Πρόσφατα, μία ομάδα ιατρών ανακοίνωσε ότι κατάφερε να θεραπεύσει ένα δίχρονο παιδί που είχε προσβληθεί από τον ιό του AIDS, με μια επιθετική αγωγή που συνδύαζε τρία φάρμακα και η χορήγηση της οποίας ξεκίνησε όταν το μικρό κορίτσι ήταν μόλις 30 ωρών.
Παρά τον γενικότερο ενθουσιασμό όμως, οι ειδικοί αμφισβητούν πρώτον ότι πρόκειται για μια πραγματική θεραπεία του ιού και στη συνέχεια το ότι οι υψηλές δόσεις δυνητικά τοξικών φαρμάκων θα πρέπει να χορηγούνται πριν καν επιβεβαιωθεί η μόλυνση.
Τονίζεται χαρακτηριστικά ότι, όταν νέες θεραπείες δοκιμάζονται σε παιδιά, θα πρέπει όλες οι λεπτομέρειες να έχουν αποσαφηνιστεί με προσοχή, διότι τα ίδια δεν έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα στις εναλλακτικές.
Είχε, όμως, το μικρό κορίτσι στην πραγματικότητα προσβληθεί από τον ιό;
Η ιστορία ξεκίνησε πάνω από δύο χρόνια πριν, όταν μία μητέρα, κάτοικος της επαρχίας του Μισισιπή, έμαθε κατά τη διάρκεια του τοκετού ότι είναι οροθετική. Όταν το παιδί γεννήθηκε, οι ιατροί ήθελαν να χορηγήσουν την εγκεκριμένη δόση αντιρετροϊκής αγωγής για την παρεμπόδιση της μετάδοσης του ιού στα νεογέννητα, αλλά δεν είχαν τη μορφή σιροπιού που είναι κατάλληλη για την ηλικία αυτή. Για αυτόν τον λόγο, το μωρό μεταφέρθηκε στο πανεπιστημιακό ιατρικό κέντρο του Μισισιπή.
Το νεογέννητο κοριτσάκι είχε μεγαλύτερες πιθανότητες να μολυνθεί από τον ιό, από τη στιγμή που η μητέρα του δεν γνώριζε την κατάστασή της και δεν είχε λάβει κατά τη διάρκεια της κύησης την κατάλληλη αγωγή, η οποία έχει βρεθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού στο 1%.
Χωρίς την αγωγή αυτή, η πιθανότητα μετάδοσης του ιού στα νεογνά είναι 20-25%. Αυτό σημαίνει ότι το 75%-80% των παιδιών που γεννιούνται από οροθετικές μητέρες δεν μολύνεται κατά τη γέννησή του από τον ιό.
Σύμφωνα με το κέντρο ελέγχου και πρόληψης νοσημάτων, ο αριθμός των νεογνών που γεννιούνταν με HIV μειώθηκε δραματικά τη δεκαετία του ΄90 από τις 1.700 γεννήσεις ανά έτος σε λιγότερες από 150. Το 2011 ωστόσο, σε όλο τον κόσμο, γεννήθηκαν 300.000 οροθετικά νεογνά.
Στην περίπτωση του συγκεκριμένου κοριτσιού διεξήχθησαν τα ειδικά τεστ ανίχνευσης του ιού πριν από την έναρξη της αγωγής, αλλά οι ιατροί δεν περίμεναν αρκετά για τα αποτελέσματα που θα επιβεβαίωναν εάν το κορίτσι είχε όντως μολυνθεί.
Η αγωγή που συνήθως ακολουθείται περιλαμβάνει μια αντιρετροϊκή ουσία, τη νεβιραπίνη, η οποία χορηγείται στα νεογνά των οροθετικών μητέρων για τις πρώτες έξι εβδομάδες της ζωής τους. Όταν το βρέφος κλείσει τις έξι εβδομάδες ζωής, αναμένεται τα αντισώματα της μητέρας να έχουν απομακρυνθεί από τον οργανισμό του, με αποτέλεσμα οι πιθανότητες ψευδούς οροθετικού αποτελέσματος να ελαχιστοποιούνται.
Η ιατρός που πήρε την απόφαση να ξεκινήσει την επιθετική θεραπεία πριν γίνει ο έλεγχος για τον ιό στις έξι εβδομάδες υποστηρίζει ότι ο κίνδυνος μόλυνσης ήταν πολύ υψηλός για το συγκεκριμένο κορίτσι και το δυνητικό όφελος της αγωγής ήταν πολύ μεγαλύτερο σε σύγκριση με τη δυνητική βλάβη από την τοξικότητα των φαρμάκων. Ως αποτέλεσμα, στο μικρό κορίτσι δεν χορηγήθηκε μόνο νεβιραπίνη αλλά και άλλα δύο ισχυρά αντιρετροϊκά φάρμακα, το AZT και το 3TC, ενώ η δόση της νεβιραπίνης διπλασιάστηκε, και όλα αυτά ενώ η ηλικία του ήταν μόλις 30 ώρες. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι ο διπλασιασμός της δόσης της νεβιραπίνης αντιστοιχεί σε δόση θεραπείας και όχι πρόληψης.
Η υπεύθυνη ιατρός υποστηρίζει ότι η αγωγή που χορήγησε δεν ήταν σε καμία των περιπτώσεων πειραματική, από τη στιγμή που όλα τα φάρμακα ήταν εγκεκριμένα από τον αρμόδιο φορέα και είχαν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν. Το μικρό κορίτσι όμως λάμβανε θεραπευτικές δόσεις πριν ακόμα τα τεστ επιβεβαιώσουν την ύπαρξη του ιού. Αργότερα, βέβαια, διευκρινίστηκε ότι το ιικό φορτίο που βρέθηκε να φέρει η μικρή ήταν τόσο υψηλό, που δεν θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε τίποτα άλλο, παρά σε λοίμωξη από τον ιό του AIDS.
Ποιοι είναι, όμως, οι κίνδυνοι από αυτήν την αγωγή;
Σε γενικές γραμμές, τα παραπάνω φάρμακα αυξάνουν τον κίνδυνο ηπατικής φλεγμονής, αλλεργικής αντίδρασης και καταστολής του μυελού των οστών που αυξάνει την προδιάθεση για άλλες λοιμώξεις. Μπορεί, επίσης, να υπάρχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, σχετικά με τις οποίες η υπάρχουσα βιβλιογραφία είναι φτωχή.
Το μικρό κορίτσι συνέχισε την αγωγή για τους επόμενους 18 μήνες, όταν η μητέρα σταμάτησε να πηγαίνει στα ραντεβού της στην κλινική, χωρίς να υπάρχει ξεκάθαρος λόγος. Έπειτα από 5 μήνες αποχής από τα φάρμακα το παιδί επέστρεψε στην κλινική και, όταν διεξήχθη η σχετική εξέταση, τα επίπεδα του ιού βρέθηκαν σχεδόν μη ανιχνεύσιμα. Σήμερα, το μικρό κορίτσι είναι σχεδόν 10 μήνες χωρίς θεραπεία και δεν υπάρχουν σημεία ή συμπτώματα, πάρα μόνο κάποια ίχνη του γενετικού υλικού του ιού στα περιφερικά κύτταρα του αίματος.
Όταν η ιατρική ομάδα ανακοίνωσε την πρώτη λειτουργική θεραπεία του ιού, η λέξη «θεραπεία» έκανε γρήγορα τον γύρο του κόσμου. Κάποιοι ειδικοί αμέσως απάντησαν πως το θεραπευτικό αποτέλεσμα ίσως οφείλεται στην πρώιμη παρέμβαση και όχι στην ίδια την αγωγή και τόνισαν την ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης.
Η ιατρική κοινότητα, άλλωστε, εδώ και καιρό υποστηρίζει πως ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά κάποιος τη λοίμωξη από τον HIV είναι να ξεκινήσει τη θεραπεία όσο πιο σύντομα γίνεται, πριν αρχίσει να καταστρέφει το ανοσοποιητικό σύστημα.
Ο Κline, ειδικός στην αντιμετώπιση της λοίμωξης από HIV και του AIDS σε παιδιά από το 1980, τονίζει ότι το να αποκαλούμε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα «θεραπεία», ακόμα και λειτουργική, μπορεί να στείλει λανθασμένα μηνύματα και να δώσει ψεύτικες ελπίδες. «Είναι πολύ πιθανό το παιδί αυτό να ανήκει στους ασθενείς που γεννιούνται με τον ιό και καταφέρνουν με κάποιο τρόπο να τον ελέγξουν» προσθέτει.
Αναφέρει μάλιστα μια δική του περίπτωση ενός ασθενούς που τώρα είναι 22 ετών και τα αποτελέσματα των εξετάσεών του είναι άλλοτε αρνητικά και άλλοτε θετικά. Ο ασθενής έχει μολυνθεί από τον ιό, ο οποίος όμως παραμένει ανενεργός για μεγάλα διαστήματα.
Ο Kline, μάλιστα, ισχυρίζεται πως από τη στιγμή της ανακοίνωσης της «θεραπείας» και μετά βομβαρδίζεται από ερωτήσεις σχετικά με το εάν θα αλλάξουν οι κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τη θεραπευτική αντιμετώπιση του ιού, καθώς και με το εάν πρέπει κάποιοι ασθενείς να τροποποιήσουν την αγωγή τους ή να τη διακόψουν.
Είναι πολύ σημαντικό να αναγνωριστεί, αναφορικά με το συγκεκριμένο θεραπευτικό αποτέλεσμα, η ανάγκη της περαιτέρω διερεύνησης. Σε κάθε περίπτωση, οι κλινικοί θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί με τη χορήγηση δυνητικά τοξικών θεραπειών σε νεογνά, τα οποία πολλές φορές δεν έχουν καν μολυνθεί από τον HIV.
Πηγή: abcnews
Το άρθρο επιμελήθηκε ο Θ. Παλλαντζάς,
Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος,
συνεργάτης του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών,
www.andrologia.gr

