Η σημερινή ημερομηνία, η 27η Αυγούστου, έχει το δικό της ειδικό βάρος στην Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία. Σαν σήμερα εξελίχθηκε σε ήττα για τη μια πλευρά, η μάχη στο Γράμμο. Θεωρείται η ημέρα κατά την οποία τέλειωσε ο τρομερός εμφύλιος πόλεμος τον οποίο έζησε η Ελλάδα και οι άνθρωποί της, αμέσως μετά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο και την Ιταλογερμανική Κατοχή. Σελίδες γεμάτες αίμα και αβάσταχτο πόνο γέμισαν το βιβλίο της ζωής στα χρόνια που ακολούθησαν. Η αποτίμηση παραμένει δύσκολο έργο για τους ιστορικούς. Και οι ερμηνείες, άλλωτε μονόπλευρες και ενίοτε μονόχνωτες δεν προσφέρουν στη σημερινή γενιά του Ιντερνετ, μια καθαρή και τίμια, αποδεκτή ματιά.
Η zougla.gr αντί της σιωπής προτιμά την υπενθύμιση και το διάλογο. Πρότεινε σε δύο δημοσιογράφους να γράψουν ένα κείμενο έκαστος, χωρίς μέχρι τέλους να δεί ο ένας του άλλου.
Ακολουθούν τα κείμενα, υποκειμενικά όσο και ανεπηρρέαστα μεταξύ τους, ως συμβολή στην συλλογική ιστορική μνήμη.
ΠΡΩΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο εμφύλιος, το σύνδρομο νικητών και ηττημένων, κι ο χρόνος που χάθηκε.
Οι βόμβες του πυροβολικού κτυπούν από τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου ακατάπαυστα τις θέσεις των ανταρτών. Τα βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως Helldiver, αμερικανικά φυσικά, εφορμούν αφήνοντας να πέσει στα κεφάλια των μαχόμενων ανταρτών ο πύρινος όλεθρος. Στην Ελλάδα, ο Γράμμος αποτέλεσε το πρώτο πεδίο δοκιμής και εν τέλει εκτεταμένης χρήσης των εμπρηστικών βομβών ναπάλμ, πολύ πριν αναδείξει τη φρίκη τους αρχικά η τηλεοπτική εικόνα, με τον πόλεμο στο Βιετνάμ, και εν συνεχεία η κινηματογραφική βιομηχανία με την «Αποκάλυψη» του Κόπολα.
Οι καλά οχυρωμένες θέσεις των ανταρτών του αποκαλούμενου «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» δεν είναι ικανές να αντέξουν για πολύ την σφοδρότητα της επίθεσης του θεωρούμενου ως «Εθνικού Στρατού». Η διαφορά δυνάμεων είναι συντριπτική.
Στο πλαίσιο του αποκαλούμενου σχεδίου «ΠΥΡΣΟΣ», η κυβερνητική πλευρά είχε συγκεντρώσει περισσότερους από 120.000 άντρες κάθε ειδικότητας, άρματα μάχης, βαρύ κι ελαφρύ πυροβολικό και σχεδόν 100 αεροπλάνα Spitfire και Helldiver. Φυσικά, διέθεταν και απεριόριστη συγκριτικά πρόσβαση σε πολεμοφόδια και τροφή.
Τα σχέδια «ανασυγκροτήσεως των Ενόπλων Δυνάμεων» με την αμέριστη βοήθεια και συμπαράσταση από τις ΗΠΑ, είχαν πιάσει τόπο.
Απέναντί τους, ο ΔΣΕ διέθετε το πολύ 15 χιλιάδες μαχητές, όλμους και ελαφρύ πυροβολικό, καθώς και περιορισμένο αριθμό αντιαεροπορικών. Αντίστοιχα περιορισμένα ήταν και τα πολεμοφόδια, η τροφή και το νερό.
Η τελική επίθεση (ΠΥΡΣΟΣ 3) ξεκίνησε τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου. Ήδη την επομένη ο Εθνικός Στρατός είχε βρεθεί στα μετόπισθεν του ΔΣΕ, ελέγχοντας τον έναν από τους δύο κύριους διαύλους διαφυγής προς την Αλβανία. Μπροστά στο ενδεχόμενο της πλήρους περικύκλωσης, το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ διέταξε τους μαχητές να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να υπαναχωρήσουν προς Αλβανία.
Το ύψωμα Κάμενικ είχε πέσει. Αυλαία Εμφυλίου.
Αυλαία;
Στην ελληνική επαρχία της δεκαετίας του ’60, αυτή η αδελφοκτόνος, μελανή σελίδα της σύγχρονης ιστορίας μας δεν φάνταζε και τόσο μακρινή ως ανάμνηση. Μελανή όχι λόγω έκβασης, αλλά εξαρχής, όπως κάθε εμφύλιος πόλεμος. Είναι γνωστό -και ισχύει στο μεγαλύτερο βαθμό- πως «την ιστορία την γράφουν οι νικητές». Όμως, κάποιες πλευρές αυτής της καθοριστικής για το μέλλον της πατρίδας μας σύγκρουσης συνεχίζουν να έχουν, έστω και σε θεωρητικό επίπεδο, ενδιαφέρον, οι δε πτυχές τους δεν έχουν ακόμη εξαντλητικά διερευνηθεί από την υπάρχουσα βιβλιογραφία και αρθογραφία:
Θα μπορούσε να είχε κερδίσει η «άλλη πλευρά»;
Δύσκολο φαίνεται. Μετά τη συμφωνία Στάλιν – Τσόρτσιλ για τις ζώνες επιρροής, η πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης ουσιαστικά εγκατέλειψε τον ΔΣΕ. Ακόμη χειρότερα, η στάση της σε πολλές περιπτώσεις ήταν από διφορούμενη έως παραπλανητική, και η ηγεσία του ΚΚΕ άλλοτε ενθαρρυνόταν και άλλοτε αποθαρρυνόταν. Η αποχή από τις ελεύθερες εκλογές του 1946, την οποία εφάρμοσε η τότε ηγεσία του ΚΚΕ, ίσως να υπήρξε το μοιραίο λάθος. Εάν είχε λάβει μέρος, ίσως να είχε αποτυπωθεί διαφορετικά η δυναμική της ελληνικής κοινωνίας και -κατ’ επέκταση- να είχε άλλη βαρύτητα και αντιμετώπιση στην πολιτική ζωή. Το ΚΚΕ απομονώθηκε στους «πιστούς του» ενώ η υπόλοιπη κοινωνία, εξαντλημένη από τον πόλεμο και την κατοχή, αναζητούσε διέξοδο. Ειρήνη και ευημερία. Το δόγμα Τρούμαν, το σχέδιο Μάρσαλ, η αμερικανική βοήθεια γενικότερα, ανεξάρτητα από την ψυχροπολεμική σκοπιμότητα που τα γέννησε, έπιαναν τόπο. Οι πολίτες έβλεπαν την παρωδία των «κυβερνήσεων της μιας ημέρας» και τις ξένες παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή και διατηρούσαν σοβαρές επιφυλάξεις. Η προοπτική, αρχικά της επιβίωσης και στη συνέχεια της αξιοπρεπούς διαβίωσης, η ανάγκη για εργασία, στέγαση, διατροφή, τρεχούμενο νερό, εξασφάλιση των παιδιών, είχε επιβάλει την δική τους αντικειμενική ατζέντα προτεραιοτήτων σε μια κοινωνία που κήδευε συνεχώς νεκρούς. Από τους Ιταλούς, από τους Γερμανούς, από την κατοχή και την πείνα, από τους Άγγλους, από τον εμφύλιο.
Δεν στερείται ουσίας η άποψη, που υποστηρίζει ότι αυτή ακριβώς την «υπερ-πολιτική» προσδοκία ήρθε να ικανοποιήσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, σαρώνοντας σε βαθμό αποδοχής όλα τα κοινωνικά στρώματα, όταν ανέλαβε Υπουργός Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση Παπάγου το ’52. Αυτό που τον έκανε να ξεχωρίσει ήταν η γρήγορη και εκτεταμένη παραγωγή έργου στην πρωτεύουσα και την περιφέρεια, έργα που «έβλεπαν και άγγιζαν» οι πολίτες, αισθανόμενοι για πρώτη φορά πως, ναι, «υπάρχει ελπίδα για μια καλύτερη ζωή».
Η ήττα του εμφυλίου για την Αριστερά ήταν το ιστορικό σημείο από το οποίο άρχισαν οι ζυμώσεις που θα οδηγήσουν στην ΕΔΑ, την διάσπαση και αργότερα τη νομιμοποίηση της Μεταπολίτευσης και το (μονο)δρόμο του νόμιμου αγώνα.
Θα μπορούσε όμως να κερδίσει τον εμφύλιο ο ΔΣΑ;
Υπάρχουν ενδιαφέρουσες απόψεις που το υποστηρίζουν. Βέβαια, κάθε τέτοιο υποθετικό συμπέρασμα απαιτεί να διατυπωθεί με όσο μεγαλύτερη συνεκτίμηση των στοιχείων που συνέθεταν το «ιστορικό χαλί» πάνω στο οποίο εκτυλίχθηκε το δράμα του εμφυλίου. Και ακριβώς εκεί, σε αυτό το «χαλί», τα δεδομένα άλλαζαν, δυναμικά και διαρκώς. Παγκοσμίως γεννιόταν ο Ψυχρός Πόλεμος, η Ελλάδα ήταν το πρώτο πεδίο βολής, θα ακολουθούσε η Κορέα. Η ιστορία απέδειξε πως όσα κράτη έμειναν στην σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, ακόμη κι αυτά που αυτονομήθηκαν, δεν ευτύχησαν κατά τις επόμενες δεκαετίες. Ούτε τα κράτη, ούτε οι άνθρωποι. Είναι βέβαια ασφαλέστερο να εξάγει κανείς συμπεράσματα για την ιστορία από ασφαλή απόσταση μισού αιώνα, όμως η πραγματικότητα είναι αυτή:
Η προσαρμογή της Ελλάδας στην ουρά του Δυτικού κόσμου και στη συνέχεια ο (δυτικο)ευρωπαϊκός της προσανατολισμός την ωφέλησαν. Την ίδια στιγμή, όμως, το μίσος και τα πάθη του εμφυλίου διατηρούσαν -με ευθύνη κυρίως των «νικητών», των ανακτόρων και των παραστρατιωτικών οργανώσεων που έχαιραν πλούσιας συνδρομής και υποστήριξης από τις ΗΠΑ-, ψηλά τον πήχη των διακρίσεων, σε μια κοινωνία που κατά τ’ άλλα ζούσε την επόμενη ημέρα, σ’ έναν καινούργιο, πολλά υποσχόμενο, αλλά και ασταθή κόσμο.
Είναι γνωστή η κατάληξη: Η χούντα ήρθε από τους υστερικούς φανατικούς αντικομμουνιστές, βυθίζοντας την κοινωνία σε επτά χρόνια σκότους. Η κυριαρχία της Δύσης (εν προκειμένω των ΗΠΑ) δεν έφερε μόνο μουλάρια και τρακτέρ, δρόμους και εκβιομηχάνιση.
Αντιμετωπίζοντας τον εμφύλιο ως «φαινόμενο ντόμινο», θα μπορούσε κανείς να διαγνώσει υπολείμματά του βαθιά μέσα στη μεταπολίτευση. Εκεί, όπου η διαδοχή των γενιών είχε παραδώσει ανοικτές πληγές και ζωντανές μνήμες από πατέρα σε παιδί, καθορίζοντας έτσι, με τη δύναμη «του βιωματικού DNA» την πολιτική προδιάθεση μιας «προδομένης γενιάς». Αυτής, με την οποία μπόρεσε να μιλήσει απευθείας και μαζικά ο Ανδρέας Παπανδρέου, εισπράττοντας -μεταξύ άλλων- και πολλές ψήφους μετεμφυλιακής «εκδίκησης».
Τα πολιτικά χαρακτηριστικά που γέννησε ο εμφύλιος και έθρεψε το παρακράτος και η χούντα, περισσότερο εγκλώβισαν την πολιτική ζωή του τόπου σε ένα αδιέξοδο αναμάσημα, παρά προσέφεραν νέους δρόμους. Η αριστερά εξελίχθηκε έκτοτε -και εξελίσσεται ακόμη.
Η δεξιά αντιπροσωπεύει πλέον ένα ευρύ πολιτικό φάσμα από την ακροδεξιά, μέχρι το μίγμα νεοφιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών. Τα όρια του παρελθόντος γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα. Η Ελλάδα άργησε, εξ αιτίας και του μετεμφυλιακού συνδρόμου, να ξεσκονίσει και να ανανεώνει την πολιτική της σκέψη. Το σημερινό πολιτικά νεκρό τοπίο, με έναν αδιέξοδο δικομματισμό κομματικών σχημάτων της μεταπολίτευσης απέναντι σε μια αριστερά που κρατάει όχι μια, αλλά πολλές πυξίδες, είναι μέχρις ενός σημείου το τελευταίο κεφάλαιο αυτού του συνδρόμου και της πολιτικής υπεραξίας που παρήγαγε εκατέρωθεν για δεκαετίες.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Με στόχο την άρχουσα τάξη.
Όταν γράφεις και μιλάς για τον Δημοκρατικό Στρατό, το Βίτσι και τον Γράμμο, οι λέξεις δεν περισσεύουν.
Η δράση του στα αφιλόξενα, αλλά ένδοξα για τους μαχητές άνδρες και γυναίκες του ΔΣΕ, βουνά της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας υπήρξε η κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στη νεότερη Ιστορία της Ελλάδας. Ήταν το αποκορύφωμα του λαϊκού ηρωισμού και της επαναστατικής αυταπάρνησης.
Κάθε κορυφή, κάθε δένδρο, κάθε πέτρα του Γράμμου είναι μια ζωντανή μαρτυρία, μια κραυγή λευτεριάς για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Με αυτό το ιδανικό πολεμούσε ο μαχητής του ΔΣΕ σε μέρη απάτητα ακόμη και από πουλιά πετούμενα. Δεν είναι υπερβολή, αλλά ο μύθος του υψώματος “Κλέφτης” ακολουθεί και θα ακολουθεί για πάντα τους αγώνες του ΔΣΕ.
Σε περιγραφές μαχητών αναφέρεται ότι μια ομάδα του ΔΣΕ έκανε μέσα σε μια μέρα 7 αντεπιθέσεις. Για να ανέβει κάποιος από τους πρόποδες έως την κορυφή και να ξανακατέβει χρειάζεται οπωσδήποτε 4 με 5 ώρες.
Πόση δύναμη θέλησης, αντοχής, αυταπάρνησης αλλά και πολεμικής τεχνικής χρειαζόταν για να οργανωθούν αυτές οι αντεπιθέσεις μέσα στη φωτιά της μάχης, κάτω από τη συνεχή πίεση των αεροπλάνων και το ασταμάτητο σφυροκόπημα του πυροβολικού και των άλλων βαρέων όπλων;
Για τους μαχητές του ΔΣΕ ήταν πράγματι ένας αφάνταστα σκληρός και άνισος αγώνας.
Μα, καθώς λέει και ο λαός, κανένας αγώνας δεν κρίνεται από τις δυσκολίες του κι αν ακόμα δεν έχουν λογιστεί σωστά ή με ακρίβεια οι συνθήκες διεξαγωγής του.
Τα λάθη που έγιναν από την ηγεσία του ΚΚΕ, και που αυτά και μόνο αυτά οδήγησαν στην ήττα και την υποχώρηση προς την Αλβανία και τον ξεριζωμό σε δύσβατα και αφιλόξενα μέρη, ήταν μια στιγμή που θα μείνει κενό γράμμα στη μνήμη των μαχητών. Αλλά γι’ αυτούς, η ταξική πάλη έχει πάντα τις δυσκολίες και τους όρους της. Κρίνεται από τους σκοπούς της. Από το εάν αυτοί είναι δίκαιοι.
Κρίνεται από στιγμές που η ιστορία θέτει μπροστά κρίσιμα διλήμματα και αφορούν άμεσα τη ζωή και το μέλλον του λαού. Σε τέτοιες στιγμές κρίνεται η συνέπεια λόγων και έργων, η αποφασιστικότητα στην υπεράσπιση των ιερών και οσίων του λαού. Είναι άλλο πράγμα η τακτική, ο καλός υπολογισμός όλων των παραγόντων, για αποτελεσματική οργάνωση όλων των ενεργειών. Μιλάμε για τη θέση αρχής..
Με αυτά τα ιδανικά πολέμησαν οι αντάρτες του ΔΣΕ τις μεραρχίες του Εθνικού Στρατού, σ’ έναν πόλεμο, που το τέλος του επέφερε πολλές και σημαντικές αλλαγές στην νεώτερη Ιστορία της Ελλάδας.
Για παράδειγμα, επί σειρά ετών, η ιστοριογραφία ακολούθησε την πολιτική διαδρομή της χώρας. Μέχρι την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών οι νικητές που μονοπωλούσαν την εξουσία διαμόρφωσαν επιλεκτικά και με ποικίλους τρόπους τη συλλογική μνήμη.
Η μεταπολίτευση, που εδραίωσε τη δημοκρατία και έλαβε θεσμικά μέτρα άμβλυνσης των αντιθέσεων του παρελθόντος, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για επιστημονική, αντικειμενική έρευνα και κριτική αποτίμηση του εμφυλίου.
Η κυρίαρχη άποψη και φιλολογία εξορκίζει τον εμφύλιο σαν ειδεχθές έγκλημα, σαν παραβίαση της νομιμότητας και της εθνικής ενότητας. Ο εμφύλιος πόλεμος στην ιστορία των χωρών πουθενά δεν ήταν κάτι που εκδηλώθηκε σαν προαποφασισμένο σχέδιο. Ήταν αντικειμενική φυσιολογική εξέλιξη της σύγκρουσης ανάμεσα σε ριζικά αντιτιθέμενα κοινωνικά και ταξικά συμφέροντα.
Η ιστορία διδάσκει ότι η άρχουσα τάξη δεν παραιτείται από την εξουσία της ούτε στο μνήμα της. Να η βασική αιτία των εμφυλίων, της οξύτατης ταξικής σύγκρουσης. Είναι η βίαιη, με όλα τα μέσα υπεράσπιση της εξουσίας της που τη θεωρεί αιώνια και απαραβίαστη και όταν ακόμα έχει πολιτικά ηττηθεί. Όπως έγινε στην Ελλάδα, όπως έγινε χαρακτηριστικά στη Χιλή κι αλλού.
Εξάλλου, ο εξορκισμός των εμφυλίων, της ταξικής πάλης, είναι το σκιάχτρο της άρχουσας τάξης για την υποταγή του εργατικού και λαϊκού κινήματος σε αιώνια σκλαβιά.

