Αν και το θέμα της παράτασης της μητρότητας είναι πολυσυζητημένο, μια πρόσφατη δημοσίευση έρχεται να «ταράξει τα νερά» για τις γυναίκες που αναβάλλουν τη διαδικασία απόκτησης παιδιού, λόγω επαγγελματικών ή προσωπικών επιλογών.
Με βάση αυτή τη δημοσίευση, οι γυναίκες που καθυστερούν να κάνουν παιδί, μετά τα 35 έτη, κινδυνεύουν να μην το αποκτήσουν ποτέ, αφού οι θεραπείες γονιμότητας δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα «χαμένα» χρόνια.
Η μελέτη-ανασκόπηση κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:
• Η γυναικεία γονιμότητα ελαττώνεται σημαντικά μετά τα 35 έτη.
• Η ανδρική γονιμότητα μειώνεται επίσης με την πάροδο της ηλικίας. Ο άνδρας ηλικίας 40 ετών μπορεί να χρειαστεί 2 χρόνια για να πετύχει εγκυμοσύνη, ακόμη κι αν η σύντροφός του είναι 20-25 ετών.
• Οι γυναίκες που μένουν έγκυες μετά τα 35 έτη έχουν πενταπλάσια πιθανότητα προβλημάτων στην εγκυμοσύνη σε σχέση με τις γυναίκες ηλικίας 20-30 χρόνων. Η πιο συχνή επιπλοκή είναι η αποβολή.
• Ύστερα από εξωσωματική γονιμοποίηση, μόνο το 23% των γυναικών θα αποκτήσει παιδί στην ηλικία των 40 ετών, συγκριτικά με πάνω από 80% των γυναικών έως 35 χρόνων. Αυτά τα ποσοστά ισχύουν έπειτα από επανειλημμένες προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Από τα προαναφερθέντα είναι εμφανές ότι η επίδραση του χρόνου στη γονιμότητα του ζευγαριού αποτελεί τον κύριο περιοριστικό παράγοντα για την επίτευξη εγκυμοσύνης, είτε με φυσικό τρόπο είτε ύστερα από θεραπεία γονιμότητας. Αυτό συνεπάγεται ότι οι σχετικές θεραπείες, συμπεριλαμβανομένης και της εξωσωματικής γονιμοποίησης, δεν μπορούν, επί του παρόντος, να διορθώσουν την αδυναμία γονιμότητας που παρουσιάζεται σε πολλά ζευγάρια λόγω ηλικίας.
Το κείμενο επιμελήθηκε ο δρ ΘΑΝΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ MD(London) MRCOG FHEA
Μαιευτήρας Χειρ. Γυναικολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Λονδίνου, www.gynaikologos.net

