Η αύξηση της συχνότητας των μη παραδοσιακών και επισφαλών σεξουαλικών σχέσεων που σημάδεψαν τη δεκαετία του ’60 ξεκίνησε, σύμφωνα με μια πρόσφατη δημοσίευση, μία δεκαετία νωρίτερα.
Η σεξουαλική επανάσταση συνήθως αποδίδεται στις λιγότερες σεξουαλικές απαγορεύσεις που χαρακτήριζαν τη δεκαετία του ‘60, καθώς και στην ανάπτυξη των αντισυλληπτικών μέσων, όπως είναι για παράδειγμα το χάπι. Η πρόσφατη ανάλυση όμως των δεδομένων εκείνης της εποχής παρέχει ισχυρές ενδείξεις που τοποθετούν την ανακάλυψη της πενικιλίνης κατά τη δεκαετία του ‘50 και τη δραματική μείωση των κρουσμάτων της σύφιλης στο σημείο αφετηρίας της νέας εποχής της σεξουαλικότητας.
Τη στιγμή, λοιπόν, που η πενικιλίνη μείωσε τον κίνδυνο της σεξουαλικής επαφής χωρίς προφυλάξεις, οι άνθρωποι άρχισαν να έχουν περισσότερες σεξουαλικές επαφές.
Η εξάπλωση της σύφιλης έφθασε στην ακμή της στις ΗΠΑ το 1939, όταν αποτέλεσε την αιτία θανάτου 20.000 ανθρώπων. Ήταν το AIDS της δεκαετίας του ‘30 και του ‘40. Η πενικιλίνη ανακαλύφθηκε το 1928, αλλά η χρήση της στην κλινική πρακτική ξεκίνησε το 1941. Με την εξέλιξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και τον αυξημένο κίνδυνο μετάδοσης των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων (ΣΜΝ), βρέθηκε πως η πενικιλίνη είναι αποτελεσματική στην αντιμετώπιση της σύφιλης. Ήταν τότε η περίοδος που, στην προσπάθεια να διατηρηθούν οι στρατιώτες ετοιμοπόλεμοι, επιταχύνθηκε ιδιαίτερα η ανάπτυξη των αντιβιοτικών. Μετά τον πόλεμο η πενικιλίνη αποτέλεσε βασικό εργαλείο των κλινικών και για τον γενικό πληθυσμό, με αποτέλεσμα στις ΗΠΑ η σύφιλη να μετατραπεί από μια χρόνια και θανατηφόρο νόσο σε ένα νόσημα που θεραπεύεται με μόνο μία δόση φαρμάκου.
Από το 1947 έως το 1957 η συχνότητα των θανάτων λόγω σύφιλης έπεσε κατά 75% και η συχνότητα προσβολής από σύφιλη μειώθηκε κατά 95%.
Για να ελέγξουν την υπόθεση ότι η μείωση του κινδύνου της σύφιλης αύξησε τη συχνότητα της επισφαλούς σεξουαλικής δραστηριότητας, οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα από αρχεία υπηρεσιών υγείας που καταγράφηκαν ανάμεσα στο 1930 και το 1970. Στα αρχεία αυτά αναζήτησαν τη συχνότητα των παιδιών που γεννήθηκαν εκτός γάμου, το ποσοστό των εφήβων γυναικών που γέννησαν, καθώς και τη συχνότητα της γονόρροιας, η οποία είναι ένα ιδιαίτερα μολυσματικό ΣΜΝ που έχει την τάση να εξαπλώνεται πολύ γρήγορα. Μετά τη δραματική μείωση στη συχνότητα της σύφιλης, παρατηρήθηκε, σύμφωνα με τους ερευνητές, σημαντική αύξηση στις τρεις προαναφερόμενες παραμέτρους, οι οποίες είναι ενδεικτικές της επικίνδυνης σεξουαλικής συμπεριφοράς.
Αν και πιθανόν πολλοί παράγοντες ενθάρρυναν τη σεξουαλική επανάσταση κατά τη διάρκεια του ‘60 και του ‘70, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι μέχρι σήμερα ο ρόλος της πενικιλίνης είχε παραβλεφθεί. Η δεκαετία του ‘50 μπορεί να χαρακτηρίζεται ως μια συντηρητική εποχή όπου κυριαρχούσαν οι παραδοσιακές σεξουαλικές συμπεριφορές, αλλά αυτό δεν ίσχυε για όλους και κυρίως όχι για τους νέους ενήλικες. Είναι σημαντικό, λοιπόν, να αναγνωριστεί πως, όταν μειώθηκε ο φόβος της σύφιλης, αυξήθηκαν οι επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές.
Κάποιοι ιατροί, μάλιστα, προχώρησαν τότε σε κάποιες προειδοποιήσεις ηθικού περιεχομένου αναφορικά με την πιθανή επίδραση της πενικιλίνης στη σεξουαλική συμπεριφορά, αναφέροντας ότι ο Θεός χρησιμοποιεί τις ασθένειες για να τιμωρεί. Η άρση του στίγματος της αμαρτίας λοιπόν, σύμφωνα με αυτούς, θα επέτρεπε ουσιαστικά στον καθένα να αμαρτάνει ατιμώρητος.
Οι προσεγγίσεις αυτές όμως που εξισώνουν τη νόσο με την αμαρτία κάθε άλλο παρά παραγωγικές είναι και αποπροσανατολίζουν το ενδιαφέρον από την ανάγκη για παρεμβάσεις που θα επικεντρωθούν στον τρόπο με τον οποίο τα άτομα ανταποκρίνονται στη μείωση του κινδύνου του νοσήματος. Οι ειδικοί παρατήρησαν αναλογίες μεταξύ της επιδημίας της σύφιλης και της σύγχρονης επιδημίας του AIDS. Κάποιες μελέτες, μάλιστα, δείχνουν ότι η αύξηση της αποτελεσματικότητας της αντιρετροϊκής αγωγής για την αντιμετώπιση της λοίμωξης από HIV μπορεί να έχει προκαλέσει λιγότερη ανησυχία σχετικά με τη μετάδοση του ιού και να ενθαρρύνει την υιοθέτηση επικίνδυνων σεξουαλικών συμπεριφορών.
Η συμπεριφορική αυτή απάντηση πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν από τους επαγγελματίες υγείας και να προάγει την ανάπτυξη ολιστικών και διορατικών στρατηγικών. Η επικέντρωση στην καταπολέμηση μόνο ενός νοσήματος μπορεί λοιπόν να ευνοήσει την εξάπλωση κάποιου άλλου, εάν δε ληφθούν τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα.
Πηγή: medicalnewstoday.
Το άρθρο επιμελήθηκε ο Παναγιώτης Δαλαμαρίνης,
Βιολόγος, επιστημονικός συνεργάτης του
Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών
www.andrologia.gr

