Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη

«Μετά το Άουσβιτς, είναι βαρβαρότητα να γράφει κανείς ποίηση» έχει γράψει ο Τέοντορ Αντόρνο, φράση η οποία πιθανόν εννοεί ότι η ποίηση μετά το Ολοκαύτωμα είναι απλώς λίγη, άτοπη, ανεπαρκής για να εκφράσει τον χαμό και τη φρίκη. Ίσως ακόμα να φαίνεται μια περιττή πολυτέλεια η οποία γεννήθηκε και εξακολουθεί να γεννάται από έναν πολιτισμό που παρήγε θάνατο και όλεθρο. Πώς μπορούμε με άλλα λόγια να ζούμε, να τραγουδάμε, να διασκεδάζουμε όταν ξέρουμε ότι μέσα στην πρόσφατη Ιστορία χιλιάδες άνθρωποι συνελήφθησαν και εξοντώθηκαν, μόλις λίγα μέτρα από τα σπίτια μας; Αλλά, συνάμα, μια άλλη φωνή προσπαθεί μέσα από τον λυγμό της να ορθωθεί και να αντιτάξει ότι η γραφή είναι ίσως η μόνη που μπορεί να συντηρήσει τη μνήμη, να τη μετατρέψει σε λεκτική μεταμνήμη, να ευαισθητοποιήσει τους νεότερους και να αναδείξει πως τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι μια διαρκής υπενθύμιση της απανθρωπιάς μέσα στην καρδιά του «πολιτισμένου» 20ού αιώνα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Άντζη Σαλταμπάση εκφράζει διττά τις ενοχές του σύγχρονου ανθρώπου που ανήκει στο ίδιο γένος με όσους προέβησαν στις θηριωδίες εναντίον των Εβραίων. Από τη μία, η ίδια η αφηγήτρια εκπέμπει έναν μονόλογο οργής για το ότι εξακολουθούμε να ζούμε δίπλα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, να τα επισκεπτόμαστε γελαστοί, και κυρίως χαρούμενοι που συνεχίζουμε τη ζωή μας. Επίσης, απορεί εκκωφαντικά που δεν είμαστε συνταραγμένοι με ένα καρφί στην καρδιά για όσα πέρασε και έκανε η ανθρωπότητα. Από την άλλη, εισπράττει και μεταφέρει τη για δεκαετίες υπάρχουσα ενοχή των ίδιων των Γερμανών που δεν τολμούσαν να ξανακοιτάξουν την περίοδο εκείνη, είτε επειδή συνεργάστηκαν με τους ναζί είτε επειδή ανέχτηκαν την αποκτήνωση.

Έτσι, η πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας μεταφέρει το βάρος από την ελλαδική εμπειρία, όπως έκαναν ο Γ. Μαρής, ο Β. Μπούτος, ο Ν. Δαββέτας, η Έλ. Χουζούρη κ.ά., στη Γερμανία και στην εκεί ατμόσφαιρα. Η αφηγήτρια εκφράζει πολύπλευρα την πρόσληψη και την ευαισθησία/αναισθησία για τα φρικτά γεγονότα μέσα στην ίδια τη χώρα που τα εκκόλαψε, από τη δική της σκοπιά ως συζύγου Εβραίου αλλά και από τη σκοπιά των απογόνων των εξοντωμένων. Κι ακόμα περισσότερο ο σχολιασμός εκτείνεται στις σκέψεις των σύγχρονων Γερμανών και στα ντοκουμέντα και τα χαμένα τεκμήρια. Την ενδιαφέρει πιο πολύ η μικροϊστορία, η επικέντρωση δηλαδή στο άτομο, σε κάθε άτομο αν είναι δυνατόν, που βίωσε τη ναζιστική θηριωδία, ενώ προηγουμένως μεγάλωσε, εργάστηκε, ευτύχησε σε συγκεκριμένα σπίτια, σε συγκεκριμένους δρόμους, σε συγκεκριμένα μαγαζιά.

Το κείμενο δεν έχει πλοκή και μάλλον θυμίζει ή προσεγγίζει ειδολογικά το δοκίμιο ή την αφήγηση μέσα σε ένα ρεπορτάζ, παρά νουβέλα με αλληλουχία και άρτια δομή. Ωστόσο, με αυτόν τον μεταμοντέρνο υβριδισμό καταφέρνει να οδηγήσει τον αναγνώστη από την ιστορία στην Ιστορία, μέσα από την οργή, την ενίοτε χειμαρρώδη γραφή, τον συνεχή λόγο αγανάκτησης, αλλά και τη λεκτική απόδοση των πληγών, οι οποίες δεν ήταν μια τυχαία ανωμαλία, αλλά μια οξεία κρίση της ιστορικής έντασης, που κάλλιστα μπορεί να ξανασυμβεί.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.

Μπερλίν
Άντζη Σαλταμπάση
Πόλις 2017
Σελ. 112, τιμή εκδότη € 11,00

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης