Τα παντρεμένα ζευγάρια συχνά έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά και οι ερευνητές πλέον ισχυρίζονται ότι αυτά αντανακλούν ομοιότητες σε επίπεδο γονιδίων. Σύμφωνα με τα ευρήματα μιας πρόσφατης μελέτης, οι δύο σύζυγοι τείνουν να μοιάζουν περισσότερο γενετικά μεταξύ τους από ότι μοιάζουν δυο άνθρωποι που επιλέγονται τυχαία στο δρόμο. Αυτό ίσως συμβαίνει γιατί τα άτομα που έχουν ομοιότητες σε επίπεδο DNA έχουν περισσότερες πιθανότητες να συναντηθούν και να συνάψουν σχέση.
Τα γονίδια άλλωστε, ρυθμίζουν την έκφραση τόσων χαρακτηριστικών και συμπεριφορών ενός ατόμου που μπορεί να δομήσουν το πλαίσιο που θα καθορίσει ποιός θα είναι ο σύντροφός του. Μπορούν, για παράδειγμα, να καθορίσουν εάν ο σύντροφος θα έχει παρόμοιο ύψος και βάρος, εθνικότητα, θρησκεία ή εκπαιδευτικό επίπεδο.
Οι ερευνητές εξέτασαν το γενετικό κώδικα 825 ετεροφυλόφιλων παντρεμένων ζευγαριών και εντόπισαν 1.7 εκατομμύρια πιθανά σημεία γενετικής ομοιότητας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι στα παντρεμένα ζευγάρια υπήρχαν σημαντικά περισσότερες γενετικές ομοιότητες σε σύγκριση με αυτές που έχουν δυο οποιαδήποτε τυχαία άτομα μεταξύ τους. Τα ευρήματα αυτά θέτουν το ζήτημα της ενδεχόμενης αλλαγής των στατιστικών μοντέλων που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες για την κατανόηση των γενετικών διαφορών ανάμεσα στους πληθυσμούς, γιατί συχνά τα μοντέλα αυτά προϋποθέτουν ότι η επιλογή συντρόφου φαίνεται τυχαία ανεξάρτητα από τον γενετικό κώδικα. Τονίζεται ωστόσο, ότι η ομοιότητα ανάμεσα στους συζύγους δεν είναι τόσο εκτεταμένη όσο ανάμεσα στα αδέρφια.
Τα αδέλφια μοιράζονται κατά μέσο όρο τα μισά τους γονίδια, αν και ακόμα και μεταξύ τους υπάρχει απόκλιση ανάμεσα στο 40%-60%. Η έκταση των γενετικών ομοιοτήτων στα παντρεμένα ζευγάρια είναι πολύ πιο περιορισμένη, αλλά σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι εμφανές ότι οι δύο σύζυγοι έχουν κοινά στοιχεία στο γενετικό τους κώδικα.
Παράλληλα, η τάση του να παντρευτεί κάποιος ένα άτομο γενετικά όμοιο είναι μικρότερη από την τάση να επιλέξει κάποιον με παρόμοιο μορφωτικό επίπεδο. Η ισχύς της επιρροής της γενετικής ομοιότητας, μάλιστα, στη σύναψη γάμου, φτάνει μόλις το 1/3 της ισχύς της επιρροής που έχει η γενετική ομοιότητα.
Οι ερευνητές εξηγούν ότι τα παντρεμένα ζευγάρια τείνουν να έχουν παρόμοια γονιδιακά χαρακτηριστικά ,γιατί τα γονίδια βοηθούν στον καθορισμό του ατόμου που θέλουν να συναντήσουν στη ζωή τους.
Τα άτομα με παρόμοιο γενετικό υλικό καταλήγουν να έχουν παρόμοια εκπαίδευση, γεγονός που τα τοποθετεί στο ίδιο κοινωνικά θεσμοθετημένο πλαίσιο και τους δίνει τη δυνατότητα να συνάψουν σχέση. Παράλληλα, τα άτομα τείνουν να παντρεύονται άτομα ίδιας φυλής, εθνικότητας και σωματοδομής. Τα γονίδια διαμορφώνουν επίσης, πιο διακριτικές βιολογικές διαφορές που φέρνουν τους ανθρώπους κοντά με τρόπους που ακόμα οι επιστήμονες δεν κατανοούν.
Ο αντίλογος προς τους ερευνητές υποστηρίζει πως εάν το πλαίσιο των καταστάσεων παίζει σημαντικό ρόλο στην επιλογή συντρόφου, είναι ίσως παραπλανητικό να ισχυριστεί κανείς ότι η εν λόγω επιλογή βασίζεται σε γενετική ομοιότητα.
Τονίζεται μάλιστα ότι ιστορικά σε ένα πληθυσμό με σύνθετη δόμηση σε επίπεδο εθνικοτήτων και γεωγραφικών χαρακτηριστικών οι γενετικές ομοιότητες που παρατηρούνται σχετίζονται με το γεγονός ότι οι ανατολικοευρωπαίοι παντρεύονται ανατολικοευρωπαίες, οι νότιο-ευρωπαίοι νότιο-ευρωπαίες και ούτω καθεξής. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα διάφοροι γενετικοί παράγοντες να διαφέρουν ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες, αλλά αυτό δε σχετίζεται με στοιχεία ή χαρακτηριστικά που κατευθύνουν την επιλογή συντρόφου. Είναι μάλλον περισσότερο ένα ζήτημα τοπικής γεωγραφίας.
Πηγή: webmd.
![]()
Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ.Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr

