Το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, στο οποίο επιδίδονταν διευθυντές υπουργείων και ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως προκύπτει από τα μέχρι τώρα στοιχεία που έχουν στην Αρχή για το Ξέπλυμα Χρήματος, γινόταν μέσω περίπου δέκα συστημικών εταιρειών παροχής τυχερών παιγνιδιών.
Οι εμπλεκόμενοι φαίνεται πως εκμεταλλευθήκαν την «τρύπα» του συστήματος, καθώς μέσω των νόμιμων διαδικασιών κατάφερναν να «ξεπλύνουν» χρηματικά ποσά, μεταφέροντάς τα στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς.
Αρχικά, άνοιγαν λογαριασμό σε νόμιμες εταιρείες, μέσω διαδικτύου, αποκτώντας ένα μοναδικό κωδικό για την κατάθεση χρημάτων σε αυτόν.
Στη συνέχεια, μετέβαιναν σε καταστήματα όπως βενζινάδικα ή ψιλικατζίδικα, μέσω των οποίων επίσης υπήρχε η δυνατότητα νόμιμα να καταθέσουν μετρητά στο λογαριασμό της στοιχηματικής, με πρόσχημα να παίξουν.
Έτσι, τα μετρητά χρήματα με τη χρήση του μοναδικού κωδικού έμπαιναν στο λογαριασμό του παίκτη στην στοιχηματική εταιρεία και ακολούθως ο παίκτης έδινε εντολή να γίνει η μεταφορά τους στον τραπεζικό του λογαριασμό, με αποτέλεσμα να μπορεί να τα δικαιολογήσει ως κέρδη από τα στοιχηματικά παιχνίδια.
Για την έρευνα της Aρχής έχει ήδη ενημερωθεί η Επιτροπή Εποπτείας Ελέγχου Παιγνίων που ασχολείται με την εποπτεία και τον έλεγχο των τυχερών παιγνίων γενικά και αναμένονται και οι δικές της ενέργειες.
