Παρίσι και Βερολίνο πρέπει να κάνουν περισσότερα για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, σύμφωνα με έκθεση δύο διακεκριμένων οικονομολόγων στους οποίους είχε ανατεθεί από τους υπουργούς Οικονομίας της Γαλλίας και της Γερμανίας να προτείνουν μέτρα για την αναζωογόνηση των μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρωζώνης.

Στην έκθεση τους, που παρουσιάστηκε σήμερα στο Παρίσι, οι οικονομολόγων Ζαν Πιζανί-Φερί και Χένρικ Έντερλαϊν, εκφράζουν την άποψη ότι η μεν Γαλλία έχει ανάγκη «επείγουσες και συγκεκριμένες» μεταρρυθμίσεις, ενώ η Γερμανία οφείλει να πάψει να «αναβάλει» την αντιμετώπιση των «σοβαρών προκλήσεων» με τις οποίες θα βρεθεί αντιμέτωπη «μακροπρόθεσμα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Επίσης επιμένουν ότι η κατάσταση είναι έκτακτη λέγοντας χαρακτηριστικά: «Πλησιάζουμε ένα σημείο καμπής. Οι οικονομικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η Ευρώπη μας θέτουν όλους σε κίνδυνο. Η διαίρεση θα μας έβλαπτε όλους. Το Παρίσι και το Βερολίνο έχουν μια κοινή ευθύνη να αποτρέψουν το ενδεχόμενο».

Οι ίδιοι καλούν τις ηγεσίες των δύο κρατών να αναλάβουν άμεσα δράση.

Σύμφωνα με τους δύο οικονομολόγους,  η Γαλλία θα ωφεληθεί υιοθετώντας το μοντέλο της «ευελφάλειας» (σ.σ. «flexisécurité», από τις λέξεις ευελιξία και ασφάλεια) εμπνεόμενη από τον «πραγματισμό» των κοινωνικών εταίρων στη Γερμανία, δίνοντας τη δυνατότητα σε επιχειρήσεις να μεταβάλουν τα ωράρια εργασίας ευκολότερα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Συνεχίζοντας για τη Γαλλία επισημαίνουν πως ο στόχος πρέπει να είναι η πλειονότητα των νεοπροσλαμβανομένων να συνάπτει συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και όχι πλέον ορισμένου χρόνου, κάτι το οποίο, όπως τονίζουν, θα συμβάλλει να μειωθεί το κόστος των απολύσεων.

Επίσης οι δύο οικονομολόγοι διαπιστώνουν μια «σημαντική αδράνεια» σε ό,τι αφορά «τους πραγματικούς μισθούς» στη Γαλλία, καταγράφοντας πως ονομαστικά συνέχισαν να αυξάνονται, παρά την επιβράδυνση της οικονομίας. Καλούν δε να επιμηκυνθεί από το ένα στα τρία έτη ο χρόνος ανάμεσα στις διαπραγματεύσεις για συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καθώς και να αναθεωρηθεί ο τρόπος υπολογισμού του κατώτατου μισθού.

Ακόμη, οι Πιζανί-Φερί και Έντερλαϊν καλούν τη γαλλική κυβέρνηση να «δεσμευθεί σε έναν στόχο» μείωσης των δημοσίων δαπανών, υποσχόμενη να τις κατεβάσει στο 50% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) από 55% το 2013.

Για τη Γερμανία, αναφέρουν πως η  «κυριότερη αδυναμία» της Γερμανίας οφείλεται στις δημογραφικές τάσεις και τον ιδιαίτερα χαμηλό δείκτη γεννητικότητας. Εκτιμούν δε πως  για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, «η μετανάστευση θα έπρεπε να αυξηθεί» και η χώρα να υποδέχεται τουλάχιστον 300.000 πρόσωπα κατ’ έτος.

«Είναι η γερμανική κοινωνία έτοιμη για αυτό;», διερωτώνται οι δύο οικονομολόγοι.
Άλλη πρόταση των δύο οικονομολόγων είναι η Γερμανία να πάψει να αποθαρρύνει τις γυναίκες που επιθυμούν να εργάζονται όταν αποκτούν παιδιά, προσφέροντας φορολογικά κίνητρα όπως να εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα περισσότερες δαπάνες για την φύλαξη και τη φροντίδα των παιδιών, ή να δοθεί το δικαίωμα να επανέρχονται σε πλήρη απασχόληση εκείνες που είχαν μειώσει τις ώρες εργασίας τους λόγω εγκυμοσύνης ή για άλλους οικογενειακούς λόγους.

Επίσης προτείνουν τη μείωση του χρόνου σπουδών και την αύξηση των φοιτητικών δανείων.
Οι Πιζανί-Φερί και Έντερλαϊν προτείνουν η Γερμανία να καλύψει το «έλλειμμα» επενδύσεων, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, δαπανώντας 24 δισεκ.  ευρώ επιπλέον μέσα στα τρία προσεχή έτη. Το ποσό είναι υπερδιπλάσιο αυτού που έχει υποσχεθεί να δαπανήσει το Βερολίνο (10 δισεκ. ευρώ) για δημόσιες επενδύσεις μέχρι το 2018.

Επιπλέον οι δύο οικονομολόγοι προτείνουν και μέτρα που θα μπορούσαν να προωθηθούν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όπως η προώθηση μιας ενεργειακής ένωσης —δηλαδή της ενοποίησης των εθνικών αγορών ενέργειας των 28—, αλλά και την ενοποίηση της αγοράς πληροφορικής.
Όσον αφορά τις επενδύσεις οι Πιζανί-Φερί και Έντερλαϊν καλούν να γίνουν προσπάθειες που να πηγαίνουν «πιο μακριά» από αυτές που παρουσίασε  ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ,.

Για τους δύο οικονομολόγους, το σχέδιο του Γιούνκερ είναι ανεπαρκές, καθώς τα κράτη μέλη θα δαπανήσουν μόνο 30 δισεκ. ευρώ από το σύνολο των 315 δισεκ. ευρώ, για το οποίο κάνει λόγο.

Πηγή: ΑΜΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης