Η νόσος Peyronie (Περονί) είναι μια πάθηση που υπολογίζεται πως επηρεάζει το 13% των ανηλίκων ανδρών. Στους πάσχοντες σχηματίζονται «πλάκες» ουλώδους ιστού κάτω από το δέρμα του πέους, προκαλώντας κάμψη ή δυσμορφία κατά την στύση. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε επίπονες στύσεις, στυτική δυσλειτουργία, χαμηλή αυτοεκτίμηση, προβλήματα ψυχικής υγείας και προβλήματα στην σχέση.

Η ενέσιμη θεραπεία με ιστολυτικό κλωστηρίδιο της κολλαγενάσης (CCH) έχει εγκριθεί από το αμερικανικό FDA ως κατάλληλη για τη νόσο Peyronie. Το φάρμακο εγχέεται στο πέος από ιατρό ανδρολόγο και δρα διασπώντας κάποια από τα συστατικά των πλακών που προκαλούν την παραμόρφωση του πέους.

Προηγούμενες κλινικές μελέτες πάνω στο CCH καθόρισαν το ακόλουθο πρωτόκολλο: 8 ενέσεις, χωρισμένες σε 4 θεραπείες των 2 ενέσεων, με διαφορά μερικών ημερών μεταξύ τους. Τα αποτελέσματα μιας εξ αυτών των μελετών έδειξαν μέση βελτίωση της κάμψης κατά 34% μετά από 8 ενέσεις.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, ως κλινική βελτίωση ορίζεται μείωση της κάμψης κατά 20% μετά την αντιμετώπιση. Παρόλα αυτά, οι ασθενείς που δεν επιτυγχάνουν κλινική βελτίωση μετά από έναν θεραπευτικό κύκλο, συχνά αναρωτιούνται αν η συνέχιση της θεραπείας θα τους ωφελήσει.

Μια πρόσφατη μελέτη επιδίωξε να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, αναλύοντας τα αποτελέσματα όλων των ασθενών που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με CCH σε συγκεκριμένη ιατρική μονάδα, μεταξύ Οκτωβρίου 2015 και Δεκεμβρίου 2020. Κάποιοι από τους ασθενείς που συμπλήρωσαν την θεραπεία (8 ενέσεις), επέλεξαν να συνεχίσουν περαιτέρω λαμβάνοντας 16 ή 24 ενέσεις συνολικά.

Για την πραγματοποίηση αυτής της μελέτης, οι συγγραφείς είχαν πρόσβαση στις μετρήσεις προ και μετά θεραπείας 229 ασθενών που συμπλήρωσαν έναν κύκλο θεραπείας (8 ενέσεις) 80 ασθενών που συμπλήρωσαν 2 κύκλους (16 ενέσεις) και 18 ασθενών που συμπλήρωσαν 3 κύκλους (24 ενέσεις).

Συνολικά, 57 από τους 80 ασθενείς που έλαβαν δυο κύκλους και 8 από τους 18 που έλαβαν τρεις, δεν είχαν επιδείξει κλινική βελτίωση μετά την προηγούμενη θεραπεία. Τελικά, το 42.8% (98/229), το 38.6% (22/57), και το 12.5% (1/8) των ασθενών πέτυχαν κλινική βελτίωση μετά από έναν, δύο ή τρεις κύκλους θεραπειών αντιστοίχως.

Επιπλέον, η μέση βελτίωση της πεϊκής κάμψης κυμάνθηκε στο 16.4% μετά από έναν κύκλο ενέσεων, στο 16.8% μετά από δυο κύκλους και στο 8.1% μετά από τρεις κύκλους. Η πιο συχνή παρενέργεια ήταν το αιμάτωμα, παρατηρήθηκαν όμως επίσης πρήξιμο και εμφάνιση εξανθήματος.

Με βάση αυτά τα αποτελέσματα, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ένας δεύτερος κύκλος θεραπείας μπορεί να ωφελήσει τους ασθενείς που δεν πέτυχαν κλινική βελτίωση μετά τον πρώτο κύκλο. Παρόλα αυτά, η διεξαγωγή τρίτου κύκλου δεν δείχνει να παράγει αξιοσημείωτη βελτίωση.

https://andrologia.gr/

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης