
(Aπό τους Χάγκεν Φλάισερ, Αντώνη Λιάκο, Γιάννη Στεφανίδη)
Τα… κυριακάτικα βήματα της προϊσταμένης της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπ. Εξωτερικών
Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι η ελληνική ιστορία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εξακολουθεί να γράφεται, σε μεγάλο βαθμό, με βάση τεκμήρια που προέρχονται από δημόσια αρχεία του εξωτερικού. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, παρά τη θέσπιση του κανόνα της τριακονταετίας από το 1998, τα ελληνικά δημόσια αρχεία, διπλωματικά και άλλα, είναι δυσπρόσιτα ή και εντελώς απρόσιτα στην έρευνα. Ο λόγος δεν είναι, κατά τεκμήριο, αντίξοα φυσικά φαινόμενα, όπως πλημμύρες, που μέχρι σχετικά πρόσφατα οδηγούσαν στο κλείσιμο κρατικών αρχείων. Πρόκειται για μια παράδοση μυστικοπάθειας, αδιαφάνειας και εχθρότητας στην ιστορική έρευνα, που αποπνέει αντιλήψεις περασμένων εποχών. Ενώ, λοιπόν, στα εθνικά αρχεία των Ηνωμένων Πολιτειών ή του Ηνωμένου Βασιλείου χορηγείται άδεια στον ερευνητή από την πρώτη κιόλας επίσκεψη, η Υπηρεσία Ιστορικού και Διπλωματικού Αρχείου (ΥΔΙΑ) που τηρεί τα αρχεία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών απαιτεί την έκδοση άδειας με την ακόλουθη διαδικασία:
Η άδεια μελέτης των φακέλων χορηγείται, αφού προηγουμένως ο ενδιαφερόμενος υποβάλει στη Γραμματεία της Y.Δ.I.A. έντυπη αίτηση, η οποία εξετάζεται από επιτροπή διπλωματικών υπαλλήλων που συνέρχεται το πρώτο δεκαήμερο κάθε δεύτερου μήνα, με πρόεδρο τον Διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του Υπουργού και εισηγητή τον επικεφαλής της Υπηρεσίας Διπλωματικού & Ιστορικού Αρχείου. Οι υποψήφιοι ερευνητές πρέπει μαζί με την αίτησή τους να υποβάλουν βιογραφικό σημείωμα, περίληψη της μελέτης τους και, σε περίπτωση που η έρευνά τους πραγματοποιείται με σκοπό τη συγγραφή διδακτορικής ή μετα-διδακτορικής διατριβής, να συνυποβάλουν συστατική επιστολή επιβλέποντος καθηγητή.[1]
Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι η διαδικασία έκδοσης της άδειας διαρκεί, κατά κανόνα δύο μήνες. Στην ίδια ιστοσελίδα αναφέρεται: «Με το Νέο Οργανισμό του Υπουργείου Εξωτερικών, το χρονικό όριο δέσμευσης των διπλωματικών εγγράφων της χώρας διαμορφώθηκε από τα 50 στα 30 χρόνια, ό,τι δηλαδή ισχύει στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Ωστόσο, όπως έχουν διαπιστώσει οι ερευνητές, επαναλαμβάνεται η ιστορία του… νόμου για το κάπνισμα: Θεσπίζονται μέτρα αλλά δεν εφαρμόζονται. Έτσι, διπλωματικοί φάκελοι από τη δεκαετία του 1950 και μετά παραμένουν απροσπέλαστοι, συνήθως με την αιτιολογία ότι δεν έχουν ταξινομηθεί ή ότι παραμένουν σε «υπηρεσιακή χρήση». Δεν αποκλείεται, τέλος, ο ερευνητής να βρει την πόρτα των Αρχείων κλειστή λόγω… έλλειψης θέσεων στο αναγνωστήριο.
Δυσχέρειες αυτού του είδους δεν εμπόδισαν τη διευθύντρια της ΥΔΙΑ να δημοσιεύει αποσπάσματα διπλωματικών εγγράφων στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής, από τα τέλη του 2005. Πολλά από αυτά τα δημοσιεύματα, συγκεντρωμένα σε αυτοτελή έκδοση με τίτλο Κυριακάτικα Βήματα στην Ιστορία, παρουσιάστηκαν στην Αθήνα στις αρχές του 2009. Πρώην υπουργοί αλλά και σεβάσμια μορφή της ελληνικής διπλωματίας παρουσίασαν το κείμενο αυτό ως «αποτέλεσμα μακρόχρονης έρευνας», που… αποδεικνύει την επάρκεια των ελλήνων διπλωματών και… αξιοποιεί τα τηλεγραφήματά τους. Ο προεδρεύων δημοσιογράφος, μάλιστα, απέρριψε ως μη σοβαρές τις όποιες αντιδράσεις εκδηλώθηκαν.[2] Ωστόσο, από όλους τους παρισταμένους διέφυγαν ορισμένα πράγματα, αυτονόητα για κάθε ευνομούμενη χώρα με στοιχειωδώς οργανωμένη και χρηστή δημόσια διοίκηση, όπως:
Αποστολή της ΥΔΙΑ είναι και η προαγωγή της έρευνας.[3] Ο σκοπός αυτός υπηρετείται με τον έγκαιρο αποχαρακτηρισμό του υλικού και τη διάθεσή του στην έρευνα μέσω μιας απλής, διαφανούς και ταχείας διαδικασίας, η οποία σέβεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη στην πληροφόρηση και εξασφαλίζει τους όρους για την ισότιμη άσκησή του.
• Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κώδικα Δεοντολογίας των Αρχειονόμων (1996) «οι αρχειονόμοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν το αρχειακό υλικό του ιδρύματός τους για προσωπική έρευνα και δημοσίευση, εφόσον η εργασία αυτή γίνεται με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τους υπόλοιπους χρήστες του ίδιου υλικού. Δεν πρέπει να αποκαλύπτουν ή να χρησιμοποιούν πληροφορίες που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της αρχειακής εργασίας τους σε μη προσπελάσιμο υλικό. Τα προσωπικά ερευνητικά και εκδοτικά τους ενδιαφέροντα δεν πρέπει να επηρεάζουν τη σωστή εκτέλεση των επαγγελματικών ή διοικητικών τους καθηκόντων για τα οποία έχουν προσληφθεί».
• Η παράκαμψη της νόμιμης –και χρονοβόρας– διαδικασίας για τον αποχαρακτηρισμό, τη μελέτη και τη δημοσίευση εγγράφων της ΥΔΙΑ από την προϊσταμένη της εν λόγω δημόσιας υπηρεσίας παραβιάζει την αρχή της ισότητας των πολιτών απέναντι στο νόμο, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 4, παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος.
Το παράδειγμα αυτό είναι ενδεικτικό για τη γενικότερη υστέρηση που αφορά τόσο τις συνθήκες της επιστημονικής έρευνας όσο και το σεβασμό του δικαιώματος στην πληροφόρηση στη χώρα μας. Σύμφωνα με το άρθρο 16, παρ. 1 του Συντάγματος, η προαγωγή της έρευνας «αποτελεί υποχρέωση του Κράτους». Το δικαίωμα στην πληροφόρηση καταρχήν αναγνωρίζεται από το άρθρο 10. Είναι καιρός να βρεθεί η πολιτική βούληση και να θεσπιστεί νόμος για την ελευθερία στην πληροφόρηση, ο οποίος δεν θα βελτιώνει μόνο τις συνθήκες για την έρευνα. Το ζήτημα αγγίζει τον πυρήνα κάθε αντιπροσωπευτικού συστήματος διακυβέρνησης, που επιτάσσει διαφάνεια στη λειτουργία της διοίκησης και λογοδοσία των δημόσιων αρχών προς τους πολίτες. Γιατί να απαιτούμε διαφάνεια στη διαχείριση των χρημάτων αλλά όχι στη διαχείριση της ιστορικής πληροφορίας;
Ο έλληνας νομοθέτης δεν θα κληθεί να ανακαλύψει την πυρίτιδα. Μπορεί κάλλιστα να επωφεληθεί από την ισχύουσα νομοθεσία και τις καλές πρακτικές που εφαρμόζονται στη διαχείριση του δημόσιου αρχειακού υλικού σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εκεί, κάθε ενδιαφερόμενος από όποια χώρα και αν προέρχεται έχει τη δυνατότητα να απευθυνθεί σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή και να ζητήσει πληροφορίες και έγγραφα τα οποία η εν λόγω αρχή συντάσσει, τηρεί ή και εκδίδει.
Στο σημείο αυτό είναι αναμενόμενο να εγερθούν ενστάσεις σχετικά με την προστασία «ύψιστων κρατικών μυστικών», διπλωματικών ή άλλων. Μπορούν, λοιπόν, να υπάρξουν ασφαλιστικές δικλείδες: Η δημόσια αρχή δικαιούται να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών ή εγγράφων. Δεν θα το πράξει, όμως, γενικά και αόριστα, αλλά θα οφείλει να επικαλεστεί συγκεκριμένους λόγους δημοσίου συμφέροντος (π.χ., εθνική ασφάλεια, διεθνείς σχέσεις της χώρας) ή προστασίας προσωπικών δεδομένων (π.χ., μπορεί, ικανοποιώντας το αίτημα, να απαλείψει ονόματα ή προσωπικά στοιχεία). Και σε αυτήν, όμως, την περίπτωση, η δημόσια αρχή θα οφείλει να απαντήσει εγγράφως, αιτιολογημένα και εντός συγκεκριμένης προθεσμίας στον ενδιαφερόμενο πολίτη.
Το θέμα είναι πολύ μεγάλο για να περιοριστεί στους ερευνητές της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η διαφάνεια του παρελθόντος είναι μέρος της διαφάνειας του παρόντος. Η νεοεκλεγμένη πολιτική ηγεσία καλείται να υλοποιήσει τις διακηρυγμένες θέσεις της και να μεταβάλει μία κατάσταση που αδικεί την εικόνα του Υπουργείου Εξωτερικών και της Κυβέρνησης.
________________________________________________
Υποσημειώσεις:
[1] Ιστοσελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών: Το Υπουργείο/Δομή/Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο/Η ΥΔΙΑ σήμερα, http://www.mfa.gr/www.mfa.gr/el-GR/The+Ministry/Structure/Archives/The+Archives+Today/#3.
[2] «Παρουσίαση του βιβλίου “Κυριακάτικα Βήματα στην Ιστορία” της Φωτεινής Τομαή», 8.1.2009, ΑΠΕ-ΜΠΕ Site Πολιτισμού/ΝΕΑ, http://culture.ana-mpa.gr/view0.php?id=5764.
[3] Άρθρο 17 του νόμου 2594/1998 που κυρώνει ως Κώδικα τον Οργανισμό του Υπουργείου Εξωτερικών.


