Μα τι χαζή που είμαι, πίστεψα πώς με το τελεσίγραφο θα είχα αποτέλεσμα. Μου απάντησε σαν τον Ιωάννη Μεταξά, αντί για «ΟΧΙ» τη λέξη, «ΕΚΕΙΝΟΙ».
Το μόνο που του είπα ήταν «Ή τους φίλους σου ή εμένα. Διάλεξε» και διάλεξε. Πάντως όχι εμένα. Τόσο σημαντικές είναι πια αυτές οι ανδρικές φιλίες; Προτίμησε εκείνους; Γιατί;
Δεν λέω κι εμείς έχουμε φίλες και φίλους, αλλά αν ο πρίγκιπας μας δώσει το τελεσίγραφο η Κατοχή του είναι έργο εύκολο. Παραδιδόμαστε ολοκληρωτικά.
Αντίθετα εκείνοι, κτήνη αγάπη μου… Προτιμούν να είναι με τους φίλους τους, που είναι una fatsa una ratsa και να διαγράψουν μονοκοντυλιά το μωράκι τους. Αναίσθητα γουρούνια.
Η επεξήγηση ήταν ακόμη πιο ταπεινωτική. «Με τους φίλους μου μανίτσα», άκου μανίτσα, τι λαϊκός τύπος σκεφτόμουν για να μην πληγωθώ, «είναι μετά την οικογένειά μου. Τους ξέρω 25 χρόνια. Εσύ είσαι μία από το σωρό που δεν ξέρω αν θα μείνει.»
Το σαγόνι μου έφτασε στο πάτωμα. Δεν ήξερε αν θα μείνω; Καλά όσα μου ορκιζόταν στις προσωπικές μας στιγμές… Στάχτη και burberry για τα μάτια του Φώτη, του Λευτέρη και του Δημήτρη; Όλης της συμμορίας;
Εγώ μία από το σωρό; Καταραμένοι φίλοι θα σας εκδικηθώ. Με αυτή τη σκέψη απάντησα ξέρα, «Καλά, αυτή είναι η τελευταία σου κουβέντα μωρό μου;» Το ζώο απέναντι μου, που πριν λίγα λεπτά ήταν το ζουζουνάκι μου και η καρδιά μου, κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Θα τα πούμε!», είπα με ύφος Κάτιας Ζυγούλη που τόλμησε να την κοιτάξει και δεν κάηκε από τον ήλιο ο Κουασιμόδος της γειτονιάς.
Η παλιοπαρέα με τα φιλαράκια τα καλά έπινα μπύρες, παίζανε pro και γελούσαν εις βάρος μου. Θα ξεκινούσε εκείνος ο αχώνευτος, ο Λευτέρης που ήταν κατειλημμένος λόγω τριχών, ακόμη και στα αυτιά είχε και θα του έλεγε «Είχε μαλλιάσει η γλώσσα μου να στο λέω, αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις». Μα δεν είχε μουστάκι ο Βασίλης… Αλλά αν είχε, ναι να το ξύριζε. Τι να τον έχω να θυμίζει ψηφοφόρο του ΠΑΣΟΚ ‘80.
Την σκυτάλη θα έπαιρνε ο Φώτης, ο ψευδός… «Ρε θυ, το είχα κόπθει το κορτιτθάκι. Πολύ κολλιτθιδα. Τι νόμιδε ότι θα την παντρευτούμε κιόλαθ;» Εγώ ήθελα γάμο; «Η» ανεξάρτητη, «Η» χειραφετημένη; Που έκαιγα τα σουτιέν μου μόλις με έλεγαν «κοτούλα», «γυναικούλα» κλπ, κλπ; Άντε πιάσε καμία δουλειά που ακόμη ζεις με τους γονείς σου; Παιδί – ετών τλιαντατλιά…
Στο τέλος θα μιλούσε ο φιλόσοφος της παρέας. Τραβώντας μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του, μέσα από τους καπνούς θα έκανε τον ραψωδό, στηριγμένο αντί για την βακτηρία του στο μπράτσο του καναπέ και θα έλεγε «Των οικίων ημών εμπιπραμένων ημείς άδομεν…» Απλά θα του απαντήσω ειρωνικά, «Παίξε Χρήστο επειγόντως εκείνο το σκοπό…». Ένα μηδέν.
Και ο δικός μου ο χαλβάς; Να μην μιλά καθόλου. Να πίνει και να παραφέρεται… Γιατί; Επιλογή σου δεν ήταν κύριος; Διάλεξες τα φίλους σου την τύχη σου να κάνεις, τους ξέμπαρκους!
Κι εγώ μια μόνη Αμαζόνα να θυμάμαι όσα περάσαμε! Γιατί ρε Βασίλη; Οι φίλοι θα σου κάνουν καφεδάκι με τα χεράκια τους; Θα προσπαθήσουν να πετύχουν τα γιαρπάκια που τόσο σου αρέσουν ή θα ανεχτούν τα καπρίτσια σου; Όμως εσύ είσαι άνδρας, βαρύς και ασήκωτος. Βάζεις τους φίλους πάνω από όλα. Αυτοί δεν έχουν μανίτσα, γι’ αυτό σου τα λένε αυτά. Γυναικείες κλισαδούρες…
Αποφάσισα ,λοιπόν, να μου το πληρώσει και το πλήρωσε! Πήρα α λα μπρατσέτα τον εθελοντή φίλο του αδελφού μου, τον Γιώργο και πήγα στο μαγαζί με τις ροκιές που μαζεύονται τα ρεμάλια κάθε Παρασκευή. Ο Βασίλης με ύφος Πάνου Μιχαλόπουλου στο «Βασικά Καλησπέρα σας», εγώ η Καίτη Φίνου και το παλιόπαιδο ο Κυριάκος, που τον έλεγαν Γιώργο από δίπλα. Τέλεια. Το σχέδιο είχε αποτέλεσμα.
Άρχισαν να κοιτάζουν προς το μέρος μας, ο φιλόσοφος, ο ψευδός και ο αχώνευτος. Ο Βασίλης; Πλάτη για να μην βλέπει, η «γυναικούλα», που ρωτούσε διαρκώς τους άλλους να μάθει αν κοιτάζω ή όχι.
Μετά από πολύ τσιτσίρισμα, σαν τα κρεμμυδάκια και ενώ άκουγα να βαρυγκωμά δεν σταματούσα να γελάω. Ακολουθούσα το γνωστό, «Χαμογελάστε κάνει τους άλλους να ανησυχούν». Και φαίνεται ότι ο Βασίλης μου ανησύχησε πολύ.
Εκεί στην τελευταία στροφή του γέλιου μου με δυο δρασκελιές τον είδα να με φτάνει και να σκάει η χερούκλα του πάνω στο προσωπάκι μου. Είδα πράσινες, κόκκινες και κίτρινες πεταλούδες… Χώρια που πόνεσε λίγο το αυτάκι μου.

«Για σένανε… που λάτρεψα», μιλούσε τώρα ο Βοσκόπουλος από μέσα του κι εγώ σαν άλλη Ζωή Λάσκαρη ήθελα να τρέξω πίσω του να του πω, «Σ’ αγαπώ…». Βέβαια, δεν με άφησε ο εγωισμός μου, γι’ αυτό τον κοίταξα υποτιμητικά κι έφυγα.
Για μέρες έσπασε τα τηλέφωνα, χτυπούσε τα κουδούνια, με παρακολουθούσε και γενικά όλα αυτά τα παρανοϊκά που μπορεί να κάνει ένας ερωτευόμενος άνδρας. Κι εγώ η κακούργα δολοφόνησα τον άφηνα να καίγεται όπως με έκαψε…
Έριξα τη μύτη μου και απάντησα σε ένα από τα πολλά μηνύματα. Βγήκαμε… Ύφος 1000 καρδιναλίων και εκείνος ύφος Βασιλάκη Καϊλα, μόνο το κασελάκι του λουστράκου του έλειπε. Μετά από 3ωρη διαπραγμάτευση τέθηκε το veto «Ή εγώ ή οι φίλοι σου;» Εσύ, εσύ, εσύ!!! Άκουγα την καρδιά του σαν μεθυσμένο πλήθος.
Στην επιστροφή του τηλεφώνησαν οι φίλοι του για να μάθουν πως πήγαν οι διαπραγματεύσεις. Άκουσα τον Βασίλη κρυφά να τους λέει, «Το νου σας ρεμάλια, το νου σας ρεμάλια!!!» Και η μέχρι πρότινος μανίτσα αναφωνούσε «Νενίκηκά σας Ρεμάλια»!

