«Ο πρώτος ρατσισμός είναι η άρνησή του! Όταν μία κοινωνία λέει: ”Οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές”, κάνει μία διάκριση (ρατσιστική) υπέρ των Ελλήνων και επιβεβαιώνει τον ρατσισμό της».
Νίκος Δήμου
«Είμαστε ή δεν είμαστε Ρατσιστές;» διερωτώνται συχνά πολλοί συμπατριώτες μου, για να καταλήξουν αμέσως στην καθησυχαστική απάντηση γι’ αυτούς: «Όχι οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές». Παρά την αντίθετη πεποίθηση όμως, η Ελλάδα είναι μια «πολιτιστικά ρατσιστική» χώρα. Μια χώρα στην οποία το «δικαίωμα στη διαφορά» δεν είναι κατοχυρωμένο. Παρά τα στερεότυπα περί «ελληνικής φιλοξενίας» και τις συχνές επικλήσεις του Ξένιου Δία, ο ρατσισμός έχει διεισδύσει σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, απειλώντας να εκμηδενίσει το όποιο πνεύμα ανοχής απέναντι στο ξένο και στο διαφορετικό υπήρχε παραδοσιακά στη χώρα μας.
Έχει καταρριφθεί προ πολλού ο μύθος ότι ο Έλληνας «δεν είναι ρατσιστής». Μπορεί στην Ελλάδα ο ρατσισμός και η ξενοφοβία να μην έχουν εκλάβει ακόμη τη μορφή μιας συλλογικής πολιτικής συμπεριφοράς, όπως συμβαίνει σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διαθέτουν ισχυρά ακροδεξιά και νεοναζιστικά κόμματα, αλλά έχει ήδη διαστρεβλώσει τον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους σε σχέση με τους «Άλλους» και ιδιαίτερα με τους αλλοδαπούς. Οι Έλληνες έχουν αρχίσει να εκδηλώνουν φαινόμενα επιλεκτικής ξενοφοβίας μπροστά στις μάζες λαθρομεταναστών, απέναντι στους οποίους υπάρχει μια ψυχική αβεβαιότητα σχετικά με την παρουσία τους σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομικής και πολιτικής ζωής της χώρας. Δεν υπάρχουν, ωστόσο, ακόμη εκδηλωμένα φαινόμενα ενός διογκούμενου γενικευμένου ρατσισμού.
Αντίο παραδοσιακή ελληνική ανεκτικότητα…
Η παραδοσιακή ελληνική ανεκτικότητα απέναντι στο ξένο και στο διαφορετικό τείνει να εξαφανιστεί. Το 1985 η Έκθεση της Εξεταστικής Επιτροπής για την Άνοδο του Φασισμού και του Ρατσισμού στην Ευρώπη, μια έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ανέφερε πως η στάση των Ελλήνων απέναντι στις κάθε είδους μειονότητες χαρακτηρίζονταν από «πνεύμα ανεκτικότητας και ξενοφιλίας και στερείται, κατά κανόνα, φυλετικών διακρίσεων». Δεν είναι σίγουρο πως αν σήμερα συντάσσονταν μια παρόμοια έκθεση θα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα. Τι μεσολάβησε από το 1985; Μεσολάβησε ένα τεράστιο κύμα μεταναστών, που δοκίμασε στην πράξη τα κρυφά και φανερά ρατσιστικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας, επιβεβαιώνοντάς όχι μόνον την ύπαρξη αλλά και την απροσδόκητη δύναμή τους.
Όσο οι μετανάστες κατακλύζουν τη χώρα, τόσο ενισχύεται κι εκδηλώνεται το φαινόμενο του ελληνικού ρατσισμού. Ο ρατσισμός αυτός δεν είναι πάντα εμφανής, δεν εκδηλώνεται με βίαιες πράξεις ή αποδοκιμασίες. Αλλά, όπως έγραψε και ο Πιερ-Αντρέ Ταγκίεφ: «Ο συμβολικός ή έμμεσος ρατσισμός που εκφράζεται χωρίς να διατυμπανίζεται, τείνει να αντικαταστήσει τον άμεσο και διακηρυγμένο ρατσισμό».
Ο ύπουλος ελληνικός ρατσισμός είναι εδώ…
Ο ελληνικός ρατσισμός είναι συχνά ύπουλος, διαβρωτικός και εκδηλώνεται όχι με πάντα με «δεξιό» προφίλ, αλλά ακόμη και με δήθεν αντιρατσιστικές, προοδευτικές και «αριστερές» θέσεις. Γιατί ρατσισμός δεν είναι μόνον οι ομάδες των ακροδεξιών και των νεοναζί με τα ξυρισμένα κεφάλια, που ξαμολιούνται στους δρόμους με σκοπό να δείρουν οποιονδήποτε «σκουρόχρωμο» αλλοδαπό συναντήσουν μπροστά τους ή να κάψουν σπίτια μεταναστών. Ρατσισμός είναι και να πληρώνεις χαμηλό ημερομίσθιο σ’ έναν αλλοδαπό ή να μην του κολλάς τα ένσημα. Είναι να ζητάς υψηλό ενοίκιο όταν νοικιάζεις το σπίτι σου σε μετανάστες. Να εκμεταλλεύεσαι σεξουαλικά τις αλλοδαπές γυναίκες ή να τις ωθείς στην πορνεία. Είναι να μην αφήνεις σε αριστούχο μαθητή αλλοδαπών γονέων να σηκώσει την ελληνική σημαία. Να δυσανασχετείς ακούγοντας αλλοδαπούς να μιλούν τη γλώσσα τους στο λεωφορείο. Να τους αναγκάζεις να ελληνοποιούν τα ονόματά τους ή να βαπτίζονται Ορθόδοξοι. Να μην αποδέχεσαι ως ισότιμους πολίτες και να περιθωριοποιείς τους Τσιγγάνους, τους ομοφυλόφιλους, τους ναρκομανείς, τους ασθενείς με AIDS, τους ανάπηρους, τους παχύσαρκους, τους ψυχασθενείς, τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, τους πιστούς κάθε διαφορετικής θρησκείας από τη δική σου και τους φτωχούς γενικώς.
Δε χρειάζεται να έχει κανείς ιδιαίτερη νοημοσύνη για να αντιληφθεί ότι στη σημερινή ελληνική κοινωνία ενδημούν όλες οι παραπάνω «ήπιες» εκφάνσεις του ρατσισμού. Βέβαια δε λείπουν κατά καιρούς και οι βίαιες πράξεις, όπως η δολοφονία του Νιγηριανού μικροπωλητή στην Αθήνα, οι τυφλές δολοφονίες έγχρωμων αλλοδαπών από τον «ψυχικά διαταραγμένο», Π. Καζάκο, το μίνι «πογκρόμ» κατά των Πακιστανών μεταναστών τον Οκτώβριο του 2003 κ.α. Αλλά αυτά αποτελούν, για την ώρα, μεμονωμένα φαινόμενα. Αποτελούν ωστόσο την κορυφή του παγόβουνου του, κάτω από την οποία κρύβεται το τεράστιο σώμα του κρυφού ή έμμεσου ρατσισμού που έχει διαβρώσει σχεδόν τα 2/3 των Ελλήνων, ανεξάρτητα από την ταξική τους προέλευση, το μορφωτικό τους επίπεδο ή τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Το όλο κλίμα καλλιεργείται κι από τα ιδιωτικά ΜΜΕ, που όχι μόνον δεν καταγγέλλουν τα φαινόμενα του ρατσισμού, αλλά προσπαθούν να ερεθίζουν την ελληνική κοινή γνώμη μεγεθύνοντας ειδήσεις σχετικά με εγκλήματα αλλοδαπών. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και ορισμένοι περιθωριακοί τηλεοπτικοί σταθμοί φιλοξενώντας εκπομπές διάφορων «τηλεμάρκετινγκ εθνικιστών», οι οποίοι, προκειμένου να πουλήσουν τα «πατριωτικά» τους βιβλία, φροντίζουν να δηλητηριάζουν το κοινό τους με μίσος απέναντι στους μετανάστες, χρησιμοποιώντας φτηνές τεχνικές διαχείρισης φόβου π.χ. οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές, οι Αλβανοί μετανάστες είναι έμποροι ναρκωτικών και «UCKάδες κ.α.
Το κλειδί είναι η παιδεία
Ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν συχνά οι Έλληνες ακροδεξιοί είναι και η «υπερβολική εγκληματικότητα των μεταναστών». Πρόκειται για έναν συνηθισμένο μύθο που καλλιεργείται έντεχνα από όλους τους ακροδεξιούς της Ευρώπης. Συμπτωματικά οι μετανάστες εμφανίζουν υψηλή παραβατικότητα όχι στα βαριά εγκλήματα, αλλά σ’ εκείνα που άπτονται της ίδιας της φύσης της λαθρομετανάστευσης (π.χ. παραβιάσεις των νόμων περί μεταναστών). Για παράδειγμα την 1η Σεπτεμβρίου του 2001 ο αριθμός των αλλοδαπών κρατουμένων σε όλες τις ελληνικές φυλακές ήταν 3.783 (45,3%) σε σύνολο 8.443 κρατουμένων. Οι περισσότεροι όμως αλλοδαποί κρατούνταν για παραβάσεις του νόμου Περί Ναρκωτικών, για παράνομη είσοδο και παραμονή στη χώρα, και για μικροκλοπές. Στους φόνους και στα υπόλοιπα βαριά εγκλήματα οι αλλοδαποί παρουσίαζαν μικρότερη εγκληματικότητα συγκριτικά με τους Έλληνες.
Οι Έλληνες, που έχουν υποκύψει στη δίνη του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, είναι άτομα στους οποίους απουσιάζει η εμπιστοσύνη και η σιγουριά στον εαυτό τους. Από την άλλη το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας δεν τους προετοίμασε για τη νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα που ενέσκηψε στη χώρα τη δεκαετία του 1990. Η εκπαίδευση στην Ελλάδα συνεχίζει να στηρίζει μια φοβική εθνική ταυτότητα, όπου όλοι οι γείτονες και οι «Άλλοι» είναι εχθροί ή εν δυνάμει εχθροί. Όσο οι Έλληνες δεν έχουν περισσότερο εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και μια διευρυμένη αντίληψη για την εθνο-πολιτιστική τους ταυτότητα, τόσο οι συναναστροφές τους με τους «Άλλους» θα είναι όλος και πιο προβληματικές και ξενόφοβες…
Γιώργος Στάμκος, συγγραφέας και εκδότης-διευθυντής του περιοδικού ΖΕΝΙΘ.

