Στην άμπωτη του αιώνα που γλιστρούσε μέσα από τ’ ακροδάχτυλά μας, φευγαλέοι καρφωμένοι θαρρείς σε μια γέφυρα κάπου μεταξύ Ερμιτάζ και καθεδρικού ναού Αγίου Ισαάκ, χορεύοντας με τις φιγούρες του Ναυαρχείου, απολαμβάναμε το πέρασμα στο νέο Μιλένιουμ. Μικροί κι ασήμαντοι εγωιστές, άτεγκτοι υπερασπιστές μιας επηρμένης ρηχότητας, λίγο αργότερα στεκόμασταν με την κάμερα κρεμασμένη στο στήθος στην σκιά του Μεγάλου Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ Παύλοβιτς, συντεθλιμμένοι από τους εξακόσιους τόννους γρανίτη της στήλης όπου καλπάζει ακόμη αγέρωχος, ψάχνοντας με το πεινασμένο του βλέμμα ναπολεόντεια στρατόνια και βοναπαρτικές απαστράπτουσες σπάθες!
Αγία Πετρούπολη, στα σκαλοπάτια του 2001. Δεύτερη και τελευταία επίσκεψή μου στην «πρωτεύουσα του Βορρά», στην πόλη που καταφέρνει να επιταχύνει ή να επιβραδύνει την Ιστορία ανάλογα με τις ανάσες του ορειβάτη επισκέπτη της. Παρέα μου, δυο γνήσια τέκνα της μεγάλης Σοβιετίας -δυο κουκλίτσες μινιόν, σωστά μπισκοτάκια βουτηγμένα στην σοκολάτα μιας απαράμιλλης αθωότητας και συνάμα μιας αναπάντεχης προστυχιάς!
Κάπου κάπου την κοιτούσα στα καταπράσινα μάτια της, βαθιά μέσα στον ίλιγγο της αλαβάστρινης ομορφιάς των 17 Απριλίων που στεφάνωναν τα πυρρόξανθα μαλλιά της –μια μελόλουστη τυχοδιωκτική θάλασσα αφημένη στους λεπτούς, εύθραυστους ώμους της Νατάλια, που πάσχιζε λες ν’ ανταγωνιστεί την χρυσαφένια αντανάκλαση του τρούλου της ιερής Μητρόπολης. Παραδίπλα, η «αδούλευτη» Οξάνα, η κατά δυο χρόνια και κάτι μικρότερη αδελφή, βαπτιζόταν στα άκαμπτα νερά του Νέβα –σωστή ορφανή νύμφη του φιννικού κόλπου, φωλιασμένη θαρρείς στον μυχό μιας αθάνατης περιπέτειας.
«Πάρε μας μαζί σου, Γκρέκο! Η Νατάλια θα χορέψει για σένα όλη τη νύχτα… Η Οξάνα θα σε κρατήσει γλυκά στην θέρμη της μέχρι το χάραμα… Πάρε μας και τις δυο μαζί σου, Γκρέκο!»
Δεν μου συμβαίνει συχνά, μα τούτη η θύμηση σαν απροσκάλεστος επισκέπτης στα ταραγμένα μου όνειρα έρχεται και θρονιάζει εντός μου –και τότε είναι που αρχίζω να αμφιβάλλω, να δειλιάζω, να στάζω ποίηση και μετάνοια. Κάτι μαγκώνει μέσα μου και με παραλύει, με ταξιδεύει σε χρόνους αλλοτινούς, με ταλανίζει και με σπαράζει. Και φεύγω ξάφνου μακριά, εκεί όπου όλα συνέβησαν.
Οκτώ χρόνια πέρασαν θαρρώ, και τό ’χω μέσα μου ζωντανό να με καίει. Τώρα που η μνήμη ανασκαλεύει τα μεγάλα γεγονότα της επανάστασης του ’17, ανήμερα της επετείου του ξεσηκωμού των Μπολσεβίκων, ήρθε και στέριωσε η ανάμνηση εκείνου του τελευταίου μου ταξιδιού στο «παράθυρο της Ευρώπης». Τύχη κακιά σαν μητριά που σπρώχνει τα ξενοπαίδια της, τα κτίρια βουνά, οι διαβάτες μυστήριοι. Ήταν που δεν μιλούσα και την γλώσσα…
Οι πόλεις με «παρελθόν», αυτές που στεφανωμένες από το χάδι της Ιστορίας απέμειναν τελικά χαύνες να σε κοιτούν μεσ’ στην νεροφυριά του σημερινού τίποτα, θαρρείς πως θέλουν να σε παρασύρουν μακριά από το πλήθος και την βουή, στις κρυφές τους γωνιές, τις γαλαρίες και τα στέγαστρα. Κι άλλοτε πάλι νιώθεις ανυπεράσπιστος, όταν θέλουν να σε καταχώσουν στα πιο απίθανα πετρομαζώματά τους, να σε χτίσουν στα βαριά τους ντουβάρια, να σε πνίξουν στα λασπόνερα των ανήλιαγων στενοσόκακων και να σε αφήσουν εκεί με τα μάτια κλειστά, μήπως και μπορέσεις να αφουγκραστείς την σιωπή τους, μήπως και νιώσεις το τωρινό τους κενό. Τούτη η παραφορά καταντά επικίνδυνη, σου ξεκλέβει την μπούσολα, σε απαξιώνει.
Περπατώντας τα τεσσεράμισι χιονισμένα χιλιόμετρα της Νιέφσκι Προσπέκτ, χαζεύοντας τις όμορφες με τα κοντά φουστάκια, τις φορτωμένες με τσάντες από το εμπορικό κέντρο Γκοστίνι Ντβορ, μια άχνη Ιστορίας με πασπάλιζε σαν αποκαμωμένη βουνοκορφή. Κρατούσα δυο χούφτες ζεστές, δυο χεράκια ολόλευκα, κι ένιωθα μια υποδόρια ηλεκτροφόρα ορμή να θεριεύει κατακυριεύοντας ολάκερη την ύπαρξή μου. Σφυροκοπούσε η καρδιά τα συνθήματα –Εξουσία στον λαό! Εξουσία στα Σοβιέτ!- κι ένιωθα να τελειώνουν οι μέρες μου ναυαγός στα καταπράσινα μάτια της πεινασμένης Νατάλια, της αθώας Οξάνα.
«Η Νατάλια απόψε χορεύει για σένα, Γκρέκο! Όλη νύχτα. Όλες τις νύχτες. Πάρε με μαζί σου φεύγοντας. Μην με ξεχνάς…»
Τό ’νιωθα να έρχεται κατά πάνω μου, να καλπάζει κραδαίνοντας την κοζάκικη σπάθα, οι σελίδες μέσα μου κατρακυλούσαν σκοτεινά, το παρελθόν που με στοίχειωνε σπρωχνόταν αδυσώπητα από μιαν επιούσια τωρινότητα: η ανάγκη, η καταραμένη ανάγκη που χαμηλώνει τους ανθρώπους, η ευτέλεια και η πείνα. Η δειλία!
«Πάρε με, Γκρέκο! Θα είμαι καλή. Θα είμαι δική σου. Μόνο δική σου. Πάρε με εκεί που θα πας…»
Την κοίταζα θολωμένος, τυφλός απ’ το πάλλευκο του χιονιού, εκεί, καταμεσής της πλατείας Σενάγια. Καταλάβαινα, ήθελα, μα δεν μπορούσα. Η ευθύνη της επανάστασης! Τούτη ήταν η μόνη μικρή επανάσταση που ο καθένας από τους τρεις μας μπορούσε ν’ αποτολμήσει:
Η Νατάλια δώριζε παντοτινά τον εαυτό της για ένα καλύτερο μέλλον.
Η Οξάνα αποδεχόταν σιωπηρά να θυσιαστεί για το καλό της μεγάλης αδελφής.
Κι εγώ στεκόμουν στο σταυροδρόμι της Ιστορίας άβουλος και δειλός, ανίκανος ν’ αποφασίσω αν θ’ αφηνόμουν στον γρίπο της Ιστορίας ή στην αθλιότητα μιας ανούσιας καθημερινότητας.
«Πού να σε πάω, Νατάλια; Δεν έχω πού να σε πάω…»
Ένα δάκρυ χαράκωσε το ροδαλό μαγουλάκι, τα δάχτυλά της χαλάρωσαν, ελευθέρωσε από την χούφτα μου το λεπτό της χεράκι κι έκανε ένα βήμα πίσω. Την ένιωσα να λικνίζεται ξέπνοη, να λιώνει σαν το κερί στην φωτιά, μετά πάλι την είδα αναστηλωμένη και δυνατή. Έκανε ακόμη ένα βήμα μακριά μου. Μετά δυο, τρία… Τα καταπράσινα μάτια της κάρφωναν τα δικά μου σαν του λύκου της Σιβηρίας!
Αχ, το ρώσικο τούτο ταμπεραμέντο! Το ακατάβλητο τούτο ταμπεραμέντο!
Η αδελφή της μονάχα γύρισε και με κοίταξε μια τελευταία φορά, καθώς χανόταν κι αυτή μαζί της στο λευκό του χιονιού, σαν να μην καταλάβαινε, σαν να μην ήθελε να καταλάβει…

