Πληροφορίες:
Τίτλος: Dark Souls Remastered

Διαθέσιμο σε: PlayStation 4 / PC / Xbox One
Δοκιμάστηκε σε: PlayStation 4
Εταιρεία Ανάπτυξης: FromSoftware
Εκδότρια Εταιρεία: Bandai Namco Entertainment
Είδος: Action role-playing
Ηλικίες: 16+

Ημ/νία Κυκλοφορίας: 25 Μαΐου 2018

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Έχει περάσει πολύς καιρός από το ταξίδι μας στον κόσμο του πρώτου Dark Souls. Έχουν ήδη κυκλοφορήσει δύο άμεσες συνέχειες και ένας πνευματικός διάδοχος, το Bloodborne. Όλα τα παιχνίδια της FromSoftware, ήταν αξιόλογα. Παρόλα αυτά, τίποτα δεν συγκρίνεται με την πρώτη επαφή με τη σειρά Dark Souls. Ποιός δεν θυμάται την πρώτη φορά που έβαλε στην κονσόλα του το Dark Souls, πιστεύοντας πως θα παίξει ένα ευχάριστο action RPG; Ξέχασε κανείς το σοκ και τον εκνευρισμό που προκλήθηκε μετά από μερικές μονομαχίες στο παιχνίδι; Παρόλα αυτά, είναι δύσκολο να παρατήσεις το Dark Souls.
Από την πρώτη του κυκλοφορία, το παιχνίδι της FromSoftware φαινόταν πως θα είναι κάτι “μεγάλο”. Δεν ήταν ένα ακόμη RPG. Ήταν κάτι άλλο. Ο χρόνος το δικαίωσε, καθώς, αφού δημιούργησε ολόκληρο ρεύμα και υποείδος παιχνιδιών και αφού απέκτησε μερικές συνέχειες, δεν έπαψε να βρίσκεται στη μνήμη μας ως ένα παιχνίδι-τιτάνας. Το Dark Souls είναι ένα από τα καλύτερα παιχνίδια του είδους, αλλά και γενικότερα, που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ. Όσοι δεν το έχουν παίξει, έκαναν την τύχη τους γιατί μόλις κυκλοφόρησε η καλύτερη έκδοσή του.
Το Dark Souls απέκτησε remaster. Ήταν ανάγκη; Όχι, μάλλον. Είναι όμως το Dark Souls, όπως έπρεπε να ήταν την πρώτη φορά, καθώς μερικές βελτιώσεις ανεβάζουν την εμπειρία ακόμη υψηλότερα από όσο ήδη ήταν. Καταρχάς, δεν υπάρχουν αλλαγές στη βάση του gameplay. Όποιος έχει παίξει το αρχικό παιχνίδι, θα νιώσει σαν στο σπίτι του. Ζηλεύουμε όσους θα το βιώσουν για πρώτη φορά στη remastered έκδοση. Η πρώτη επαφή με το Dark Souls είναι κάτι το ανεπανάληπτο. Και σήμερα, πάντως, στέκεται μια χαρά γιατί η δομή του αποδεικνύεται διαχρονική.
Τι κάνει, όμως, το Dark Souls να ξεχωρίζει τόσο πολύ; Φαινομενικά, είναι ένα απλό action RPG. Επιλέγουμε κλάση, φτιάχνουμε χαρακτήρα και ξεκινάμε. Βλέπουμε δράκους, μαγεία και άλλα χαρακτηριστικά, γνώριμα στους fans του είδους. Όμως, το Dark Souls δείχνει την ταυτότητά του από νωρίς. Πολλά είναι τα παιχνίδια που “δεν μας κρατούν από το χέρι”, που δεν μας εξηγούν τα πάντα και δεν μας βοηθούν κάθε στιγμή. Το Dark Souls, όμως, πάει τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα. Μας κόβει το χέρι και το πετάει στον γκρεμό. Μας εξηγεί πώς λειτουργούν οι βασικές κινήσεις και μετά μας αφήνει ελεύθερους σε έναν από τους πιο σκοτεινούς, μακάβριους και απειλητικούς κόσμους που έχει υπάρξει σε video game. Από τις πρώτες μάχες, συνειδητοποιούμε πως δεν θα φτάσουμε εύκολα μακριά, καθώς είναι βάναυσες και τελειώνουν πολύ γρήγορα, με εμάς ηττημένο.
Ακόμη πιο βασανιστικά, είναι τα boss fights. Πεθαίνουμε συνεχώς, πολύ εύκολα και σιγά σιγά καταλαβαίνουμε τι φταίει. Δεν είναι πως δεν έχουμε αρκετά levels. Ούτε χρειαζόμαστε αναβαθμισμένες πανοπλίες. Απλώς, πρέπει να μάθουμε τέλεια το σύστημα του παιχνιδιού. Πρέπει να καταλάβουμε πώς λειτουργούν οι αντίπαλοί μας, πώς “σκέφτονται” και πώς κινούνται στον χώρο. Το συναίσθημα που προκαλεί το Dark Souls, μόλις το “τιθασεύσουμε”, είναι ανεπανάληπτο.

Ο κόσμος του, εκτός από σκληρός και μοχθηρός, είναι πανέμορφος. Η ομορφιά του, όμως, δεν είναι συνηθισμένη. Η ομορφιά του κόσμου του Dark Souls, είναι δυστυχισμένη, μοναχική και ερημωμένη. Τα άδεια κτίρια, τα μουντά χρώματα και οι ξερακιανές τοποθεσίες, ταιριάζουν απόλυτα στο σενάριο και το gameplay. Το σενάριο κινείται στο ίδιο ύφος: βασανισμένο, μουντό και μοναχικό. Δεν υπάρχει εκτενής αφήγηση, παρά μόνο μερικά σύντομα cut-scenes και διάλογοι με τους σκόρπιους NPCs, που μοιάζουν συντετριμμένοι, δυστυχισμένοι και μόνοι, αλλά δεν φαίνεται να τους πτοεί πολύ. Η ιστορία παρουσιάζεται με μία πολύ πετυχημένη μίνιμαλ προσέγγιση και περιέχει εξαιρετικό lore. Επίσης, η μουσική και το voice acting συνεισφέρουν στην απίστευτη ατμόσφαιρα του παιχνιδιού με τον καλύτερο τρόπο.

Εκτός από τη θέα, το Dark Souls έχει και πανέμορφο level design. Ο σχεδιασμός των επιπέδων, η τοποθέτηση εχθρών, αντικειμένων και μυστικών, καθώς και τα περίφημα shortcuts, είναι κορυφαίας και αξεπέραστης ποιότητας. Δεν υπάρχει χάρτης και έτσι πρέπει να βρούμε τον δρόμο μόνοι μας, όμως η δουλειά που έχει γίνει είναι πραγματικά εντυπωσιακή και δεν χανόμαστε, ούτε και μπορούμε να σταματήσουμε να εξερευνούμε. Ακόμη και επίπεδα των οποίων το design είναι εκνευριστικό (εσκεμμένα σίγουρα), όπως τα Depths, είναι ξεκάθαρα δομημένα μετά από πολλή σκέψη και έξυπνες επιλογές. Για να βρούμε κάθε μυστικό του παιχνιδιού χρειαζόμαστε πάνω από 100 ώρες, ενώ ένα playthrough μπορεί να διαρκέσει κοντά στις 50. Μετά τον τερματισμό, έχουμε το new game plus και στο remaster περιέχεται το expansion Artorias of the Abyss, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τη διάρκεια.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Με το remaster, η μοναχικότητα μετριάζεται ακόμη περισσότερο, καθώς αυτή τη φορά υπάρχουν dedicated servers και όχι peer-to-peer και έτσι το multiplayer λειτουργεί πιο ομαλά. Στο online play μπορούμε να συνυπάρξουμε με 6 το πολύ άτομα (από τα 4 του original), σε PvP ή PvE. Επίσης, μπορούμε να παίξουμε σε password protected matchmaking, ώστε να είμαστε στο παιχνίδι με τους φίλους μας. Για να παίξουμε με 6 άτομα, χρειαζόμαστε ένα αντικείμενο, το Dried Finger, το οποίο χάριν ευκολίας βρίσκεται στο stock του εμπόρου στο Undead Burg. Επίσης, για την εξισορρόπηση του παιχνιδιού έχουν γίνει μερικές ακόμη αλλαγές, όπως η εξίσωση των levels και του εξοπλισμού των guests με του host.

Οι αλλαγές δεν περιορίζονται στο online κομμάτι. Έχουν γίνει μερικές μικρές, αλλά ουσιαστικές διαφοροποιήσεις που κάνουν το παιχνίδι να ρέει καλύτερα. Πλέον, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε πολλά (ίδια κάθε φορά) αντικείμενα ταυτόχρονα. Έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε Covenant σε οποιαδήποτε Bonfire. Ακόμη, υπάρχει μία νέα Bonfire κοντά στις κατακόμβες. Ένα feature που ζητούσε πολύς κόσμος, επιτέλους ενσωματώθηκε: μπορούμε να αλλάξουμε το button configuration. Επίσης, τα menus και οι χρήσεις τους έχουν υποστεί μερικές βελτιώσεις.
Προχωρώντας σε άλλες αλλαγές του remaster, βλέπουμε πως οι οπτικές αναβαθμίσεις δεν είναι όσο έντονες θα περιμέναμε και θα θέλαμε. Σίγουρα, η ανάλυση του remaster (native 4K με 60fps σε PC, upscaled 4K με 60fps σε PS4 Pro και Xbox One X, ενώ στις απλές κονσόλες είναι 1080p και 60fps) και τα καθαρότερα textures βοηθούν την εικόνα του. Παρόλα αυτά, δημιουργούνται μερικές αντιθέσεις. Το Dark Souls ποτέ δεν ήταν στην κορυφή, όσον αφορά τον τεχνικό του τομέα. Στο φόντο, βλέπουμε περιβάλλοντα που αποτελούνται από λίγα πολύγωνα, δεν έχουν αλλάξει και δείχνουν θολά –ακόμη περισσότερο στο remaster, καθώς συγκρίνονται με καλύτερης ποιότητας textures. Τα μοντέλα των χαρακτήρων δεν φαίνεται να βελτιώθηκαν ιδιαίτερα και ο φωτισμός δεν συμβαδίζει με τα δεδομένα της εποχής. Το φως και η συμπεριφορά του, έχουν αλλάξει αρκετά από το original, όμως δεν είναι πάντα προς το καλύτερο. Υπάρχει το bloom και ο αντικατοπτρισμός δείχνει πολύ καλύτερος, όμως δεν υπάρχει συνέπεια καθώς πολλές φορές βλέπουμε εικόνες που μας θυμίζουν παλιότερες γενιές. Τα animations ήταν και παραμένουν απότομα και χοντροκομμένα. Στο remaster, επίσης, βλέπουμε μερικές νέες λεπτομέρειες όπως την κίνηση των φυτών στον αέρα και τις ανανεωμένες fog gates. Τα particles, γενικότερα, δείχνουν και αντιδρούν καλύτερα και έτσι έχουμε πιο εντυπωσιακά οπτικά εφέ. Συνολικά, η οπτική απεικόνιση του remaster είναι βελτιωμένη σε σχέση με του πρωτότυπου, δεν εντυπωσιάζει όμως σε καμία περίπτωση, με τα σημερινά δεδομένα. Δεν φτάνει την αντίστοιχη των επόμενων Dark Souls παιχνιδιών και έτσι το πρώτο δείχνει πολύ γερασμένο. Επίσης, διατηρούνται αρκετά bugs και glitches (τα περισσότερα ασήμαντα), όπως τα κολλήματα μέσα στους τοίχους, η εξαφάνιση εχθρών και άλλα παρόμοιας φύσεως.

Υπάρχει όμως μία βελτίωση που όντως κάνει διαφορά. Τα frames per second, αυτή τη φορά είναι πολύ πιο σταθερά και ανεβασμένα στα 60. Το παιχνίδι επωφελείται πάρα πολύ από αυτή την αναβάθμιση. Είναι λογικό, εφόσον έχουμε να κάνουμε με ένα action RPG με πανδύσκολες μάχες, οι οποίες στηρίζονται κυρίως στην παρατήρηση των patterns των εχθρών και την γρήγορη ανταπόκριση στις επιθέσεις τους. Ακόμη, στην πρώτη του έκδοση, το Dark Souls είχε διάφορες περιοχές που έπασχαν χάρη στο χαμηλό frame rate. Αυτά είναι προβλήματα του παρελθόντος, καθώς η νέα remastered εκδοχή τρέχει άψογα παντού και πάντα (ακόμη και στην Blighttown).

Η αύξηση και σταθεροποίηση του frame rate είναι πολύ καλοδεχούμενη, καθώς βοηθάει στο να μην νιώθουμε ποτέ πως οι μάχες είναι άδικες. Πλέον κυλούν ομαλά, παρά το απαρχαιωμένο animation και τα bosses είναι καλύτερα από ποτέ. Γενικά, παρά τα ατοπήματα και τις παραβλέψεις, το Dark Souls στη remastered έκδοσή του, δείχνει όσο καλύτερο το έχουμε δει και ο φοβερός σχεδιασμός τεράτων και τοποθεσιών ξεχωρίζει ακόμη καλύτερα.
Συμπέρασμα
Η remastered έκδοση του Dark Souls δεν έχει να προσφέρει πολλά σε κάποιον που το έχει ήδη παίξει αρκετά. Οι αλλαγές που έχουν γίνει, το βελτιώνουν σε διάφορους τομείς, όμως δεν υπάρχει τεράστια διαφορά, αρκετή ώστε να είναι επιτακτική η επιστροφή των παλαίμαχων. Παρόλα αυτά, όσοι δεν έχουν ζήσει την εμπειρία στην ώρα της, ας ετοιμαστούν να πεθάνουν πολλές φορές και να παίξουν ένα από τα καλύτερα παιχνίδια όλων των εποχών στην καλύτερη μορφή του.
Βαθμολογία: 8/10

Το παιχνίδι μάς παραχωρήθηκε από την εκδότρια εταιρεία για τις ανάγκες του Review.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης