Από τις αρχές του προηγούμενου μήνα, ο κύριος Αργύρης πέρασε για ακόμα μία χρονιά το κατώφλι του βιβλιοπωλείου της γειτονιάς του, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, για να προμηθευτεί χριστουγεννιάτικες κάρτες. Μισό αιώνα τώρα, ο 80χρονος στέλνει ταχυδρομικά τις εορταστικές του κάρτες και το ίδιο σκοπεύει να κάνει και φέτος. Τι κι αν τα εγγόνια του τού λένε συνεχώς: «Παππού, θα στείλουμε κάρτες από το κινητό», «θα κάνουμε βιντεοκλήση στο Viber για την Αυστραλία ή τη Γερμανία σε όσους θέλεις». Εκείνος αρνείται πεισματικά και λέει: «Θέλω να γράφω το όνομά μου. Να τις έχουν φίλοι και συγγενείς μου για πάντα».
Ο κύριος Αργύρης δεν είναι ο μόνος «φύλακας» της χριστουγεννιάτικης αυτής παράδοσης, που εδώ και αρκετά χρόνια έχει ξεθωριάσει. Όπως λένε τυπογράφοι, ταχυδρόμοι και βιβλιοπώλες, υπάρχει ακόμη μια μικρή ομάδα «ρομαντικών αρνητών» της ψηφιακής ευχής. Όπως σημειώνουν, η αποστολή εορταστικών καρτών έχει πλέον πέσει όσο ποτέ, αφού τα sms, τα μηνύματα στο messenger και στις άλλες διαδικτυακές εφαρμογές και οι μαζικές αποστολές ευχών με e-mails άφησαν «στην απ’ έξω» την κάρτα. Την ίδια ώρα, η είδηση ότι στην Αυστρία οι κάρτες καταργούνται, προκαλεί επιπλέον θλίψη, καθώς δεν αποκλείεται να ακολουθήσουν και άλλες χώρες το παράδειγμα αυτό.
Μια ζωή μέσα στις κάρτες, στο τυπογραφείο
Γυρίζοντας πίσω τον χρόνο, στο 1980, στο Μπεζεστένι Θεσσαλονίκης, τέσσερις μηχανές δουλεύουν ασταμάτητα. Η μυρωδιά του χαρτιού γεμίζει τον χώρο. Άγιοι Βασίληδες, φάτνες, γιορτινά σκηνικά περνούν από τα εκτυπωτήρια και γίνονται ανάρπαστες πριν καν προλάβουν να μπουν, τυπωμένες, στις κούτες.
Ήταν τότε που όλοι, μα όλοι, έστελναν κάρτες. Όπως περιγράφει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Χρήστος Χατζηλάρης, ιδιοκτήτης τρίτης γενιάς, οι παραγγελίες ήταν κάθε χρόνο μια πρόκληση. Σήμερα, κρατώντας στα χέρια του κάποιες από τις παλιές κάρτες και, μέσα από τις περιγραφές του πατέρα του, ταξιδεύει με την αφήγησή του δεκαετίες πριν.
«Μπήκα στον χώρο το 2008 και μάλλον τότε είχε ξεκινήσει και η αντίστροφη μέτρηση. Έζησα στο τυπογραφείο όλη τη μετάβαση. Η πτώση ξεκίνησε με την είσοδο της τεχνολογίας. Παλιά τυπώναμε κάρτες σχεδόν για όλους· δεν υπήρχε σύλλογος που να μην είχε τις δικές του. Γιατροί, δικηγόροι, λογιστές, διαφημιστικές που έστελναν ευχές στους πελάτες τους, και φυσικά βιβλιοπωλεία, για τον κόσμο που αγαπούσε τη διαδικασία», εξηγεί.
Όπως και οι άλλοι τυπογράφοι, είχαν τότε τεράστιο φόρτο εργασίας. Ο κόσμος περίμενε από το φθινόπωρο για τις εορταστικές κάρτες και κάποιοι, μάλιστα, έκαναν ειδική παραγγελία με εικόνα της επιλογής τους. Τα μηχανήματα έπαιρναν «φωτιά» καθώς δούλευαν χωρίς σταματημό. Οι εταιρείες και τα βιβλιοπωλεία έκαναν μεγάλες παραγγελίες και ήταν μια πολύ καλή περίοδος.
Ο πατέρας του ήταν εκείνος που έχει ζήσει και το ξεκίνημα της εορταστικής κάρτας. Από τα 14 του, μέσα στο τυπογραφείο στην «καρδιά» της Θεσσαλονίκης, από το 1957 στην παραγωγή, ήταν από τους πρώτους που τύπωσαν κάρτες. «Τότε οι κάρτες γίνονταν με στοιχεία και στοιχειοθεσία – έγραφαν τις ευχές στο πίσω μέρος και μετά τυπώνονταν. Άλλη εποχή, άλλα δεδομένα», λέει ο κ. Χατζηλάρης.

Χρήστος Χατζηλάρης
Ο ταχυδρόμος που «έφερνε» τις γιορτές
Πολλά χρόνια πριν, οι ταχυδρόμοι ήταν αυτοί που έφερναν τις ευχές μέσα στα σπίτια. Με τη χαρακτηριστική τσάντα στον ώμο, γεμάτη κάρτες αυτή την εποχή, περπατούσαν στις γειτονιές και, όπως αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θεόδωρος Σίμου, πρόεδρος των συνταξιούχων ταχυδρομικών Θεσσαλονίκης, «όταν ξεκινούσαμε τη διανομή, όλοι ήξεραν πως έρχονται οι γιορτές».
Στα 35 χρόνια υπηρεσίας του, πέρασαν από τα χέρια του εκατομμύρια κάρτες. Δεν ξεχνά τις πρώτες μέρες του Δεκεμβρίου, όταν συγγενείς περίμεναν με ανυπομονησία στο παράθυρο, και άλλαζε όλη η έκφρασή τους όταν χτυπούσε το κουδούνι και ήταν ο ταχυδρόμος με τις κάρτες των γιορτών.
«Εμείς δίναμε τη χαρά στο σπίτι. Όσο από πιο μακριά ερχόταν η κάρτα, τόσο μεγαλύτερη η συγκίνηση. Ήταν πολύτιμες. Τις έβαζαν στο σαλόνι, στο ψυγείο, κάτω από το δέντρο. Πάντα σε περίοπτη θέση. Κουβαλούσαν πολλά και όμορφα συναισθήματα», εξηγεί ο πρόεδρος. Όπως σημειώνει, η αισθητή πτώση στις κάρτες των γιορτών ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια. Οι τσάντες των ταχυδρόμων άρχισαν σταδιακά να… ελαφραίνουν με «λιγότερες ευχές, λιγότερες κάρτες».
«Δεν έγραφε, δεν έστελνε πια ο κόσμος… Εκεί που είχαμε μέχρι και τις μουσικές κάρτες, αυτές που άνοιγες και έπαιζαν κάλαντα ή τις τρισδιάστατες με χριστουγεννιάτικες ιστορίες, φτάσαμε να τις έχουμε ως είδος προς εξαφάνιση», περιγράφει ο κ. Σίμου.
Ο ίδιος και οι συνάδελφοί του νιώθουν τυχεροί που κουβάλησαν τόσες κάρτες και μετέφεραν τόσες ευχές στις ζωές των ανθρώπων. «Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες ηλεκτρονικές κάρτες και να βγουν, δεν θα ξεχάσω τα πρόσωπα –κυρίως ηλικιωμένων– που περίμεναν τις κάρτες από τα παιδιά τους», καταλήγει.
Οι φανατικοί της κάρτας των γιορτών
Οι άνθρωπο που αποτελούσαν την αλυσίδα της κάρτας των γιορτών λένε πως το να στέλνει κάποιος κάρτα -ιδιαίτερα για τους νέους- είναι μάλλον μακρινό, αν και υπάρχουν και αυτοί που το κάνουν και συνήθως συνοδεύουν την κάρτα με δέματα ή καλάθια με δώρα.
Όμως υπάρχει ακόμη μια γενιά ανθρώπων που, με πείσμα και ρομαντισμό, γράφει στο χέρι ένα «Καλά Χριστούγεννα». Γιατί η κάρτα, όπως λένε, δεν είναι μόνο μια απλή ευχή. Είναι χειρονομία, χρόνος, μνήμη. Και κάποιοι διατηρούν τη μνήμη ζωντανή, όπως ο κύριος Αργύρης και οι λιγοστοί που κρατούν ζωντανό το μελάνι των γιορτών.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
