Παύλος Κιρκασίδης

Όταν ο δημοσιογράφος αρχίζει να προβληματίζεται για το αν μια συγκεκριμένη είδηση πρέπει να μπει στα πολιτικά ή στα παραπολιτικά, τότε, ή ο δημοσιογράφος είναι για τα πανηγύρια ή όσοι παρήγαγαν πρωτογενώς το γεγονός που αναφέρεται σε αυτήν, δηλαδή οι ίδιοι οι πολιτικοί «μας». 

Ίσως να φταίει κι αυτή η σύγχυση πούχουμε πλέον πάθει όλοι μας, κάτι σε νοητικό τζετ-λαγκ ένα πράμα, και δεν ξέρουμε πλέον, όχι απλώς πού πατάμε και πού πηγαίνουμε, αλλά και αν αυτό που ζούμε «είναι αλήθεια ή παραίσθηση», κατά το γνωστό στίχο. 

Ιδού λοιπόν μια τέτοια είδηση την οποία ο γράφων δηλώνει πως αρνείται να την καταχωρίσει στη στήλη των κανονικών πολιτικών ειδήσεων, θεωρώντας πως της αξίζει μονάχα ο υφέρπων χλευασμός μιας αυθάδους παραπολιτικής αντιμετώπισης. 

Και για να μην σας ζαλίζουμε με λόγιους όρους που δείχνουν στο διευθυντή μας πως είμεθα μορφωμένοι κι όχι ό,τι-κι ό,τι να σας το πούμε απλά, πως με την είδηση που ακολουθεί μόνο να γελάσει μπορεί κανείς «πλέον» και «στην Ελλάδα». 

Και λέμε «πλέον» διότι ίσως αν συνέβαινε αυτό πριν μερικές δεκαετίες θα είχε γίνει πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες, και λέμε «στην Ελλάδα» διότι αν γινόταν σε κάποια άλλη πολιτισμένη χώρα του κόσμου, (Ιράν, Κίνα, Παπούα-Νέα Γουινέα κλπ), ίσως κάποιοι να είχαν απαλλαγεί οριστικά από τους πονοκεφάλους, μαζί με το ίδιο τους το κεφάλι φυσικά.

Ας πούμε λοιπόν τη ρημάδα την «είδηση»...

Η Δημοτική Αστυνομία μπορεί να καταργήθηκε, αλλά οι κάθε λογής προμήθειες που αφορούσαν το συγκεκριμένο Σώμα, όχι μόνο εξακολουθούν να τρέχουν αλλά και θα πληρωθούν μέχρι κεραίας. Που σημαίνει πως, μπορεί να μην υπάρχουν πλέον ανάγκες σε μηχανάκια ή στολές ή αυτοκίνητα ή ό,τι άλλο αφορούσε τους Δημοτικούς Αστυνομικούς, ωστόσο αυτά, και θα πληρωθούν και θα παραληφθούν, καθώς κανείς, (πρωθυπουργός, υπουργός, γραμματέας, δήμαρχος, καφετζής, μπουφετζής, λευκά είδη-είδη προικός), δεν προβληματίστηκε νωρίτερα πάνω στο θέμα…  

Και την ίδια στιγμή που το κράτος κόβει τη σύνταξη των 300 ευρώ και φορολογεί μέχρι και τους εργαζόμενους (βλ.επαίτες) που ζουν με 5.000 ευρώ το χρόνο, θα υποχρεωθεί να πληρώσει περίπου 1.000.000 ευρώ, (τόσα λένε – άμα θέλουμε τους πιστεύουμε και το πιο πιθανό είναι να κρύβουν και καμιά δεκαριά ακόμη εκατομμύρια), για υλικά και εξοπλισμό που, όχι μόνο δεν θα χρησιμοποιηθούν ποτέ και από κανένα, αλλά και θα σαπίσουν σε καμιά μάντρα ή αποθήκη, αν δεν φροντίσει φυσικά να τα «αξιοποιήσει» κάποιος γάτος του Δημοσίου ή ο μπατζανάκης του αντιδημάρχου. 

Διαβάζουμε από την Ελευθεροτυπία: 

«Ο υπουργός (Γ. Μιχελάκης) αναφέρει πάντως πως το όλον θέμα είναι εις γνώσιν του υπουργείου». Δηλαδή άμα «το όλον θέμα» δεν ήτο «εις γνώσιν» του υπουργείου κ. Μιχελάκη μου τι άλλο χειρότερο θα μπορούσε να μας συμβεί; Να αγοράζαμε σανό για τ’ άλογα του Όθωνος; 

Kαι ο κ. Μιχελάκης συνεχίζει…  «… (το υπουργείο) μελετά την προώθηση νομοθετικής ρύθμισης ώστε να μην προκληθεί οικονομική ζημιά ούτε στους Δήμους ούτε στις προμηθεύτριες εταιρείες». 

Τι θέλει ακριβώς να πει ο ποιητής με αυτό; Πώς ακριβώς είναι δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο; Μήπως εννοεί να μοιραστεί η ζημιά; Δηλαδή από τη μια μεριά το Δημόσιο να πετάξει στα σκουπίδια μερικά εκατομμύρια λιγότερα, κι από την άλλη μεριά να φάνε μια (ακόμη) σφαλιάρα εταιρείες που ούτως ή άλλως είναι στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης έτσι ώστε να κλείσουν μια ώρα αρχύτερα να μην ταλαιπωρούνται και αυτοί που τις έχουν… 

Λοιπόν να προτείνει κάτι και η Αυτής Ασημαντότης μας; Να μη συμβεί ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Να πληρώσει τα γαμ…(τα γαμπριάτικα εννοούμε) η κυβέρνηση, καθώς με δικές της αποφάσεις ζημιώθηκε (και πάλι) το Δημόσιο. Νομίζουμε ότι αυτή θα ήταν η καλύτερη λύση. Και η πιο ξεκάθαρη. 

Δε συμφωνείτε κύριε Μιχελάκη; Γιατί όμως δε συμφωνείτε;

(Το άρθρο περιμένει απάντηση… )

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης