«Ανάγκη πάσα ν’ αγγίξουμε
την αληθινή πληγή μας»
Θα ΄ναι φριχτό να φύγουμε έτσι,
δίχως μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή … άνθρωποι που «διελύθησαν ησύχως …»
Βύρων Λεοντάρης
Δεκέμβριος 2007
«Δεν έχω άλλη εικόνα απ΄ την πρώτη μέρα που μπήκα στην τάξη μου … Ήμουν τόσο ταραγμένη! Και μόνον αυτή έχω. Έγραφα στον πίνακα τ΄ όνομά μου …
Κι όταν γύρισα … Αράδιαζε σφαίρες πιστολιού ο Σήφης, στο πρώτο θρανίο!
«Βάλε γρήγορα μέσα τις σφαίρες και βγάλε το βιβλίο σου, τώρα αμέσως!», είχα πει αυστηρά!
Αυστηρά; Η καρδιά μου το ξέρει … Μαυροντυμένα έρχονταν στο σχολείο, οδηγώντας μαύρα πανάκριβα δίθυρα 4Χ4, μικρά παιδιά, αγριμάκια …
Κι έμοιαζαν τ΄ αυτοκίνητα σαν να μην τα οδηγούσε κανείς … Φυμέ παράθυρα … Αόρατοι καβαλάρηδες …
Είναι αλήθεια αυτό που λένε … Εγκαταλελειμμένα χωριά, αφημένα στη μοίρα τους … Από το 1951 δεν είχε πατήσει αστυνομία εκεί …
Ο «πολιτισμός» όμως «των καναλιών» είχε καταφέρει να τρυπώσει απ΄ τον … αέρα. Έτσι ήρθαν και τ΄ αυτοκίνητα, τα κινητά, το ουίσκι, τα Καλάζνικοφ … Και τα καινούργια όπλα και το χασίς κι η κόκα … Έτσι ήρθαν κι αυτά.
Ατίθασες ψυχές … Περήφανες … Μήτε και τη γλώσσα τους καταλάβαινα … Δεν το φανέρωσα, όμως, σιγά σιγά την έμαθα• έμαθαν κι αυτά τη δική μου …
Αφού να φανταστείς, στην Αθήνα στο Μέγαρο Μουσικής, όταν είχαν τελειώσει οι χοροί, μας είχαν παραθέσει και γεύμα. Παρέμεναν στη σειρά και δεν πλησίαζαν … Κι όταν πήγα κοντά και τα ρώτησα …
«Γιατί δεν πάτε να φάτε κάτι στον μπουφέ;»
«Δεν τρώμε εμείς έτσ΄ σαν τ΄ς διακονιάρηδες» μου εξήγησαν και θαρρώ ότι μετά κάποιος που το άκουσε, έσπευσε και τους σέρβιρε …
Και μόνο έτσι έφαγαν!
Δυο χρόνια, έζησα εκεί, περνούσα με τ΄ αυτοκίνητο μέσα απ΄ τ΄ Ανώγεια κάθε πρωί, για να πάω στα Λιβάδια κι από κει στα Ζωνιανά … Κι έλεγαν, «το μόνο αυτοκίνητο που δεν ήταν βαποράκι…» Ευτυχώς …
…» Δεν είχα επιλογή. Ή πήγαινα … Ή δεν πήγαινα κι αν δεν πήγαινα, για άλλον ένα χρόνο θα έμενα άνεργη. Mέχρι το διορισμό μου … Και πήγα …
Και πήγα, γιατί δεν είχα ιδέα. Δεν με είχε ενημερώσει κανείς, όσους ενημέρωναν για τις συνθήκες, ─τι τους περίμενε, δηλαδή─ παραιτούνταν αμέσως! Είχε μαθευτεί στους Αναπληρωτές και στους Ωρομίσθιους, Ζωνιανά, τι σημαίνει … Λέσκες … Πεζούλες σ’ απόκρημνα βουνά …
«Γκρεμνά ‘ν εμάς οι τόποι μας
λέσκες τα γονικά μας
(σ)τα σπηλιαράκια του βουνού
είναι η κατοικιά μας…»
Κει που φθάνουν πολλές φορές τ’ αγρίμια κι ούτε να προχωρήσουν μπορούν, ούτε να οπισθοχωρήσουν …
Όμως πήγα! Και θα ξαναπήγαινα.
Εγκαταλελειμμένα. Εγκαταλελειμμένα πράγματι. Είναι αλήθεια αυτά που λένε. Κι αυτά που τραγουδούν …
Αγρίμια κι αγριμάκια μου,
λάφια μου μερωμένα,
πέστε μου πού ‘ν οι τόποι σας
και πού ‘ ν τα γονικά σας;
Όμως μ΄ αγάπησαν, γιατί τ΄ αγάπησα. Τόσο φιλόξενους ανθρώπους δεν έχω δει στη ζωή μου. Όλο το χωριό μας σεβόταν απεριόριστα … Έτσι στο τέλος της χρονιάς, πήραμε μέρος μαζί με δεκαέξι παιδιά στο Παγκρήτιο διαγωνισμό χορού και κερδίσαμε το πρώτο Βραβείο. Μετά χορέψαμε στο Ηρώδειο … Και στο Μέγαρο Μουσικής. Έτσι έγινε και βρεθήκαμε στην Αθήνα …
Ήταν όμως όλος ο Σύλλογος έτσι. Όλοι μας, σκοτωνόμασταν για τα παιδιά μας. Έτυχε έτσι. Κι ο Διευθυντής κι η συναδέλφισσά μου, η φίλη μου, που ήμασταν μαζί …
«Με μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι» που λέει κι Βιτσέντζος Κορνάρος στον Ερωτόκριτο.
Αχ, να ΄ξερες τι ακούσαμε στον Παγκρήτιο …
«Τι τα φέρατε αυτά τα στρατιωτάκια εδώ!» Ή … «Χαλάτε την πιάτσα εσείς!» Από συναδέλφους!
Κι οι πολιτικοί;
Ίσως είναι αλήθεια αυτό που λέγεται … Ότι δεν ψήφισαν ποτέ τους οι Ζωνιανοί. Ότι οι Καλπογιαννάκηδες … Αυτοί βάζανε τα ψηφοδέλτιά τους και τα βγάζανε να τα μετρήσουν μονάχοι … Γιατί …
Σ΄ όλο το χωριό δεν υπήρχε ούτε ένα όνομα σε -άκης. Ούτε Ένα. Είναι κι αυτή η ιστορία με τα επίθετα … «Τα Ζωνιανιά δεν πατήθηκαν ποτέ από τους Τούρκους», έλεγαν …
Τώρα βλέπω αυτά που γίνονται και πονάει η καρδιά μου … Οι μάχες με τους αστυνομικούς … σκοτωμοί …
Tα παιδιά μου λέω, τι να απογίνανε …»
Και βούρκωσε η Χαρά, δυο χρόνια Φιλόλογος ειδικών μαθησιακών δυσκολιών. Αναπληρώτρια ήταν, στο Λύκειο των Ζωνιανιών, ─κι είχαμε πιάσει την κουβέντα στο αεροπλάνο γυρνώντας στην Αθήνα─ και δεν χόρταινα να την ακούω και να τη χαίρομαι … Γιατί κάθε τόσο τραγουδούσε χαμηλόφωνα … Γιατί …
αυτάνα μ’ εκινήσασι
τη σήμερον ημέραν,
ν’ αναθιβάλω και να πω
τα κάμαν και τά φέραν
«Γιατί καμιά φορά, μια Δασκάλα, κουβαλάει στους ώμους της όλη την Κρήτη. Και κουβαλώντας όλη την Κρήτη, κουβαλάει και ολόκληρη την Ελλάδα», σκεφτόμουν …
«Αυτήν την Ελλάδα που μας έμεινε» που λέει ο Ελύτης ή «την παράλληλη Ελλάδα» που λέει ο Γραμματικάκης στο τελευταίο του κείμενο …»
Γεια σου και χαρά σου, Χαρά …
Μια χαρά κοπελιά είσαι … Κοπέλι ατρόμητο. Κι η ειδικότητά σου;
«Φιλόλογος Ειδικών Δυνάμεων!».
Κι αν πήγαιναν σαν και σένα στα Ζωνιανά να διδάξουν και να εμπνεύσουν όλα αυτά τα χρόνια; … Όχι πολλές … Είκοσι δασκάλες σαν και σένα, απ΄ το 51, αν πήγαιναν, ίσως δεν χρειαζόταν να πατήσει το πόδι του εκεί κανείς.
Μήτε πολιτικός …
Μήτε Αστυνομία …
Γιατί τέτοιοι Πολιτικοί, τέτοια Αστυνομία και τέτοια Δικαιοσύνη …
Καλύτερα να μην πήγαιναν ποτέ!
Ο κ. Γιάννης Θ. Αγγέλογλου είναι βιολόγος *

