Σωρεία δημοσιευμάτων του διεθνούς Τύπου αναφέρονται, όπως ήταν επόμενo, στην πολύκροτη συντριβή του αεροσκάφους τύπου Boeing 777 των Μαλαισιανών Αερογραμμών στην Ουκρανία. Ιδιαίτερα προσεκτικός είναι στην πλειοψηφία του ο γερμανικός και ολλανδικός Τύπος όσον αφορά στην απόδοση ευθυνών για τη συντριβή, ενώ τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης τονίζουν την άμεση σύνδεση του γεγονότος με την ένοπλη σύγκρουση στην Ουκρανία.
Ειδικότερα, σε δημοσίευμά της η Frankfurter Allgemeine Zeitung αναφέρει: «Πρέπει να βρεθούν οι ένοχοι και να τιμωρηθούν, ανεξαρτήτως από ποια πλευρά βρίσκονται. Για τον υπεύθυνο αυτού του πολέμου υπάρχει βεβαιότητα, ακόμη κι αν ορισμένοι αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό το γεγονός ότι οι ουκρανικές μονάδες βάλλονται από ρωσικό έδαφος και ότι ρωσικά μαχητικά χτύπησαν ουκρανικά αεροσκάφη». ο Γερμανός σχολιαστής καταλήγει ότι «Η ΕΕ δυσκολεύεται στο θέμα επιβολής κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας», παρατηρεί.
«Κάθε φορά που δείχνει η Ρωσία μια πιο συμβιβαστική στάση, οι Ευρωπαίοι θέλουν να το βλέπουν ως αχτίδα ελπίδας. Είναι σωστό να χρησιμοποιεί κανείς μικρές ευκαιρίες για διαπραγματεύσεις, αλλά έχει φτάσει η στιγμή για πιο σκληρές κυρώσεις από αυτές που αποφάσισε η ΕΕ προχθές στις Βρυξέλλες», μεταδίδει η Deutsche Welle.
Η εφημερίδα Hessische Niedersächsische Allgemeine προειδοποιεί ότι δεν πρέπει να βγαίνουν γρήγορα συμπεράσματα. «Γιατί καμιά από τις εμπόλεμες πλευρές δεν έχει συμφέρον από την κατάρριψη ενός αεροσκάφους της πολιτικής αεροπορίας. Ορισμένες ενδείξεις οδηγούν στο λάθος. Από τους φιλορώσους αυτονομιστές; Από τον ουκρανικό στρατό; Από ρωσικές μονάδες; Το ποια πλευρά φέρει την ευθύνη, δεν θα ξεκαθαριστεί γρήγορα. Οι συγγενείς των θυμάτων έχουν πάντως το δικαίωμα να μάθουν την αλήθεια».
Η ολλανδική εφημερίδα de Volkskrant θέτει τη Μόσχα προ των ευθυνών της. «Εάν αποδειχθεί ότι πράγματι οι αυτονομιστές κατέρριψαν το αεροσκάφος, θα προκληθεί ένα διπλωματικό τσουνάμι κατά της Ρωσίας (…). Το Κρεμλίνο βρίσκεται ενώπιον διλήμματος. Θα μπορούσε να άρει την υποστήριξή του στους αυτονομιστές, να κλείσει τα σύνορα και να παρακολουθεί τον ουκρανικό στρατό να καταστέλλει την εξέγερση. Θα ήταν ένα πικρό ποτήρι για το Πούτιν. Αλλά και η εναλλακτική είναι εξίσου δυσάρεστη, η επιστροφή στη σκοτεινή περίοδο του Ψυχρού Πολέμου», παρατηρεί ο ολλανδός σχολιαστής.
Ο αμερικανικός Τύπος
Τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης συνδέουν άμεσα την κατάρριψη του αεροσκάφους της εταιρείας Malaysia Airlines με τις συρράξεις που λαμβάνουν χώρα στην Ουκρανία.
Οι New York Times, σε κύριο άρθρο της, χαρακτηρίζει την κατάρριψη του αεροπλάνου ως τη «χειρότερη, μέχρι στιγμής, καταστροφή σε μια ολοένα και πιο βάρβαρη διαμάχη που θα μπορούσε και θα έπρεπε να είχε τερματιστεί εδώ και πολύ καιρό». Η εφημερίδα αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «ο άνθρωπος που μπορεί να σταματήσει την ουκρανική διαμάχη είναι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, αφενός καλώντας τους ρωσόφωνους αυτονομιστές στην ανατολική Ουκρανία να σταματήσουν τις επιθέσεις τους, αφετέρου τερματίζοντας τη ροή χρημάτων και βαρέος οπλισμού σε αυτές τις ομάδες».
Η Washington Post σε κύριο άρθρο της, υποστηρίζει ότι «οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν πρέπει να επιτρέψουν στη Ρωσία και στους πράκτορές της να καλύψουν το τρομερό έγκλημα με το τζετ των μαλαισιανών αερογραμμών.
Αντίθετα, θα πρέπει να επιμείνουν να διεξαχθεί διεθνής έρευνα, υπό την αιγίδα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, προκειμένου να εξακριβωθεί ο τρόπος με τον οποίο κατερρίφθη το αεροπλάνο και από πού προέρχονταν τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον του».
Η Wall Street Journal τονίζει ότι «η Ρωσία αντιμετωπίζει έντονη κριτική για τη συντριβή του αεροπλάνου, για την οποία οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι κατέπεσε από ένα πύραυλο εδάφους-αέρος». Η εφημερίδα σημειώνει ότι «ο Λευκός Οίκος επέκρινε δριμύτατα τη Ρωσία, λέγοντας ότι έχει δώσει στους αυτονομιστές βαριά όπλα».
Η ηλεκτρονική εφημερίδα Politico (Ουάσινγκτον) διατυπώνει την άποψη ότι «το αεροπορικό δυστύχημα εντείνει την πίεση από τη Δύση για το θέμα της Ουκρανίας» υπογραμμίζοντας ότι: «Η συντριβή του αεροπλάνου δημιουργεί πολύ περισσότερα ερωτήματα, παρά απαντήσεις, αλλά ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: οι θάνατοι περίπου 300 ανθρώπων θα προκαλέσουμ νέες πιέσεις του Λευκού Οίκου και των Ευρωπαίων ηγετών για τη σύγκρουση στην Ουκρανία και την αντιμετώπιση του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν».