Ο ουρανός αποφάσισε να γυρίσει μία ονειροευχή που περιπλανιόταν στα σύννεφα και το απέραντο γαλάζιο, πίσω στον πλανήτη των εύθραυστων ανθρώπων. Το όνειρο, αυτό, το χαρούμενο, τριγύρναγε στον ουρανό και έμπαινε σαν θρόισμα των φύλων στις βαθιές επιθυμίες ευαίσθητων ψυχών που πάλευαν να ονειρευθούν το φως και τη λύτρωση από την καθημερινή μαυρίλα που βιώνουν… που βλέπουν τα δευτερόλεπτα να τους προσπερνούν, να σβήνουν το παρόν, και να μετατρέπουν το μέλλον σε παρελθόν

«Θα πας κάτω να γίνεις το δώρο σε κάποιον που σε έχει ανάγκη, όμορφο όνειρο» είπε ο ουρανός στο όνειρο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Μα, δεν έχω ξαναπάει εκεί στη γαλάζια σφαίρα ποτέ… και φοβάμαι», απάντησε η όμορφη και λαμπερή ονειροευχή.

«Μα, αυτός είναι ο προορισμός σου» απάντησε ο ουρανός. «…όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, η θέση σου πρέπει να είναι εκεί».

Η ονειροευχή, κατάλαβε και πήγε να προετοιμαστεί για το ταξίδι της καβάλα σ’ ένα αστεράκι που και κείνο περίμενε το ξάστερο βραδάκι όταν όλα ηρεμούν και οι ψυχές αναζητούν…

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Όσοι είδαν την ονειροευχή να πέφτει χαράζοντας ένα φωτεινό μονοπάτι πίσω της ευχήθηκαν κάτι. Άλλος ήθελε, υγεία, άλλος αγάπη, άλλος μια καλύτερη ζωή… μα το όμορφο αγόρι που αγνάντευε τον ουρανό, έκανε μια διαφορετική ευχή… κοιτώντας το τατουάζ που είχε στον καρπό του… τα μοναδικά λόγια που χάραξε στην ψυχή και στο σώμα του…

“Rather than love,
than money,
than fame
…give me truth”

«Αυτό το αστέρι να γίνει δικό μου» είπε και αποκοιμήθηκε…

Η ονειροευχή, που είχε πέσει κάτω από τον μεγάλο φοίνικα που έπαιζε όταν ήταν μικρός, αποφάσισε να περάσει τη νύχτα της εκεί, κάτω από τον μεγάλο φοίνικα κοιτάζοντας τους φίλους της στον ουρανό.

Στην αρχή, ένιωθε άβολα στο ξένο χώμα, μα σιγά-σιγά, αφέθηκε στη γλύκα της βραδιάς, πήρε τη μορφή ενός λαμπερού χρυσού φύλλου , χάζεψε τα φώτα των σπιτιών στις γύρω πολυκατοικίες και είδε τα παιδιά να γυρίζουν στα σπίτια τους. Παρακολουθούσε τα φώτα στον πέμπτο όροφο να είναι αναμμένα και ήξερε πως το νεαρό αγόρι ήταν ξάγρυπνο… Βασανιζόταν από τις σκέψεις του και ύπνος δεν το έπαιρνε… Τότε η λαμπερή ονειροευχή κατάλαβε το πόσο την χρειαζόταν, το πόσο χρειαζόταν να νοιώσει τη λύτρωση και να δει το φως που τόσο αποζητούσε…

Το άλλο πρωί ο ήλιος βρήκε τον όμορφο κήπο κάτω από τον πέμπτο όροφο σε μεγάλες φούριες… Τα πουλιά έκαναν χορωδίες και οι γάτες λιαζόταν ξαπλωμένες στο παχύ χορτάρι. Αυτοκίνητα περνούσαν στο δρόμο… κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε…. Ένας τρελός χαμός!

Η ονειροευχή, πανικοβλήθηκε και κούρνιασε κοντά στο φλοιό του όμορφου φοίνικα.

«Ουρανέ μου, δεν πάω πουθενά, θα κάτσω εδώ, που δε θα με πατήσει κανένας», σκέφτηκε. Μία κανελί γατούλα πλησίασε το χρυσό φύλλο, αλλά δεν το πείραξε, συνέχισε νωχελικά τη βόλτα της…

«Ετοιμάσου!» αντήχησε μία ήρεμη φωνή γύρω από την ονειροευχή, που παίρνοντας τη μορφή του φύλλου είχε γίνει ένα με τον κορμό του γεροφοίνικα

Ένα απαλό αεράκι φύσηξε και ξεκόλλησε την ονειροευχή από το γεροφοίνικα ωθώντας την όλο και πιο ψηλά, μέχρι που προσγειώθηκε στο μικρό μαρμάρινο τραπεζάκι στον πέμπτο όροφο. Ήταν η ώρα που ο πατέρας με τον μικρότερο του γιό έφευγαν για τις δουλειές τους. Η ονειροευχή είδε πως ο πατέρας αγκάλιασε και φίλησε το νεαρό αγόρι και κάτι του ψιθύρισε… είδε πως ο μικρότερος αδελφός κοίταξε με αγάπη τον αδελφό του χωρίς να του μιλήσει και η εξώπορτα έκλεισε πίσω τους… Το όμορφο αγόρι έμεινε με την αγαπημένη του μεγάλου αδελφού του που μόλις είχε ξυπνήσει. Εκείνος δεν ήταν εκεί, αλλά ακουμπισμένος στο όπλο του, στο ύψωμα -στη σκοπιά που φύλαγε, κοίταζε ένα δένδρο που όπως το έλουζαν οι φεγγαραχτίδες του θύμιζε κάτι απόκοσμα όμορφο.. Η σκέψη του ήταν στην αγαπημένη του και στην οικογένειά του…

Το μεσημέρι ο ήλιος τσουρούφλιζε και η αστεροευχή ξεράθηκε και έγινε πολύ ανάλαφρη… πήρε ένα ακόμα πιο όμορφο χρυσαφί χρώμα. Αυτό ήταν. Το αεράκι την μετακινούσε και εκείνη αγωνιζόταν με όλη της τη δύναμη, να μείνει πάνω στο μικρό μαρμάρινο τραπεζάκι!

Όταν το αγόρι που αγνάντευε τον ουρανό, βγήκε στο σαλόνι… πηγαίνοντας προς την κουζίνα, είδε το αστραφτερό χρυσαφί φύλλο και βγήκε στο μπαλκόνι. Πήρε το φυλλαράκι το χρυσό στα χέρια του και προσέχοντας μην το σπάσει, το έβαλε στο κρυστάλλινο μπολ της τραπεζαρίας… Πήρε ένα φρούτο στο χέρι και κάθισε δίπλα στο χρυσαστραφτερό φύλλο… Πριν, καν προλάβει να γεύεται το φρούτο που κρατούσε στο χέρι, ένα αεράκι φύσηξε και το φύλλο –η ονειροευχή, πέταξε και βγήκε πάλι στο μπαλκόνι.

Το νεαρό αγόρι με τα θλιμμένα μάτια έτρεξε από πίσω . Το φρούτο που κρατούσε στα χέρια του έπεσε και κύλησε στο δάπεδο… Είδε, το χρυσαφένιο φύλλο να κατευθύνεται προς τα κάτω, προς τον κήπο και έτρεξε από τις σκάλες να το προλάβει… Η χρυσαφένια ονειροευχή όλο και απομακρυνόταν, αλλά το όμορφο αγόρι ακολουθούσε την χρυσαφί λάμψη της και δεν εγκατέλειπε. Ήθελε τόσο πολύ να κρατήσει το πανέμορφο φύλλο για πάντα κοντά του… να μην το χάσει…

Κατέβηκε τις σκάλες του μετρό ακολουθώντας την υπέροχη της λάμψη… Ξαφνικά την έχασε και αποκαμωμένος κάθισε στο παγκάκι…

Την είδε να αναπαύεται πάνω στις γραμμές και έτρεξε προς το μέρος της… Την έπιασε απαλά στα χέρια όταν είδε το τραίνο να έρχεται..

«Θεέ μου, δεν θα προλάβω… τα’ αδέλφια μου… οι γονείς μου» ψιθύρισε…

Τότε το φύλλο έγινε ομίχλη και τον τύλιξε. «Μη φοβάσαι αγόρι μου, εσύ θα πας στο φως που τόσο αποζητούσες και οι άνθρωποι που αγαπάς θα σε κρατήσουν για πάντα στην καρδιά τους… και κάποτε θα ξανασυναντηθείτε, για πάντα».

Το τραίνο πέρασε… οι αγαπημένοι του έκλαψαν… τα γεγονότα συνέχισαν την πορεία τους… Το αγόρι που αγνάντευε τον ουρανό έγινε ένα μαζί του, με την ονειροευχή να το συντροφεύει και να το αγκαλιάζει με τη λάμψη της…

Οι άνθρωποι που τον αγαπούν, και τον θρήνησαν, άλλαξαν ζωή… έγιναν καλύτεροι άνθρωποι και βλέπουν πάντα την λάμψη του, να τους στέλνει λαμπερά φιλιά από ψηλά. Ξέρουν, πως παρόλο που δεν τον έχουν κοντά τους, είναι για πάντα δικός τους, είναι χαρούμενος και τον αγαπούν, όπως τότε που τον νοιώθανε και τον αγγίζανε.

Κι από τότε, συνειδητοποίησαν πως όταν έχεις αγαπήσει κάτι, τόσο πολύ, θες μόνο το καλό του, και όπου κι αν βρίσκεται, στην πραγματικότητα για σένα, δεν μπορεί να πάει ποτέ πιο μακριά από την καρδιά σου.




σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης