Το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο Στρασβούργο αποφάνθηκε την Πέμπτη υπέρ των πολιτών που προσέφυγαν σε μία υπόθεση που σχετίζεται με αποταμιεύσεις και χρονολογείται από την εποχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Η υπόθεση φέρει την ονομασία «Alisic and Others v. Bosnia and Herzegovina, Croatia, Serbia, Slovenia and The former Yugoslav Republic of Macedonia».
Η υπόθεση εισήχθη με την υπ’ αριθμόν 60642/08 προσφυγή εναντίον της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, της Κροατίας, της Σερβίας, της Σλοβενίας και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, την οποία κατέθεσαν στις 30 Ιουλίου 2005, στο ΕΔΑΔ (σύμφωνα με το άρθρο 34 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών), τρεις πολίτες της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, η Εμίνα Άλισιτς, ο Αζίζ Σαντζάκ και ο Σακίμπ Σαντάνοβιτς. Οι αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι μετά τη διάλυση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας δεν ήταν σε θέση να αποσύρουν «παλιές» αποταμιεύσεις τους σε ξένο νόμισμα από τους λογαριασμούς τους στο υποκατάστημα της Ljubljanska Banka στο Σαράγεβο και το υποκατάστημα της σερβικής τράπεζας Investbanka στην Τούζλα.
Η απόφαση-ορόσημο είναι οριστική και υποχρεώνει τη Σλοβενία να βρει μία λύση, ώστε σε διάστημα ενός έτους να αποζημιώσει τους καταθέτες της πτωχεύσασας τράπεζας Liubljanska Banka (LB). Υπενθυμίζεται ότι η σλοβενική Liubljanska Banka διατηρούσε θυγατρικές σε δημοκρατίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, μετά την κατάρρευση της οποίας κήρυξε πτώχευση, με αποτέλεσμα να μην αποζημιωθούν οι πελάτες της στα παραρτήματα που διατηρούσε στο Ζάγκρεμπ (Κροατία) και το Σεράγεβο (Βοσνία – Ερζεγοβίνη).
Στην εκδίκαση της προσφυγής της κ Άλισιτς το ΕΔΑΔ έκρινε ομόφωνα ότι η Σλοβενία έχει παραβιάσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και συγκεκριμένα τις διατάξεις της που αφορούν την προστασία της ιδιοκτησίας και το δικαίωμα για ένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο. Το δικαστήριο έκρινε ότι η Σλοβενία είναι «υπεύθυνη για τα χρέη της Ljubljanska banka (LB) στο Σεράγεβο», καθώς και ότι δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός λόγος, για τον οποίο η προσφεύγουσα «περίμενε τόσο πολλά χρόνια για την αποπληρωμή των αποταμιεύσεών της».

