Επιμέλεια: Άννα Δόλλαρη
Ο ΕΦΕΤ ανακοίνωσε σήμερα (18/11) τα αποτελέσματα μελέτης που δείχνουν ότι η περιεκτικότητα αλατιού στο ψωμί από αρτοποιεία αυξήθηκε κατά 6,8%, τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Συγκεκριμένα, η μέση περιεκτικότητα στο μη συσκευασμένο ψωμί ανέβηκε από 1,32% το 2012 σε 1,41% το 2024. Μόλις το 19,4% των δειγμάτων πληρούσε το όριο του 1,2% που είχε τεθεί στο Μνημόνιο Συνεργασίας μεταξύ ΕΦΕΤ και της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδας, έναντι 31,8% το 2012.
Τα ευρήματα προκαλούν ανησυχία, καθώς το ψωμί αποτελεί βασική πηγή αλατιού στη διατροφή των Ελλήνων, οι οποίοι προσλαμβάνουν σχεδόν διπλάσια ποσότητα από το ανώτατο όριο των 5 γραμμαρίων ημερησίως, που συστήνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Η υπερκατανάλωση αλατιού συνδέεται με υψηλή αρτηριακή πίεση, καρδιαγγειακά νοσήματα, εγκεφαλικά επεισόδια, νεφρική νόσο και οστεοπόρωση. Ο ΠΟΥ εκτιμά ότι η συμμόρφωση στα συνιστώμενα επίπεδα θα μπορούσε να αποτρέψει έως και 2,5 εκατομμύρια θανάτους κάθε χρόνο.
Η αύξηση του αλατιού στο ελληνικό ψωμί κρίνεται ανησυχητική ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αντίστοιχες πρωτοβουλίες έχουν αποδώσει καρπούς. Η αποτυχία του ελληνικού εγχειρήματος φαίνεται να οφείλεται στις ανησυχίες των αρτοποιών για ενδεχόμενη μείωση της αποδοχής από τους καταναλωτές, αλλά και στο μη υποχρεωτικό πλαίσιο της συμφωνίας. Για τον λόγο αυτό, πολλοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι απαιτούνται πλέον δεσμευτικές νομοθετικές ρυθμίσεις.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η σταδιακή μείωση του αλατιού στο ψωμί είναι τεχνικά εφικτή, δεν απαιτεί αλλαγή συνταγής και δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή από τους καταναλωτές, ακόμη και όταν φτάνει το 30–40%. Όπως δήλωσε ο Πρόεδρος του ΕΦΕΤ, κ. Α. Ζαμπέλας, «η Ελλάδα χρειάζεται μια ρεαλιστική αλλά δεσμευτική πολιτική για το αλάτι», καθώς η μείωση της πρόσληψής του αποτελεί από τα πιο αποτελεσματικά μέτρα πρόληψης χρόνιων νοσημάτων.
Επομένως, για να επιτευχθεί ουσιαστική και βιώσιμη μείωση του αλατιού, ολοένα και περισσότεροι ειδικοί θεωρούν ότι απαιτείται νομοθετική ρύθμιση και όχι αποκλειστικά εθελοντικές δράσεις.
Η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα της Πανελλαδικής Μελέτης Διατροφής και Υγείας (ΠΑ.ΜΕ.Δ.Υ.) του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και δημοσιεύτηκε στις 27 Οκτωβρίου 2025 στο διεθνές περιοδικό Nutrients.
