Η ηπατίτιδα C είναι μια λοίμωξη του ήπατος που προκαλείται από τον ομώνυμο ιό, ο οποίος μεταδίδεται συνήθως μέσω του μολυσμένου αίματος. Εκτιμάται ότι το 75% με 85% των λοιμώξεων, γίνονται χρόνιες και μπορούν τελικά να προκαλέσουν σοβαρά νοσήματα όπως είναι η κίρρωση και ο καρκίνος του ήπατος.

Σε μια πρόσφατη μελέτη βρέθηκε πως μέχρι το 2007 ο ιός της ηπατίτιδας C ήταν υπεύθυνος για περισσότερους θανάτους αμερικανών, σε σύγκριση με τον ιό του AIDS.
Πιο συγκεκριμένα το 2007 η ηπατίτιδα C ήταν υπεύθυνη για το θάνατο 15.100 αμερικανών, αριθμός που αντιστοιχεί στο 0.6% όλων των θανάτων το χρόνο αυτό. Ο αριθμός αυτός συγκρίθηκε με τους 12.700 θανάτους που σημειώθηκαν το ίδιο χρονικό διάστημα και σχετίζονταν με τον HIV.

Τα παραπάνω νούμερα είναι βασισμένα σε δεδομένα που προέρχονται από πιστοποιητικά θανάτων. Σύμφωνα με τους ερευνητές υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να υποτιμάται η συχνότητα θανάτων από ηπατίτιδα C σε σύγκριση με τη συχνότητα θανάτων από ΗΙV. Αυτό συμβαίνει γιατί πολλές φορές τη στιγμή του θανάτου ενός ατόμου η ηπατίτιδα C παραγνωρίζεται πιο εύκολα σε σύγκριση με το AIDS.

Σύμφωνα μάλιστα με στοιχεία του κέντρου ελέγχου και πρόληψης νοσημάτων από τα 3.2 εκατομμύρια αμερικανών με χρόνια ηπατική λοίμωξη, περίπου οι μισοί δεν το γνωρίζουν. Αυτό συμβαίνει γιατί κατά την έναρξη της λοίμωξης δεν εμφανίζονται συμπτώματα τις περισσότερες φορές. Αντίθετα ο ιός καταστρέφει σιωπηλά το ήπαρ αργά και σταδιακά και οι άνθρωποι μπορεί να ανακαλύψουν τη λοίμωξη μόνο όταν έχουν πλέον αναπτύξει μη αναστρέψιμη κίρρωση. Οι ειδικοί επισημαίνουν πόσο λυπηρό είναι να αυξάνεται η θνησιμότητα από την ηπατίτιδα C, τη στιγμή που πολλοί από αυτούς τους θανάτους θα μπορούσαν να έχουν προβλεφτεί.

Η χρόνια ηπατίτιδα είναι πιο συχνή στους ανθρώπους που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1965 και το 1964, τη γενιά δηλαδή των babyboomers. Πιο συγκεκριμένα τα 2/3 των χρόνιων λοιμώξεων ηπατίτιδας C διαγιγνώσκονται στα άτομα αυτά.

Η αυξημένη συχνότητα της λοίμωξης στον πληθυσμό αυτό σχετίζεται με την διαδεδομένη ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών ουσιών κατά τις δεκαετίες του, 60, του 70 και του 80 και τη κοινή χρήση συριγγών , η οποία συνιστούσε το βασικό τρόπο μετάδοσης του ιού. Επίσης κάποιοι άνθρωποι προσβλήθηκαν από τον ιό εξαιτίας μεταγγίσεων με μολυσμένο αίμα που έγιναν κατά το διάστημα αυτό. Από το 1992 και μετά, όλες οι δωρεές αίματος στις ΗΠΑ ελέγχονται για τον ιό της ηπατίτιδας C.

Οι babyboomers που έχουν προσβληθεί από τον ιό φτάνουν πλέον σε μια ηλικία, στην οποία εκδηλώνονται οι συνέπειες της λοίμωξης. Το πρόβλημα όμως είναι , σύμφωνα με τους ειδικούς ότι πολλά άτομα με χρόνια λοίμωξη παραμένουν αδιάγνωστα. Για το λόγο αυτό μέχρι στιγμής, συστήνεται ο προληπτικός έλεγχος των ατόμων που βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο να έχουν προσβληθεί από τον ιό, όπως αυτοί που έχουν κάνει ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών, αυτοί που έκαναν μετάγγιση αίματος πριν το 1992, καθώς και όσοι είναι φορείς του HIV.

Οι ειδικοί όμως παρατηρούν πως η παραπάνω προσέγγιση δεν έχει αποβεί ιδιαίτερα αποτελεσματική. Μια εναλλακτική θα μπορούσε να είναι ο έλεγχος όλων των babyboomers, η οποία μετά τις εξελίξεις στη θεραπεία της ηπατίτιδας C λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη. Ενώ πριν το 1990 η ηπατίτιδα C ήταν αθεράπευτη, οι ερευνητές βρήκαν ότι ο συνδυασμός δύο φαρμάκων, της ιντερφερόνης και της ριβαμπιρίνης αυξάνουν το ποσοστό της θεραπείας, δηλαδή τη μη ανίχνευση του ιού στον οργανισμό, στο 45%.

Δυστυχώς η θεραπεία δεν είναι εύκολο να εφαρμοσθεί. Η ιντερφερόνη χορηγείται ενέσιμα και για την ολοκλήρωση της χρειάζεται περίπου ένα έτος. Παράλληλα υπάρχουν παρενέργειες όπως συμπτώματα που προσομοιάζουν αυτά της γρίπης, προβλήματα ύπνου και κατάθλιψη.

Πολύ πρόσφατα όμως εγκρίθηκε στις ΗΠΑ η κυκλοφορία δύο φαρμάκων που λαμβάνονται από το στόμα και τα οποία αν συνδυαστούν με την προηγούμενη συνταγή, αυξάνουν την πιθανότητα ίασης στο 70% και μειώνουν το χρόνο θεραπείας στο μισό. Ο κίνδυνος εμφάνισης παρενεργειών υπάρχει ακόμα, αλλά η μεγάλη πιθανότητα ίασης, ωθεί τους χρόνιους ασθενείς να την επιλέξουν.

Οι επιστήμονες συνεχίζουν την έρευνα γύρω από τη θεραπεία της ηπατίτιδας C, έτσι ώστε να αναπτυχθούν νέα φάρμακα και να μη χρειάζεται η ενέσιμη χορήγηση της ιντερφερόνης. Ο σκοπός είναι η ανακάλυψη νέων θεραπειών πιο εύκολων στη χορήγηση και με λιγότερες παρενέργειες.

Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι ο έλεγχος των babyboomers και η θεραπεία των λοιμώξεων από την ηπατίτιδα C έχει επίσης μεγάλο οικονομικό όφελος αν αναλογιστεί κανείς το κόστος για τη θεραπεία της κίρρωσης και του καρκίνου του ήπατος.

Στα μέσα της δεκαετίας του 80, 70 αμερικανοί ανέπτυσσαν οξεία ηπατίτιδα C για κάθε ένα εκατομμύριο. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε κατά 90% από το 1994 έως το 2006. Σήμερα αναφέρονται το πολύ 18.000 νέα κρούσματα ετησίως, η πλειοψηφία των οποίων είναι χρήστες ενδοφλέβιων ουσιών.

Για την ώρα ο προληπτικός έλεγχος συστήνεται για τη γενιά του baby boom και δεν είναι ξεκάθαρο αν θα ήταν χρήσιμος και για τις νεότερες γενιές.

Πηγή: reuters

Το άρθρο επιμελήθηκε ο Π. Δρέττας,
Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος,
Δ/ντής του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών,
www.andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης