Σ’ ένα από τα ταξίδια μου στην Αγγλία (το πρώτο μου ταξίδι συγκεκριμένα) θυμάμαι το δέος και τη ζάλη μπροστά στο μπερδεμένο δίκτυό της. Είχα δυσκολία να μετακινηθώ με το μετρό, αφού τότε στη χώρα μας δεν υπήρχε ούτε σαν ιδέα.
Η ευγένεια και η προθυμία των υπαλλήλων του μετρό, όταν ζητούσα τη βοήθειά τους ή μία εξήγηση, ήταν αξιομνημόνευτη. Και πέραν των υπαλλήλων, και δύο περαστικοί που έτυχε να τους σταματήσω και να ζητήσω μια πληροφορία, κι αυτοί, όχι μόνο μου εξήγησαν αυτό που ρωτούσα, αλλά έκαναν τον κόπο να με συνοδεύσουν σ’ ένα σημείο όπου θα γίνονταν πιο κατανοητές οι κατευθύνσεις που μου έδιναν. Οι άνθρωποι θυσίασαν και κόπο και χρόνο για μένα, για έναν ξένο άνθρωπο που ούτε είχαν ξαναδεί, αλλά και ούτε θα ξανάβλεπαν ποτέ.
Στα καταστήματα άκουσα τους πωλητές να ευχαριστούν τους πελάτες και το αντίστροφο -πράγμα πολύ λογικό, αν το σκεφτεί κανείς, αφού και οι μεν και οι δε έχουν ευνόητους λόγους να ευχαριστούν ο ένας τον άλλον.
Βέβαια, τα συμπεράσματα αυτά είναι και υποκειμενικά και πρόχειρα. Η συγκεκριμένη μεγαλούπολη της Αγγλίας έχει και μεγάλο ποσοστό εγκληματικότητας, και γενικά ο λαός που την κατοικεί δεν φημίζεται ακριβώς για την καλή και έντιμη συμπεριφορά του προς τους άλλους. Παρ’ όλα αυτά, οι δύο ή τρεις ευγενείς πολίτες κέρδισαν τις καλές εντυπώσεις ενός επισκέπτη της χώρας τους και έδωσαν το «καλό όνομα» στο σύνολο του λαού τους.
Αυτό το καλοκαίρι έμεινα για λίγες μέρες στην Τήνο. Από περιέργεια θέλησα να δω την στάση μας απέναντι στους ξένους.
Στην περιοχή όπου έμενα υπήρχε ένας μόνον δρομάκος μπροστά από τα σπίτια, κι αυτός στενός. Σε κάποια σημεία, όταν δυο αυτοκίνητα έρχονταν από αντίθετες κατευθύνσεις, το ένα έπρεπε να σταματήσει ή να κάνει λίγο πίσω, μέχρι να βρεθεί πλάτωμα για να προσπεράσουν το ένα το άλλο.
Ούτε ένας οδηγός δεν οπισθοχώρησε, ώστε να αφήσει τόπο στον άλλον. Και ούτε ένας δεν ευχαρίστησε τον οδηγό που έμπαινε στον κόπο να του εξασφαλίσει χώρο για να περάσει. Η πλειοψηφία των ξένων οδηγών και οπισθοχωρούσαν και χαιρετούσαν ευχαριστώντας τον οδηγό που μόλις εξυπηρέτησαν!
Σε εστιατόριο, όπου έτρωγαν οικογένειες ξένων με μικρά παιδιά με απόλυτη τάξη και ηρεμία, αρκούσε μια ελληνική παρέα από τέσσερις μεγάλους και δυο παιδιά για να ενοχλήσει με τις φωνές και την αδιακρισία της τους πάντες.
Μέσα στην Εκκλησία, την ημέρα της 15ης Αυγούστου γινόταν χάος. Οι λίγοι άνθρωποι που έδειχναν να συνειδητοποιούν την παρουσία τους στον ιερό χώρο, ήταν μία ομάδα από ξένους, που έμεναν σε μια γωνιά γονατιστοί σ’ όλη τη διάρκεια της Λειτουργίας, ενώ οι «ευσεβείς» ορθόδοξες γυναίκες τους έδειχναν με νόημα η μία στην άλλη και γελούσαν!…
Συνειδητοποίησα πως αυτές θα είναι οι εικόνες και οι εντυπώσεις που θα πάρουν αυτοί οι άνθρωποι μαζί τους, φεύγοντας. Έχουμε συνηθίσει τον εαυτό μας τόσο, ώστε πάψαμε να τον βλέπουμε με τα μάτια που μας βλέπουν οι άλλοι;
Δεν μπορώ -και δεν θέλω- να πιστέψω ότι η βαρβαρότητα και η χυδαιότητα κατάντησαν να είναι το ήθος αυτού, που κάποτε ήταν ο ευγενέστερος και πιο πολιτισμένος λαός της γης. Πρέπει όμως να προσέξουμε πολύ, γιατί έτσι μεταφράζεται η εικόνα μας προς τα έξω. Και δυστυχώς, πολλοί λογικοί άνθρωποι την πιστεύουν!

