
(Το κείμενο αυτό το έγραψα όταν γύρισα σπίτι μου, τη νύχτα που είχε πεθάνει ο Κουν. Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του- 13 Σεπτέμβρη 1908- και 21 από τον θάνατό του, 14 Φεβρουαρίου 1987.)
ΣΚΗΝΗ 1 : Εσωτερικό. Θέατρο Τέχνης. Χρόνος : 1987. Παρασκευή και 13, μετά τα μεσάνυχτα. Πανσέληνος.
Στη σκηνή του θεάτρου παίζεται το πρώτο μέρος του έργου «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας. Πρόβα τζενεράλε στην τελευταία σκηνοθεσία του Δάσκαλου… Στο μικρό δωματιάκι «του» χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι απ’ το νοσοκομείο. Επείγον. «Κρίσιμη η κατάσταση…» Η πρόβα σταματάει. Οι λίγοι απ’ τους μαθητές που πήρανε το μήνυμα άρχισαν κιόλας να τρέμουν απ’ την αγωνία. Όσοι δεν παίζουν στο έργο τρέχουν στ’ αυτοκίνητα. Οι άλλοι αλλάζουν ρούχα στα γρήγορα και, ένας ένας, δύο δύο, φεύγουν…
ΣΚΗΝΗ 2 : Εξωτερικό. Νύχτα. Νοσοκομείο «Υγεία».
Κατεβαίνουν απ’ τ’ αυτοκίνητα και τα ταξί. Τρέχουν μέσα…
ΣΚΗΝΗ 3 : Εσωτερικό. Όροφος δέκατος έκτος.
Όποιος βγαίνει απ’ τ’ ασανσέρ κρατάει την ανάσα του. Ο διάδρομος γεμάτος απ’ τους άλλους, που πήρανε το μήνυμα νωρίτερα. Δεν ακούγεται τσιμουδιά. Έξω απ’ το δωμάτιο 16 δύο γλάστρες. Ρωτάει ο ένας τον άλλο με νοήματα. Κρίσιμη ώρα…
Ώρα τρεις το πρωί… Έχει αρχίσει να ξημερώνει η ημέρα των ερωτευμένων, του αγίου Βαλεντίνου.
ΣΚΗΝΗ 4 : Εσωτερικό δωματίου 16.
Ο Δάσκαλος στο κρεβάτι. Στο χέρι ορός. Στην μύτη οξυγόνο. Κοντά του οι μαθητές. Ο πρώτος μαθητής (Λαζάνης) κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο. Βρέχει καταρρακτωδώς. Ο Δάσκαλος είναι στα κέφια του. τραγουδάει. «Δεν έχω καρδιά, μα όλοι μ’ αγαπούν»… Οι μαθητές γελάνε. Τους μιλάει για την κόλαση που είδε λίγο πριν, όταν έχασε τις αισθήσεις του.
– Άραγε, θα μπορέσω να εκφράσω αυτά που είδα και ένιωσα σε κάποια μου σκηνοθεσία;
ΣΚΗΝΗ 5 : Την άλλη μέρα τ’ απόγευμα. Σάββατο. Θέατρο Τέχνης.
Στο Υπόγειο και στη Φρυνίχου, στην Πλάκα, χτυπάνε τα τηλέφωνα. «Όχι, δεν παίζουμε σήμερα…» Δεν υπάρχει κανείς για να παίξει. Όλοι είναι στο νοσοκομείο. Άυπνοι. Κοντά του…
ΣΚΗΝΗ 6 : Εσωτερικό. Διάδρομος νοσοκομείου.14 Φεβρουαρίου. Η μέρα των ερωτευμένων πάει να σβήσει.
Έξω απ’ τα παράθυρα του διαδρόμου φαίνεται το φεγγάρι που φωτίζει άπλετα τον κλαμένο απ’ τη βροχή ουρανό… Οι μαθητές στέκονται όρθιοι, ακουμπάνε στον τοίχο, πηγαινοέρχονται αμίλητοι. Μέσα στο δωμάτιο είναι οι γιατροί. Όλοι περιμένουν το μήνυμα…
ΣΚΗΝΗ 7 : Εσωτερικό δωματίου 16.
Ένας γιατρός ακούει τους σφυγμούς του με στηθοσκόπιο. Δίπλα στο τραπεζάκι, το μηχάνημα που δείχνει το σφυγμό. Η βελόνα πάει αριστερά, δεξιά. Ολωνών τα μάτια είναι στραμμένα εκεί. Στη βελόνα… Ο Δάσκαλος δε μιλάει πια. Τα μάτια του κοιτάζουν το χάος. Η βελόνα πάει αριστερά δεξιά, αριστερά δεξιά, κάποια στιγμή δυσκολεύεται, στέκεται, ξαναπαίρνει μπρος, ξανακολλάει, χτυπιέται, πάει μπρος πίσω, τα μάτια γεμίζουνε κραυγές, η βελόνα τσινάει, δε μιλάει κανείς, η βελόνα κάνει μια μπρος μια πίσω… πέφτει. Στέκεται ακίνητη.
ΣΚΗΝΗ 8 : Διάδρομος, έξω απ’ το δωμάτιο 16.
Ανοίγει η πόρτα. Βγαίνει ο τρίτος μαθητής (Αρμένης). Κλαίει με λυγμούς. Πίσω του ο δεύτερος (Κουγιουμτζής). Πέφτει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Δεκάδες μάτια τους κοιτάνε και καταλαβαίνουν. Λυγμοί ακούγονται απ’ όλες τις μεριές του διαδρόμου. Βγαίνει κι ο επικεφαλής γιατρός. Τους κοιτάει.
– Ο Κουν τελείωσε, λέει και πάει στο γραφείο του αργά αργά.
Τα χέρια σκεπάζουν τα πρόσωπα… Τα δάκρυα τρέχουν. Δε μιλάει κανείς.
Γιατροί και νοσοκόμες μπαινοβγαίνουν στο δωμάτιο. Απέναντι απ’ το δωμάτιο είναι το ασανσέρ υπηρεσίας. Τελευταίος βγαίνει ο πρώτος μαθητής. Τον κρατάνε οι αγαπημένοι του. Ράκος… Όλοι τον κοιτάζουν και κλαίνε. Άλλοι με δάκρυα, άλλοι με κρυφούς λυγμούς. Οι δημοσιογράφοι τρέχουν στα τηλέφωνα… Ένας νοσοκόμος έρχεται με το φορείο. Μπαίνει στο δωμάτιο. Δεν κουνιέται κανείς… Σε λίγο ο νοσοκόμος βγαίνει και πάει στο ασανσέρ. Πατάει το κουμπί, ανοίγει η πόρτα και την κρατάει ανοιχτή. Ένας άλλος νοσοκόμος βγαίνει απ’ το δωμάτιο 16 τραβώντας το φορείο. Απάνω του ο Δάσκαλος, σκεπασμένος με άσπρο σεντόνι. Ολωνών τα μάτια μπαίνουνε κάτω απ’ το σεντόνι. Το φορείο τσουλάει προς το ασανσέρ… Μπαίνει μέσα. Ο νοσοκόμος πατάει το κουμπί. Η πόρτα κλείνει σιγά σιγά… σιγά σιγά… σιγά σιγά … Έκλεισε. Πάει. Λυγμοί ακούγονται… Οι νοσοκόμες συνεχίζουν να μπαινοβγαίνουν στο δωμάτιο 16. Βγάζουν τα σεντόνια, ανοίγουν τα παράθυρα, μαζεύουν πράγματα και φάρμακα. Το ασανσέρ ξανανοίγει. Το φορείο ξανάρθε. Τώρα παίρνει το μηχάνημα με τη βελόνα της καρδιάς. Κανείς δε φεύγει… Όλοι σπεύδουν να ρίξουν μια τελευταία ματιά στο τελευταίο δωμάτιο του Δάσκαλου…
ΣΚΗΝΗ 9 : Ώρα έντεκα και μισή, τη νύχτα των ερωτευμένων. Στο φουαγιέ του νοσοκομείου.
Αν τους άφηνες, θα μένανε όλοι εκεί. Γιατί; Έτσι… Κανείς δεν πιστεύει ότι «τελείωσε»… Και θαύματα γίνονται… Μπορεί, ξαφνικά, να τον δούνε να χαμογελάει… Μόλις ήρθε και η Μελίνα.
ΣΚΗΝΗ 10 : Μεσάνυχτα.
Η μέρα των ερωτευμένων τελείωσε… Ο Διόνυσος, η μεγάλη αγάπη του μεγάλου Δάσκαλου, τον πήρε κοντά του… Τέλος.
(Σειρά των μαθητών να συνεχίσουν τη μεγάλη πορεία του Θεάτρου Τέχνης.)
Εκεί, στην π ρ ο έ κ τα σ η της ΟΔΟΥ ΚΑΡΟΛΟΥ ΚΟΥΝ

