.

 

Από το remake του Resident Evil 3 λείπουν τοποθεσίες και λείπουν σκηνές. Μπορεί να είναι μικρότερο σε διάρκεια, αλλά από την άλλη είναι πιο ποιοτικό και δένει άψογα μέσα στο σύμπαν. Το σενάριό του είναι πιο σωστά δομημένο, βγάζει πιο πολύ νόημα και το writing έχει μεγαλύτερο βάθος. Οι χαρακτήρες έχουν ένα υπόβαθρο που τους δίνει κίνητρα, ενώ σημειώνουν και μια εξέλιξη κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Η Jill δεν είναι ατρόμητη, βλέπουμε έναν χαρακτήρα με μετατραυματικό στρες που αντιδράει στα γεγονότα ανθρωπινά. Μέσα από όλα αυτά, δημιουργείται η ευκαιρία να δούμε μερικές απολαυστικές ερμηνείες. Μπορεί να μην είναι πιστή αντιγραφή λοιπόν, αλλά πολύ βολικά η Capcom αφαίρεσε από τον τίτλο του παιχνιδιού τη λέξη “remake”, ίσως πολύ σκόπιμα και πολύ έξυπνα. Όπως και να έχει, σεναριακά οι αλλαγές της βγήκαν σε καλό και μάλιστα, μας χάρισαν ένα από τα καλύτερα (αν όχι το καλύτερο) intro που έχουμε δει σε Resident Evil…
 

Ό,τι χάνει σε διάρκεια, το Resident Evil 3 το αναπληρώνει σε replayability. Το campaign αυτή τη φορά είναι ένα και δεν έχει διαφορετικους επιλόγους, όμως έχει το εξής: ένα shop που όσο παίζετε, τόσο ξεκλειδώνετε πράγματα. Για να μην παρεξηγηθούμε, λέγεται shop, επειδή χρησιμοποιείτε πόντους που κερδίζετε από in-game challenges (πχ. σκοτώστε 100 εχθρούς με handgun) για να “αγοράσετε” όπλα, στολές και πολλά άλλα. Όπως καταλαβαίνετε, το να παίξετε ξανά και ξανά έχει μεγαλύτερη αξία εδώ και εκείνο το rocket launcher με τα άπειρα πυρομαχικά είναι άκρως δελεαστικό.

Στη μέση όλου αυτού δεσπόζει ο Nemesis, μακρινός ξάδερφος του Mr. X, ο οποίος το 1999 ήταν η προσωποποίηση του τρόμου. Με μεγάλη χαρά (και λύπη) να σας ενημερώσουμε πως παραμένει η προσωποποίηση του τρόμου. Έχοντας αλλάξει εμφάνιση (εν τέλει προς το καλύτερο θεωρούμε, αν και στην αρχή είχαμε δυσανασχετήσει) και έχοντας εξελίξει το οπλοστάσιό του, ο Nemesis καταδιώκει ανελέητα τη Jill και σε αντίθεση με τον Mr. X, αυτός τρέχει και κάνει άλματα (…ναι). Όντας ο απόλυτος διώκτης, ο Nemesis έχει αναμενόμενα πιο επιθετική και έξυπνη A.I. (οι ατέλειες δεν λείπουν) και είναι πιο δύσκολο να τον αποφύγετε. Παρ’ όλα αυτά, λόγω της προσέγγισης του παιχνιδιού, ο Nemesis δεν έχει τον ρόλο του Mr. X που εμφανιζόταν με πιο τυχαίο κάπως τρόπο και σας κυνηγούσε από τη μια άκρη στην άλλη. Οι εμφανίσεις του Nemesis είναι πολύ πιο στοχευμένες και scripted, αλλά προκαλούν τον ίδιο πανικό, πολλές φορές ακόμα περισσότερο. Αν πιο τυχαίες εμφανίσεις, τότε σίγουρα θα δημιουργούσε εκνευρισμό, καθώς είναι πολύ πιο δύσκολο να του ξεφύγετε και πολύ πιο εύκολο να σας χτυπήσει. Η στιγμή που λέει για πρώτη φορά “STARS” έρχεται το μεγαλύτερο κύμα νοσταλγίας πάντως.
 

Επιστρέφοντας στο 1999, το Resident Evil 3: Nemesis ήταν ο πρώτος τίτλος της σειράς που είχε dodge mechanic. Αναμενόμενα, το dodge επιστρέφει και στο remake και αποτελεί το ιδανικό ταίρι για τον αδυσώπητο Nemesis και τη φυσική εξέλιξη του gameplay του Resident Evil 2 remake. Πατώντας το dodge τη σωστή στιγμή μπορείτε να αποφύγετε τις επιθέσεις των εχθρών και να επιβραδύνετε για μερικά κλάσματα τον χρόνο ώστε να ρίξετε στο αδύναμο σημείο του αντιπάλου, κάτι που αποτελεί πραγματικό δώρο ενάντια στις επικίνδυνες επιθέσεις του Nemesis και όχι μόνο. Εκτός του ότι βγάζει νόημα σαν επιλογή (ποιος δεν θα έκανε μια μανούβρα από ένστικτο ώστε να αποφύγει κάποια απειλή;), κάνει το gameplay ελαφρώς πιο γρήγορο και ομαλό. Παρ’ όλα αυτά, απαιτείται σωστό timing, αλλιώς μπορεί και πάλι να σας χτυπήσουν ή απλά να αυξήσετε την απόσταση με επιτυχία, χωρίς όμως να επιβραδύνετε τον χρόνο. Ομολογουμένως, θα υπάρξουν φορές που θα νιώσετε ότι ήταν αδικία που σας χτύπησαν αν και πατήσατε το πλήκτρο, ενώ υπάρχει και ένα μικρο delay σε τυχαίες στιγμές.
 

Πέρα αυτού, το gameplay παραμένει το ίδιο απολαυστικό και οικείο με αυτό του Resident Evil 2 remake. Θα περάσουν από τα χέρια σας αρκετά διαφορετικά όπλα, μερικά εκ των οποίων μπορείτε να αναβαθμίσετε με upgrade parts όπως και στο προηγούμενο παιχνίδι, ενώ θα χρειαστεί να αξιοποιήσετε σωστά τις προμήθειες σας και τις περιορισμένες θέσεις στο inventory. Η φετινή κυκλοφορία, όπως και το πρωτότυπο, είναι πιο action από το πρώτο κεφάλαιο της σειράς και το δεύτερο, όμως παραμένει survival horror, οπότε θα υπάρξουν στιγμές που θα νιώσετε ότι τα περιθώρια στενεύουν όσον αφορά τα γιατρικά και τις σφαίρες. Οι υψηλότερες δυσκολίες όμως είναι αυτές που θα σας κάνουν να υπολογίσετε αν σας παίρνει να ρισκάρετε και να δοκιμάσετε την τύχη σας με το dodge ή να χάσετε έναν γεμιστήρα στο handgun που ίσως μετά να είναι αυτό που σας χωρίζει από την επόμενη πόρτα.

Μια αλλαγή που ίσως δυσαρεστήσει ορισμένους είναι η έλλειψη από γρίφους. Εκεί που το δεύτερο κεφάλαιο και το πρωτότυπο του 3 έχτιζαν ατμόσφαιρα με γρίφους, το remake έχει ελάχιστους (μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού και δεν θα τα χρειαστείτε καν όλα) και εύκολους. Η εξερεύνηση για την εύρεση στοιχείων ενίσχυαν τη γοητεία του Resident Evil 2, κάτι που λείπει στην προκειμένη περίπτωση, αν και μια πιο εξονυχιστική ματιά ακόμα σας ανταμείβει με δεκάδες collectibles που εμπλουτίζουν με εξαιρετικό τρόπο την ιστορία, εμβαθύνοντας στο lore.
 

Αντίθετα, έχουμε να πούμε τα καλύτερα για τους εχθρούς, οι οποίοι παρουσιάζουν ικανοποιητική ποικιλία (υπάρχουν περισσότερα είδη απ’ ότι στο 2), με τους Hunters να επιστρέφουν θριαμβευτικά και με ένα επίπονο one-hit kill αν δεν προσέξετε, ενώ δεν λείπουν και τα αραχνοειδή, τα οποία μισήσαμε καθώς εκμεταλλεύτηκαν την κλειστοφοβία και την αραχνοφοβία μας, προσφέροντας ένα από τα “χειρότερα” σημεία του τίτλου. Επιπλέον, τα απλά zombies έχουν πλέον πιο επιθετική A.I., ώστε να μπορούν να συναγωνιστούν την αυξημένη ευκινησία της Jill, αφού επιτίθενται προς όλες τις κατευθύνσεις ακόμα και όταν είναι πεσμένα κάτω, ενώ οι επιθέσεις τους προσαρμόζονται πιο γρήγορα και καλύπτουν μεγαλύτερες αποστάσεις. Ακόμα και έτσι, συνεχίζουν να έχουν ατέλειες και μπορείτε να τα ξεγελάσετε αρκετά εύκολα, ενώ πολλές φορές περιορίζονται σε συγκεκριμενες περιοχές και μπορείτε να εκμεταλλευτείτε τον περιορισμό τους από απόσταση.
 

Σε αντίθεση με τον Leon και τη Claire, η Jill δεν περνάει το μεγαλύτερο μέρος του παιχνιδιού σε ένα μέρος. Αντ’ αυτού, πολύ συχνά και με έξυπνες εναλλαγές, μεταφέρεται σε διαφορετικές περιοχές. Ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας εκτυλίσσεται στους δρόμους της πόλης που θυμίζουν εμπόλεμη ζώνη, ενώ δεν λείπουν οι επισκέψεις σε… διάφορες εγκαταστάσεις και φυσικά, στους υπονόμους. Υπό αυτή την άποψη, το Resident Evil 3 είναι πιο φιλόδοξο και πιο πλούσιο. Θα νιώσετε ότι πραγματικά η Raccoon City δεν έχει πια κανένα μέλλον και θα δείτε δεκάδες τοποθεσίες με μαγαζιά, καφετέριες και σπίτια να είναι άδεια, αλλά να διηγούνται μια ιστορία ταυτόχρονα. Κατά κάποιο τρόπο, η έλλειψη γρίφων πηγάζει από αυτή την επιλογή. Στο Resident Evil 2 ψάχνατε όλο το αστυνομικό τμήμα για να λύσετε έναν γρίφο και να προχωρήσετε, ενώ εδώ η δομή είναι πιο “γραμμική” και δεν κάνει πολλούς κύκλους στην ίδια περιοχή πριν αποφασίσει να πάει παρακάτω (από εδώ, εν μέρει, πηγάζει και η μικρή διάρκεια).
 

Μεγαλύτερες και περισσότερες περιοχές σημαίνει περισσότερα πράγματα που πρέπει να προσέξει η Capcom και σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό το Resident Evil 3 παραμένει το ίδιο εντυπωσιακό με τον προκάτοχό του. Η δουλειά που έχει γίνει στους χαρακτήρες είναι αξιοθαύμαστη, ο Nemesis και οι υπόλοιποι εχθροί έχουν τα φόντα να στοιχειώσουν τα όνειρά σας και η ποιότητα στα εφέ (όπως η φωτιά από τις εκρήξεις) είναι κάτι που θα ζήλευαν ακόμα και οι πιο πρόσφατοι ΑΑΑ τίτλοι. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κάποιες μικρές θυσίες, όπως οι πολύ μικρές λεπτομέρειες που λείπουν. Ο ακρωτηριασμός των zombies δεν είναι τόσο λεπτομερής, οι λιμνούλες από αίμα δεν αντανακλούν το περιβάλλον και αντικείμενα όπως τα αμάξια δεν είναι τόσο προσεγμένα. Και σε αυτό το παιχνίδι είναι αρκετά εμφανές το ελάττωμα της RE Engine με τις αντανακλάσεις, αφού πολλές φορές είναι αρκετά “noisy” και αφήνουν κενά σε σημεία που δεν θα έπρεπε.
 

Από θέμα ανάλυσης, έχουμε πάνω κάτω τα αναμενόμενα αποτελέσματα στις κονσόλες. Το Xbox One X στοχεύει για native 4K, το PlayStation 4 Pro για checkerboard 4K, ενώ τα απλά PlayStation 4 και Xbox One βρίσκονται στα 1080p, με το Xbox One να παρουσιάζει κάποια προβλήματα στα cutscenes. Στα frames per second το PlayStation 4 Pro έχει τις πιο σταθερές επιδόσεις, με 60 καρέ το δευτερόλεπτο και μικρά drops, ενώ το Xbox One X επίσης στοχεύει στα 60 fps, όμως παρουσιάζει περισσότερο και μεγαλύτερα drops. Οι standard κονσόλες έχουν ως στόχο τα 60 fps αλλά τα φτάνουν πολύ σπάνια και με δυσκολία. Το PlayStation 4 μένει πάντα πάνω από τα 30 καρέ, αλλά συνέχεια ανεβοκατεβαίνει ανάμεσα στα 30+ και περίπου 60. Το ίδιο πρόβλημα παρατηρείται και στο Xbox One. Ένα αναμενόμενο πρόβλημα σε όλες τις κονσόλες είναι οι εχθροί που βρίσκονται σε μακρινές αποστάσεις και κινούνται σε χαμηλότερα καρέ, κάτι που θα προσέξετε σε ελάχιστες περιπτώσεις, αλλά δεν παύει να υφίσταται.

Resident Evil: Resistance
 

Μαζί με το Resident Evil 3 αποκτάτε πρόσβαση και στο asymmetrical multiplayer project της Capcom, το Resident Evil: Resistance. Με έναν τρόπο που σας εξηγεί το παιχνίδι, μια ομάδα νεαρών επιζώντων έχει παγιδευτεί σε ένα κέντρο δοκιμών και καλείται να επιβιώσει και να διαφύγει μέσα σε ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, ενώ παράλληλα ένα mastermind εξαπολύει zombies, παγίδες και διάφορους εχθρούς για να τους σταματήσει. Αν ολοκληρώσετε κάποιο objective ή σκοτώσετε κάποιον εχθρό ο χρόνος σας αυξάνεται, ενώ αν πέσετε σε κάποια παγίδα, σας χτυπήσει ή σκοτώσει κάποιος εχθρός, ο χρόνος μειώνεται.
 

Η ομάδα των survivors αποτελείται από τέσσερις παίκτες, ενώ το mastermind χειρίζεται ένας πέμπτος παίκτης. Μπορείτε να επιλέξετε ανάμεσα σε έξι επιζώντες, κάθε ένας με διαφορετικό specialty (healer, brawler κλπ.), οι οποίοι έχουν μια καλή ισορροπία, αν και η healer και οι ειδικοί στα όπλα είναι ελαφρώς πιο χρήσιμοι σε μια ομάδα. Τα masterminds από την άλλη είναι τέσσερα και επίσης έχουν κάποια μοναδικά χαρακτηριστικά. Παραδείγματος χάρη, ο ένας έχει στη διάθεσή του zombies με πανοπλία, ενώ κάποιος άλλος έχει δηλητηριώδη zombies. Άλλη μια βασική διαφορά είναι τα λεγόμενα ultimate skills που είναι το απόλυτο bioweapon του κάθε χαρακτήρα και κάθε φορά που το καλείτε, το χειρίζεστε εσείς προσωπικά και θεωρούμε ότι είναι το μεγαλύτερο highlight όλου του mode, καθώς μπορείτε να χειριστείτε τον Mr. X, τον Birkin και όχι μόνο.

Γενικά, το Resistance είναι διασκεδαστικό είτε παίζετε ως survivor, είτε ως mastermind. Παρ’ όλα αυτά, είναι τελείως unbalanced και τα αποτελέσματά σας μετά από κάθε match θα διαφέρουν δραστικά, χωρίς αυτό να εξαρτάται απαραίτητα από εσάς. Ένα πάρα πολύ βασικό πρόβλημα είναι ο τρόπος που λειτουργούν τα summons του mastermind. Όσο βρίσκεστε στον εν λόγω ρόλο παρακολουθείτε τους άλλους παίκτες μέσα από κάμερες και στο κάτω μέρος της οθόνης έχει μια σειρά από τυχαίες κάρτες που αντιστοιχούν σε κάποια παγίδα, εχθρό ή buff για εσάς. Μόλις επιλέξετε μια κάρτα, μια άλλη, εξίσου τυχαία, θα πάρει τη θέση της και ούτω καθεξής. Το θέμα είναι ότι δεν υπάρχει κάποιο σημαντικό cooldown, μπορείτε να σπαμάρετε κάρτες, δηλαδή εμπόδια, χωρίς να έχετε κάποιο τεράστιο penalty αν δεν πετύχει κανένα από αυτά. Μάλιστα, μπορείτε να τα τοποθετήσετε ακριβώς μπροστά στα πόδια των άλλων παικτών, εμφανίζοντας zombies μπροστά τους και γύρω τους. Τα παραπάνω μπορεί να φέρνουν μια εύκολη νίκη στο mastermind, αλλά σίγουρα δεν είναι δίκαιο για τους υπόλοιπους.
 

Οι survivors γενικά χάνουν εύκολα χρόνο και ένας παίκτης που δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει μπορεί να στοιχίσει τη νίκη από όλη την ομάδα πατώντας συνέχεια σε βόμβες ή πεθαίνοντας. Επιπλέον, είναι πολύ εύκολο να χαθεί κάποιος αφού αν δεν ανοίξετε τον χάρτη το navigation είναι κάπως πολύπλοκο και σε συνδυασμό με τους χειρισμούς που δεν είναι τόσο προσεγμένοι και λεπτεπίλεπτοι όσο στο single-player, το Resistance έχει αρκετά προβλήματα και λίγο περιεχόμενο για να σας κρατήσει απασχολημένους για πολύ. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε πως ξεκλειδώνετε abilities χρησιμοποιώντας RP Points για να ανοίξετε randomised boxes. Πόντους κερδίζετε παίζοντας, όμως υπάρχουν και τα RP Boosters που σας βοηθούν να κερδίσετε περισσότερους πόντους σε κάθε match και ναι, αυτά μπορείτε να τα αγοράσετε και με πραγματικά λεφτά. Είναι pay-to-win; Όχι ακριβώς, αλλά είναι μια επιλογή που υπάρχει.
 

Συμπέρασμα
 

Το Resident Evil 3 δεν είναι ακριβώς remake, αλλά ένα εξαιρετικό re-imagine του τίτλου που κυκλοφόρησε το 1999. Η Capcom έκανε κάποιες πολύ σωστές αλλαγές που οδήγησαν σε ένα πιο ποιοτικό και προσεγμένο σενάριο, το οποίο όμως διατηρεί τα βασικότερα στοιχεία του πρωτότυπου. Η πιο action προσέγγιση και οι λοιπές αλλαγές οδήγησαν σε ένα παιχνίδι με μικρότερη διάρκεια και ελάχιστους γρίφους, το οποίο δεν δημιουργεί το μυστήριο και την ατμόσφαιρα του Resident Evil 2 remake, αλλά εξελίσσει το gameplay με το dodge mechanic. Το Resident Evil: Resistance είναι μια μικρή απογοήτευση, όμως έτσι και αλλιώς περνάει κάπως αδιάφορο μπροστά στο single-player. Η RE Engine αποδεικνύει για ακόμα μια φορά την αδιαμφισβήτητη αξία της, με υψηλής ποιότητας εφέ και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες σε εχθρούς και βασικούς χαρακτήρες.
 

Εν τέλει όμως, όπως στο original έτσι και εδώ, ο Nemesis είναι αυτός που θα κλέψει την παράσταση, θα σαρώσει τους δρόμους της Raccoon City και θα εμφυσήσει τον πανικό μέσα σας, φωνάζοντας “STARS”.

Βαθμολογία: 8/10

Το παιχνίδι μάς παραχωρήθηκε από την εκδότρια εταιρεία για τις ανάγκες του review.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης