Ο Φρανκ Σινάτρα και η Ρίτα Χέιγουορθ υπήρξαν αδιαμφισβήτητα δύο από τα μεγαλύτερα αστέρια που ανέδειξε το Χόλιγουντ και γενικότερα ο χώρος του θεάματος.

Λάμψη, επιτυχία, καταχρήσεις πολλοί γάμοι και άλλα τόσα διαζύγια σημάδεψαν τους δύο αλησμόνητους καλλιτέχνες οι οποίοι έφυγαν από τη ζωή σαν σήμερα στις 14 Μαΐου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Συμπληρώνοντας 36 χρόνια, από τον βασανιστικό θάνατο της Ρίτα Χέιγουορθ, (14 Μαΐου 1987) και 25 χρόνια από τον θάνατο του Φρανκ Σινάτρα (14 Μαΐου του 1998) ας θυμηθούμε τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής τους και της καλλιτεχνικής τους διαδρομής.

Φρανκ Σινάτρα: «Η Φωνή», ο σούπερ – σταρ της μουσικής βιομηχανίας και του κινηματογράφου

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Φράνσις Άλμπερτ «Φρανκ» Σινάτρα είχε μακρόχρονη και επιτυχημένη καριέρα στον κόσμο του θεάματος και ακροάματος, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 150 εκατομμύρια δίσκους. Έχει χαρακτηριστεί ως ο σημαντικότερος Αμερικανός τραγουδιστής του 20ού αιώνα. Για τους θαυμαστές του εξακολουθεί να παραμένει η «Φωνή». Μεγάλες του επιτυχίες τα τραγούδια: «Strangers in the Night», «My Way», «That’s Life», «Fly Me to the Moon» και «Theme From New York New York».

Ο «γαλανομάτης» ήταν έξοχος ως τραγουδιστής της ερωτικής μπαλάντας, χάρη στις ιδιότυπες παύσεις του και τους λεπτούς συγκινησιακούς τόνους της βαρύτονης φωνής του. Η ερμηνεία του έφτανε στα ύψη, όταν τραγουδούσε για μοναξιά, ανεκπλήρωτους έρωτες και κατεστραμμένα όνειρα. Χειριζόταν το μικρόφωνο με άνεση και στεκόταν στη σκηνή χαλαρός και όχι σαν να ‘χε καταπιεί μπαστούνι, όπως πολλοί τραγουδιστές της εποχές του.

Γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1915 στο Χόμποκεν του Νιου Τζέρσι. Ίσως το πιο «σημαδιακό» γεγονός στη ζωή του ήταν η ίδια του η γέννηση: καθώς έβγαινε από την κοιλιά της μητέρας του, όχι μόνο κόπηκε ο λοβός του αριστερού του αφτιού, αλλά και ο λαιμός του τραυματίσθηκε επικίνδυνα από τη λαβίδα του γιατρού. Όλοι νόμιζαν ότι το μωρό γεννήθηκε νεκρό – ευτυχώς επενέβη έγκαιρα η γιαγιά του: τον έβαλε κάτω από κρύο νερό και η ζωή επέστρεψε αμέσως.

Ήταν μοναχογιός του Σικελού μποξέρ και πυροσβέστη Αντονίνο Μαρτίνο Σινάτρα, και της επίσης Ιταλίδας νοσοκόμας Ναταλίνα Γκαραβέντα, που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του 19ου αιώνα.

Όλη η οικογένεια κακομάθαινε τον μικρό Φρανκ με ακριβά δώρα και ρούχα. Εκείνος, όμως, ήταν «αλητάκι» και μάλιστα για ένα διάστημα έδρασε ως αρχηγός μιας συμμορίας μικροκλεφτών.

Τραγουδιστής αποφάσισε να γίνει όταν το 1933 άκουσε για πρώτη φορά ζωντανά τον Μπιγκ Κρόσμπι. Μετά τη διάκρισή του σε μία ραδιοφωνική εκπομπή ταλέντων, ο νεαρός με τα ρουφηγμένα μάγουλα και τα έντονα ζυγωματικά έπιασε δουλειά σ’ ένα μικρό κλαμπ του Νου Τζέρσι, όπου προσέλκυσε την προσοχή του τρομπετίστα και μπαντ-λίντερ Χάρι Τζέιμς. Λίγο αργότερα, το 1940, εντάχθηκε στην μπάντα του Τόμι Ντόρσεϊ και σύντομα η καριέρα του άρχισε να απογειώνεται.

Οι προσεγμένοι στίχοι των τραγουδιών του, ερωτικοί, όμως λιγότερο αφελείς από το συνηθισμένο, και ο τρόπος με τον οποίο τόνιζε ή «έπνιγε» τις λέξεις, διέφεραν από οτιδήποτε είχε ακούσει ως τότε η αμερικανική νεολαία. Τα μέρη όπου εμφανιζόταν γέμιζαν από κοπέλες στα πρόθυρα της λιποθυμίας και γύρω από το πρόσωπό του δημιουργήθηκε μια υστερία που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα μετέπειτα φαινόμενα του Έλβις Πρίσλεϊ και των Beatles. Σ’ αυτό συνέβαλε και η εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη, ερμηνεύοντας τις μπαλάντες του σε μιούζικαλ. Είχε κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 1941 στην ταινία «Las Vegas Nights».

Οι θαυμαστές του του έδωσαν το παρατσούκλι που θα ζήλευε κάθε αοιδός: «Η Φωνή». Όμως, ένα βράδυ του 1952 στο μοδάτο κλαμπ Copacabana της Νέας Υόρκης η διάσημη φωνή σίγησε, καθώς οι φωνητικές χορδές του είχαν ματώσει. Η δισκογραφική εταιρεία του έκανε ότι δεν τον ήξερε και όλοι τον ξέγραψαν.

Το 1953 ικέτεψε την Columbia να του δώσει έναν ρόλο στην ταινία «Από εδώ ως την αιωνιότητα», με προσβλητικά χαμηλή αμοιβή. Εξαργύρωσε την απόφασή του αυτή με το Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου κι επανήλθε δριμύτερος. Η φωνή του ήταν πλέον πιο ώριμη, τα τραγούδια του απέπνεαν την εμπειρία του άντρα που πέρασε πολλά και νίκησε τις κακοτοπιές.

Ακόμη ήταν υποψήφιος για το βραβείο καλύτερου α’ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στο δραματικό έργο Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι (The Man with the Golden Arm, 1955).

Ο «Φράνκι» έγινε ο σούπερ – σταρ της μουσικής βιομηχανίας και του κινηματογράφου, ένας από τους πλουσιότερους τραγουδιστές του αιώνα. Του άρεσε πολύ να δουλεύει με τους φίλους του, να γυρίζουν μαζί ταινίες και μετά να πηγαίνουν στα καλύτερα πάρτι ως το πρωί. Έτσι, δημιουργήθηκε στις αρχές του 1960 το περίφημο «Rat Pack», η ιστορική ανδροπαρέα του Σινάτρα και των Ντιν Μάρτιν, Σάμι-Ντέιβις Τζούνιορ, Πίτερ Λόφορντ και Τζόι Μπίσοπ.

Το 1971 δήλωσε ότι αποσύρεται, δεν κατάφερε όμως να κρατηθεί μακριά από το μικρόφωνο περισσότερο από δύο χρόνια. Τη δεκαετία του 1990 συνέπραξε με διάφορους αστέρες του σύγχρονου μουσικού στερεώματος, όπως ο Μπόνο των U2 και συνέχισε να τραγουδά ως τον Φεβρουάριο του 1995, οπότε άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας. Η «φωνή» σίγησε για πάντα στις 14 Μαΐου του 1998, στο Λος Άντζελες.

Ο Φρανκ Σινάτρα έζησε έντονη ζωή. Είχε όποια γυναίκα επιθυμούσε και παντρεύτηκε τέσσερις φορές: τη Νάνσι Μπαρμπάτο (1939-1951), την Άβα Γκάρντνερ (1951-1957), τη Μία Φάροου (1966-1968) και την Μπάρμπαρα Μαρξ (1976-1998), πρώην σύζυγο του Ζέπο Μαρξ. Με την πρώτη σύζυγο απέκτησε και τα τρία παιδιά του, τη γνωστή τραγουδίστρια Νάνσι Σινάτρα (γ. 1940), τον τραγουδοποιό και μαέστρο Φρανκ Σινάτρα τζούνιορ (γ.1944) και τη θεατρική και κινηματογραφική παραγωγό Τίνα Σινάτρα (γ.1948).

Υπήρξε στενός φίλος και υποστηρικτής του Τζον Φ. Κένεντι και του Ρόναλντ Ρίγκαν. Πολλοί τον κατηγόρησαν ότι είχε διασυνδέσεις με την ιταλική Μαφία και αρκετά από τα ονόματα των συνεργατών του περιέχονταν σε «ύποπτους» φακέλους του FBI. Αυτός ήταν και ο λόγος που έχασε την άδεια του καζίνου του στο Λας Βέγκας.
 
Η πόλη, όμως, αναγνώρισε την προσφορά του, δίνοντας το 2001 το όνομά του σε μία κεντρική λεωφόρο της.

Δείτε το βίντεο:

 

Ρίτα Χέιγουορθ: Το sex symbol και ο μύθος της Τζίλντα

Η Ρίτα Χέιγουορθ υπήρξε ένα από τα πιο λαμπρά αστέρια που ανέδειξε το Χόλιγουντ. Εκτυφλωτικής ομορφιάς, μεσουράνησε στη μεγάλη οθόνη τη δεκαετία του 1940 και μέσα σε 20 χρόνια (1937-1958) πρόλαβε να παντρευτεί πέντε φορές. Η «Θεά του Έρωτα», όπως την αποκαλούσαν, ήταν το αναμφισβήτητο «πιν-απ γκερλ» της εποχής της και η «ντάρλινγκ» των Αμερικανών στρατιωτών, που πολεμούσαν στα μέτωπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλές φορές πνιγόταν σε πελάγη αλκοόλ και πέθανε μοναχικά, αφού από σχετικά μικρή ηλικία έπασχε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ.

Η Μαργαρίτα Κάρμεν Ντολόρες Κανσίνο, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1918, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης από Ισπανό πατέρα, έναν χορευτή του φλαμένκο, τον Εντουάρντο Κανσίνο, και μητέρα την Αμερικανίδα ηθοποιό Βόλγκα Χέιγουορθ. Τα μαρτύρια ξεκίνησαν από την παιδική της ηλικία, όταν ο βάναυσος πατέρας της την ανάγκασε να ξεκινήσει μαθήματα χορού από τριών ετών. Η παιδική της ζωή ήταν μόνο πρόβες, αν και, όπως είχε εξομολογηθεί η ίδια, δεν της άρεσε ο χορός και ίσως για αυτό ποτέ δεν άφησε το υποσυνείδητό της να μπει στο κορμί της ο ρυθμός. Πριν πάει στο γυμνάσιο, αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο, για να γίνει η παρτενέρ του πατέρα της, απ’ τον οποίο έτρωγε πολύ ξύλο, όταν δεν τον υπάκουε. Χόρευαν σε πλοία για χαρτοπαίχτες, σε άθλια καζίνο του Μεξικού. Και όλα αυτά δεν ήταν τίποτα, μπροστά σε αυτά που αποκάλυψε χρόνια μετά ο Όρσον Γουέλς, για τον πατέρα-τέρας. Ο Εντουάρντο, που την παρουσίαζε ως… σύζυγό του, για να αποφεύγει και τον νόμο που απαγόρευε την παιδική εργασία, το απόγευμα την κακοποιούσε σεξουαλικά και το βράδυ χόρευε μαζί της…

Η Ρίτα θα καταφέρει να ξεφύγει από τον πατέρα της, και το 1937 θα παντρευτεί,  τον Έντουαρντ Τσαρλς Τζάντσον, ο οποίος της παρουσιάστηκε ως Τεξανός πετρελαιάς, ενώ ήταν ένας πωλητής αυτοκινήτων! Ο Τζάνστσον την έπεισε να γίνει ο προσωπικός της μάνατζερ, αλλά αποδείχθηκε ο χειρότερος από τους πέντε άνδρες που παντρεύτηκε. Είναι αυτός που την ανάγκασε να αλλάξει, με επώδυνο τρόπο, κάποια χαρακτηριστικά του προσώπου της. Φυσικά, ήταν κι αυτός βίαιος, ξεσπώντας πάνω της όταν του αρνιόταν να πάει με άλλους άνδρες. Μάλιστα, δεν δίστασε να προτείνει στον διευθυντή τής Columbia να κοιμηθεί μαζί της για να την προωθήσει. Συμβόλαιο που, τελικά, υπέγραψε ως Χέιγουορθ, ακόμη μια ιδέα του Τζάνστσον.

Το 1939 θα κάνει την πρώτη της σημαντική εμφάνιση, στο δράμα του Χάουαρντ Χοκς “Μόνο οι Άγγελοι έχουν Φτερά”, δίπλα σε Κάρι Γκραντ και Τζιν Άρθουρ. Θα ακολουθήσει το μιούζικαλ “Ποτέ Δεν θα Πλουτίσεις” με τον Φρεντ Αστέρ και η κλασική ρομαντική περιπέτεια “Αίμα και Άμμος” με τον Τάιρον Πάουερ, που την έκαναν φίρμα και εξώφυλλο στο Time. Ένα εξώφυλλο που έγινε αφίσα σε εκατομμύρια τοίχους πάνω από τα κρεβάτια εφήβων. Όμως, η μεγαλύτερη επιτυχία της ήταν το πολυπόθητο διαζύγιο που θα έπαιρνε επιτέλους από τον άνδρα της το 1942, αφού του έδωσε ένα σεβαστό ποσό κι ενώ την είχε απειλήσει ότι θα της χαρακώσει το πρόσωπο. Θα ακολουθήσει το εξώφυλλο στο Life με τίτλο “Η Μεγάλη Αμερικανίδα Θεά του Έρωτα”, με την Χέιγουορθ να είναι γονατιστή στο κρεβάτι με ένα δαντελένιο νυχτικό.

Η Ρίτα Χέιγουορθ ως Τζίλντα

Ο ερωτισμός της έφθασε στο απόγειό του με την «Τζίλντα» («Gilda», 1946), ένα από τα κορυφαία φιλμ-νουάρ, σε σκηνοθεσία του Τσαρλς Βίντορ. Η ταινία οφείλει τη διαχρονική φήμη της στην παρουσία της Χέιγουορθ, που υποδύεται μια «μοιραία γυναίκα» που παίζει με τα συναισθήματα δύο φίλων: του συζύγου της και του πρώην εραστή της. Κλασική έχει μείνει η σκηνή όπου η Χέιγουορθ τραγουδά (με τη φωνή της Ανίτα Έλις) τα «Amado Mio» και «Put the Blame on Mame» και η οποία αντιμετώπισε προβλήματα με τη λογοκρισία.

Μετά την «Τζίλντα» η καριέρα της Ρίτα Χέιγουορθ δεν θα είναι η ίδια, όπως πριν. To 1948 θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Η κυρία από τη Σαγκάη» («The Lady from Shanghai, 1948). Τη σκηνοθέτησε ο δεύτερος άντρας της, ο διάσημος Όρσον Γουέλς, ο οποίος τη μεταμόρφωσε κυριολεκτικά και ίσως εκεί να οφείλεται η παταγώδης αποτυχία της ταινίας. Έντονες προσωπικότητες και οι δύο, γρήγορα θα χωρίσουν τους δρόμους τους, έχοντας αποκτήσει ένα κορίτσι.

Τη δεκαετία του 1950 θα παντρευτεί τρεις ακόμα φορές: με τον πρίγκηπα Αλί Χαν (θα αποκτήσει ένα κορίτσι), με τον ηθοποιό Ντικ Χέιμς και τον κινηματογραφικό παραγωγό Τζέιμς Χιλ. Την ίδια περίοδο, η καλλιτεχνική της πορεία συνέχισε να είναι καθοδική. Η Columbia, με την οποία βρισκόταν στα μαχαίρια, είχε ανακαλύψει και προωθούσε μια νέα σταρ, την ξανθιά Κιμ Νόβακ. Κάποιοι κριτικοί απέδωσαν την πτώση της στην έλλειψη υποκριτικού ταλέντου. Μόνο η εκτυφλωτική ομορφιά και το σεξ-απίλ δεν φθάνουν, υποστήριζαν.

Πάντως, από τις ταινίες της αυτής της περιόδου ξεχωρίζουν: «Μια νύχτα στο Τρινιντάντ» (Affair in Trinidad, 1952), «Σαλώμη » («Salome», 1953), «Η βροχή» («Miss Sadie Thompson», 1953) και «Ο φιλαράκος μου »(«Pal Joey», 1957). Το 1972 έκανε την τελευταία της κινηματογραφική εμφάνισή στην ταινία «Η οργή του Θεού» («The Wrath of God»).

Το 1980 η Ρίτα Χέιγουορθ προσβλήθηκε από τη νόσο Αλτσχάιμερ, τα σημάδια της οποίας είχαν φανεί χρόνια νωρίτερα. Στις 14 Μαΐου 1987, η ντίβα της μεγάλης οθόνης θα αναχωρήσει για το αιώνιο ταξίδι, σε ηλικία 68 ετών. Η αποκάλυψη της πάθησής της και η δημόσια συζήτηση που ακολούθησε, βοήθησαν στην ενημέρωση της κοινής γνώμης και στην αύξηση της χρηματοδότησης για την έρευνα της νόσου.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης