Οι θεωρητικοί των διεθνών σχέσεων αναφέρονται συχνά στις αναλύσεις τους στο ‘έθνος-κράτος’, τείνοντας να αποφεύγουν την ακαδημαϊκή ακρίβεια.

Πριν από μερικά χρόνια, ένα σεμινάριο κατέληξε στο ότι οι διεθνείς σχέσεις ως ακαδημαϊκό πεδίο είχαν φτάσει να θεωρούν το διάλογο και τη σύνθεση ως στόχους ασύμβατους (Hellman, 123-53), υπογραμμίζοντας έτσι ότι εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να υπάρξει μια μοναδική, πλήρης θεωρία τους.

Το να αναζητεί κανείς ακρίβεια γύρω από τον όρο ‘έθνος-κράτος’ αποτελεί σισύφειο εγχείρημα, κατά βάση επειδή ο όρος ‘έθνος’ είναι έμπλεος κάθε είδους συναισθηματισμών, όπως η νοσταλγία, ο αταβισμός και πράγματι ο ‘εθνικισμός’, ενώ ο όρος ‘κράτος’ δεν περιέχει τα παραπάνω, καθώς είναι ως επί το πλείστον όρος νομικός, ειδικός και στεγνός.

Από ετυμολογική άποψη, το έθνος είναι ο τόπος όπου κάποιος γεννιέται, αλλά με έμφαση στην εθνική καταγωγή (η ελληνική λέξη για το ‘nation’ είναι ‘έθνος’). Έτσι, το έθνος μπορεί να υπερβαίνει τα σύνορα, με ένα από τα πιο προφανή παραδείγματα να είναι αυτό του διεθνούς Εβραϊσμού, ή της ελληνικής διασποράς. Συνεπώς, πολύ λίγα έθνη ανταποκρίνονται με ακρίβεια σε κρατικά σύνορα.

Οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών έχουν καταστήσει έναν ακριβή ορισμό του έθνους δύσκολο.

Για παράδειγμα, όταν ένας αμερικανός πρόεδρος μιλάει για το αμερικανικό έθνος, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν εννοεί οποιονδήποτε γεννήθηκε στις ΗΠΑ, πράγμα που περιλαμβάνει τις αυτόχθονες φυλές και μέρη άλλων εθνών, ή αν απλά εννοεί το ‘κράτος’ αλλά προτιμάει να αποκρύπτει την πραγματικότητα με το πιο συναισθηματικά φορτισμένο ‘έθνος’. Σύμφωνα με την Britannica, το έθνος-κράτος αποτελεί μια γεωγραφικά οριοθετημένη, κυρίαρχη πολιτειακή οντότητα -δηλαδή κράτος- το οποίο κυβερνάται στο όνομα μιας κοινότητας πολιτών οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως έθνος.

Εν τούτοις, αυτή η προσέγγιση που περιλαμβάνει τα πάντα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Μπορεί να ισχύει σχεδόν απόλυτα για την Ιαπωνία και την Ισλανδία, εν τούτοις οι ΗΠΑ (για παράδειγμα) είναι γεμάτες διαφορετικές εθνότητες.

Η έννοια του κράτους είναι τουλάχιστον απλούστερη: αυτό αποτελείται από ένα σύνολο ανθρώπων/λαών που ζουν εντός ενός διεθνώς αναγνωρισμένου συνόρου, με τη δική του κυβέρνηση και κυριαρχία.

Συνεπώς, η επικράτεια είναι το πρωταρχικό κριτήριο. Γνωρίζουμε αρκετά για τις πόλεις-κράτη της Αρχαίας Ελλάδας και της αναγεννησιακής Ιταλίας για να κατανοούμε ότι τα κράτη που βασίζονται στην γεωγραφική επικράτεια έχουν υπάρξει για πολύ καιρό.

Όταν, εν τούτοις, αναλογιστούμε τον όρο έθνος-κράτος τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα. Πρώτον, πολλοί θεωρητικοί των Διεθνών Σχέσεων, συχνά της Ρεαλιστικής Σχολής, χρησιμοποιούν τους όρους έθνος και κράτος εναλλάξιμα.

Ένας τρόπος να αποφευχθεί αυτή η αμφισημία θα μπορούσε να είναι η χρήση της λέξης ‘χώρα’, εν τούτοις ακόμα και αυτή είναι αόριστη. Περιπλέκοντας τα πράγματα, οι πολιτικοί και άλλοι χρησιμοποιούν τον όρο ‘εθνικό συμφέρον’ όταν στην πραγματικότητα εννοούν το ‘κρατικό συμφέρον’ (θα καταπιαστούμε με το ζήτημα του συμφέροντος παρακάτω). Ακόμα και ο όρος ‘διεθνείς σχέσεις’ υστερεί σε ακρίβεια, αφού στην πραγματικότητα σημαίνει διακρατικές σχέσεις.

Είναι γνωστό ότι η έκφραση ‘διεθνές’ έλαβε ευρεία χρήση μέσω του γνωστού λάθους του JeremyBentham, όταν ο τελευταίος επινόησε τον όρο προκειμένου να περιγράψει το νομικό σύστημα μεταξύ κυρίαρχων κρατών ώς μετάφραση του όρου iusgentium, τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για να αναφερθούν στο σώμα κανόνων που ελεγχόταν, φυσικά, από τη Ρώμη. Ίσως ο όρος ‘σχέσεις μεταξύ εθνών’ να ήταν λιγότερο ασαφής.

Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει με τη λέξη ‘κράτος’, είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πλήρως τον όρο ‘έθνος-κράτος’: το τελευταίο μοιάζει να αποτελεί ένα ουτοπικό ιδεώδες στην καλύτερη περίπτωση και σχήμα οξύμωρο στη χειρότερη.

Η εμμονή πολλών αναλυτών και ιστορικών των Διεθνών Σχέσεων με την Ειρήνη της Βεστφαλίας του 1648 έχει μάλλον θολώσει τα νερά, αφού εγείρεται πλέον η αξίωση ότι η έννοια της κυριαρχίας προέκυψε από τις διάφορες σχετικές συνθήκες.

Ενώ έχει καταγραφεί ότι διάφορα κυρίαρχα γερμανικά κράτη ξεπήδησαν από τα σπλάχνα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ότι αυτά μπόρεσαν να επιλέξουν μεταξύ Ρωμαιοκαθολικισμού και Προτεσταντισμού, και ότι η έννοια της ισότητας μεταξύ κρατών εγκαθιδρύθηκε, ο JeanBodin είχε ήδη καθιερώσει τη σύγχρονη έννοια της κυριαρχίας το 1576, με το έργο του LesSixLivresdelaRépublique, στο οποίο ισχυρίζεται ότι το κράτος θα πρέπει να είναι κυρίαρχο.

Υπάρχουν, επίσης, διαφορετικές ερμηνείες της έννοιας της κυριαρχίας, με την πιο υπερβολική να είναι ίσως αυτή που συνοψίζεται στη δήλωση του Λουδοβίκου του 14ου “το κράτος είμαι εγώ’’, και η οποία ενισχύεται από την έμφαση του Richelieu στο βασιλιά ως κυρίαρχο. Αυτού του είδους την απολυταρχία ενστερνίζεται και ο Hobbes, παρόλο που ο τελευταίος υπογράμμιζε και την ιδέα του κοινωνικού συμβολαίου.

Όσο για τη συνεισφορά της Ειρήνης της Βεστφαλίας στην ιδέα του αλληλοσεβασμού της κυριαρχίας μεταξύ κυρίαρχων κρατών, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η ιδέα αυτή λειτούργησε ως αποτυχημένη προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας μόνιμης ειρήνης, αφού οδήγησε σε περαιτέρω διαμάχες, αυτήν τη φορά μεταξύ θεωρητικά κυρίαρχων χωρών, ίσως επειδή οι ιδέες του de Groot γύρω από το διεθνές δίκαιο, συμπυκνωμένες στο βιβλίο του Για το Δίκαιο του Πολέμου και της Ειρήνης, που δημοσιεύτηκε το 1625, δεν ήταν αρεστές σε κάθε κυρίαρχο κράτος.

Ας θυμηθούμε, επίσης, ότι οι ίδιες οι συνθήκες δεν έκαναν αναφορά στο έθνος-κράτος. Με αυτό ασχολήθηκαν μεταγενέστεροι θεωρητικοί όλων των ειδών, ο καθένας με τους δικούς του απώτερους σκοπούς, είτε πολιτικούς είτε ακαδημαϊκούς.

Όσον αφορά την βεστφαλιανή ιδέα της θρησκευτικής ελευθερίας, το 1685 η Γαλλία ανακάλεσε το Διάταγμα της Νάντης, το οποίο εξασφάλιζε τη θρησκευτική ελευθερία στους Προτεστάντες από το 1598 και η Αγγλία εξακολούθησε να κάνει διακρίσεις εναντίον των Ρωμαιοκαθολικών μέχρι αρκετά αργά στον δέκατο ένατο αιώνα.

Η θρησκεία και ο εθνικισμός εξακολουθούν να αποτελούν προβλήματα μέχρι σήμερα, όπως καταδεικνύει η περίπτωση της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός και ο χριστιανικός Σιωνισμός.

Απόπειρες να δημιουργηθούν κράτη με βάση τα έθνη έχουν αποτύχει, όπως, για παράδειγμα, καταδεικνύουν με τρόπο δραματικό οι περιπτώσεις των Κούρδων και της Γιουγκοσλαβίας, και συνεχίζουν να το κάνουν, όπως αποδεικνύει μια γρήγορη ματιά στον εθνικισμό της Αλβανίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.

Το έθνος-κράτος αποτελεί απλά ένα ιδανικό, που καθίσταται αδύνατο αφού η λέξη ‘έθνος, με όλες ις συναισθηματικές, αταβιστικές και εθνοτικές συνδηλώσεις του, έρχεται σε σύγκρουση με το ψυχρό και ορθολογικό κράτος.

Ένα ομοιογενές έθνος υπό την διακυβέρνηση ενός κυρίαρχου κράτους αποτελεί περισσότερο ιδανικό απ’ό,τι πραγματικότητα, παρόλο που η Ισλανδία και η Ιαπωνία μπορούν να αξιώνουν ένα βαθμό σύγκλισης μεταξύ κράτους και έθνους.

Έχοντας τώρα αναπτύξει μια σαφή εικόνα των πρόσφατων καταβολών της κρατικής υπόστασης, και έχοντας στηλιτεύσει τη θολή έννοια του έθνους-κράτους, ας κατευθυνθούμε τώρα προς το στόχο μας, που είναι να καταδείξουμε τους κινδύνους της έννοιας αυτής και πώς η προσπάθεια να ταυτιστεί το έθνος με το κράτος είναι άστοχη.

Σε πιο πρόσφατες εποχές, έχουμε ακούσει πολλά για τα ‘εθνικά’ συμφέροντα. Στον Richelieu, με το raisond’état του, πιστώνεται η επιδίωξη και η δικαιολόγηση των κρατικών συμφερόντων. Έτσι, όμως, η λέξη ‘εθνικός’, με τις εθνοτικές συνδηλώσεις του, άρχισε να περιπλέκει τα πράγματα.

Στον απόηχο της έμφασης της Γαλλικής Επανάστασης στα έθνη, νέα κράτη σχηματίστηκαν.

Τα κρατικά συμφέροντα άρχισαν να κυριαρχούν και, σε πολλές περιπτώσεις, να υπερβαίνουν τα εθνικά, με τα οικονομικά συμφέροντα να έρχονται στο προσκήνιο. Συναφώς, τα Βαλκάνια παρέχουν μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση για το πώς τα εξωγενή συμφέροντα και οι θρησκευτικές και εθνοτικές διαμάχες, όπου τα συμφέροντα ξένων κρατών συνδυάζονται με τον εθνικισμό για τη δημιουργία ενός επικίνδυνου μείγματος.

Ενώ πλησιάζουμε στην επίλυση αυτών των σημειολογικών σπαζοκεφαλιών, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο όρος ‘έθνος-κράτος’ έχει τις καταβολές του κυρίως στη Γαλλία και τη Γερμανία. Στη Γαλλία, η πρώτη απόπειρα σύζευξης του κράτους και του έθνους ανάγεται στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης και, συγκεκριμένα, στον ΑββάΣιεγές.

Στο πολιτικό του φυλλάδιο “Τι είναι η Τρίτη Τάξη;”, δημοσιευμένο το 1789, ο Σιεγές έγραψε ότι η τρίτη τάξη περιλάμβανε το λαό της Γαλλίας, ο οποίος αποτελούσε πλήρες έθνος καθαυτόν (Sieyès, 98). Με άλλα λόγια, το ‘έθνος’ ήταν το ‘κράτος’ και αντίστροφα.

Ήταν το σημείο καμπής, όταν η ίδια η ιδέα της κυριαρχίας μετατοπίστηκε από τους κυβερνώντες στο λαό, δημιουργώντας ένα νέο είδος κράτους. Έτσι, η Γαλλική Επανάσταση, μαζί με τον Γερμανικό Ρομαντισμό (προεξάρχοντος του JohannGottliebFichte), γέννησε την ιδέα ότι το έθνος δημιουργεί το κράτος.

Εν τούτοις, με τη διόγκωση και την ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού καθόλη τη διάρκεια του δεκάτου ενάτου αιώνα, η ισορροπία μεταξύ έθνους και κράτους μεταβλήθηκε. Ήταν πλέον το κράτος που είχε τα πρωτεία επί του έθνους.

Η ιδέα έγινε αρχικά δημοφιλής στη Γερμανική Αυτοκρατορία από τον FriedrichMeinecke και την αντίληψή του για το Nationalstaat(εθνικό κράτος), η οποία εδράστηκε στην εμμονή του με το raisond-état. Οι ιδέες του υιοθετήθηκαν έπειτα από τους Αμερικανούς.

Οι πρώτες ενδείξεις για τη χρήση του όρου, σύμφωνα με το OxfordEnglishDictionary, ανάγονται στο 1895 και το PoliticalScienceQuarterly, ένα αμερικανικό έντυπο. Στη συνέχεια ο όρος έγινε μια από τις κύριες σταθερές του κλασικού ρεαλισμού, στη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων.

Ένας από τους προπάτορες του ρεαλισμού, ο HansMorgenthau, έχει προσφέρει ένα σημαντικό παράδειγμα για το πώς οι ΗΠΑ έδρασαν για τα κρατικά τους συμφέροντα στο όνομα των εθνικών συμφερόντων (Morgenthau, 54).

Για τον ίδιο, το εθνικό συμφέρον αποτελούσε συνδυασμό του εθνικού και του κρατικού συμφέροντος, παρόλο που ήταν εμφανές ότι ο μέσος άνθρωπος είχε πολύ μικρό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του συμφέροντος. Ήταν κυρίως το κράτος που χρησιμοποίησε την εντολή του και τη θέση του για να μιλήσει στο όνομα του λαού (ή ακόμα και αντί για αυτόν).

Αμέσως αφού το κράτος πήρε τα πρωτεία έναντι του έθνους, το τελευταίο άρχισε να χάνει το αρχικό του νόημα και επιρροή.

Δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη ότι τα πιο ακραιφνή απολυταρχικά μοντέλα του εικοστού αιώνα, συμπεριλαμβανομένης της Ναζιστικής Γερμανίας και της Ιταλία του Μουσολίνι, διαστρέβλωσαν την όλη ιδέα του έθνους, καθιστώντας το λίγο παραπάνω από ένα συμβολικό εργαλείο στα χέρια μιας ισχυρής γραφειοκρατίας.

Η Σοβιετική Ένωση μετέβαλε την ιδέα του έθνους ως κάτι ‘για το λαό’, επιχειρώντας να ξεφορτωθεί τις πολιτισμικές και παραδοσιακές καταβολές του έθνους, εν τούτοις μικρή διαφορά έκανε στο τέλος, επειδή ήταν μόνο το πανίσχυρο κράτος που μετρούσε.

Μπορούμε, λοιπόν, να ισχυριστούμε με αρκετή βεβαιότητα ότι η ιδέα του πανίσχυρου κράτους γεννήθηκε στη Γερμανία, με τη γερμανική λογική, και υιοθετήθηκε έπειτα από την Αμερική,αν και μέσω των γερμανικών καταβολών του Morgenthau. Συναφώς, ας παραθέσουμε τον Λέο Τολστόι, που μοιάζει διορατικός, αν και εκνευριστικός για κάποιους, ως προς αυτήν την λογική:

Ο Ρώσος έχει αυτοπεποίθηση απλά επειδή δεν γνωρίζει τίποτα και δεν θέλει να γνωρίζει τίποτα, αφού δεν πιστεύει ότι τίποτα μπορεί να γίνει κατανοητό.

Η αυτοπεποίθηση του Γερμανού είναι η χειρότερη απ’ όλες και ισχυρότερη και απωθητικότερη από κάθε άλλη, επειδή ο ίδιος φαντάζεται ότι γνωρίζει την αλήθεια -δηλαδή την επιστήμη- την οποίο έχει ο ίδιος εφεύρει αλλά η οποία αποτελεί για τον ίδιο την απόλυτη αλήθεια (Tolstoy, 505).

Σε αυτό το σημείο, και προτού καταλήξουμε στα συμπεράσματά μας, είναι δύσκολο να μην αναφερθούν η εθνότητα και οι φυλετικές θεωρίες οι οποίες απέρευσαν από τον Διαφωτισμό, ως συστατικά του απολυταρχικού κράτους.

Σε αντίθεση με το σοβιετικό σοσιαλισμό, ο οποίος αναγνώρισε μόνο μία φυλή (την ανθρώπινη), οι Γερμανοί και οι Αμερικανοί προσκολλήθηκαν στην ιδέα της φυλετικής ανωτερότητας (οι Γερμανοί με την ‘κυρίαρχη φυλή’ και οι Αμερικανοί με τη στάση τους έναντι των αυτοχθόνων Αμερικανών και των Νέγρων).

Ούτε φυσικά έλειψαν και οι Άγγλοι: ‘ο SirFrancisYounghusband (γνωστός για την ηγεσία του της εισβολής στο Θιβέτ, το 1904) έγραφε: η ανωτερότητά μας έναντί τους [των Ινδών] δεν οφείλεται απλά στην οξύνοιά μας, αλλά στην ανώτερη ηθική φύση την οποία έχουμε κατακτήσει, στη διάρκεια της εξέλιξης της ανθρώπινης φυλής’ (Huttenback, 15).

Με όχι λιγότερη ζέση, ένας Φιλελεύθερος Βουλευτής, ο SirCharlesDilke, θεωρούσε την Αμερική ως το φορέα της αγγλοσαξονικής κυριαρχίας, προβλέποντας μια τελική φυλετική σύγκρουση από την οποία ‘ο αγγλοσαξονισμός θα έβγαινε θριαμβευτής’, με τις Κίνα, Ιαπωνία, Αφρική και Νότια Αμερική να υποτάσσονται σύντομα στον παντοδύναμο Αγγλοσάξονα, και τις Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία και Ρωσία να ‘μετατρέπονται σε πυγμαίους στο πλευρό των παραπάνω’.

Έχουμε επίσης τον σεβαστό εξερευνητή, μεγιστάνα του εμπορίου διαμαντιών και πολιτικό CecilRhodes:

Υποστηρίζω ότι είμαστε η ανώτερη φυλή του κόσμου και ότι όσο μεγαλύτερο τμήμα του κόσμου καταλαμβάνουμε τόσο το καλύτερο για το ανθρώπινο γένος.

Φανταστείτε απλά αυτά τα κομμάτια που επί του παρόντος κατοικούνται από τα πιο απερίγραπτα δείγματα ανθρώπων, πόσο θα βελτιωνόταν η κατάστασή τους αν περιέρχονταν υπό την κυριαρχία των Αγγλοσαξόνων, σκεφτείτε επίσης τις πρόσθετες ευκαιρίες σε όρους εργασίας που θα προσέφερε μια νέα χώρα που θα προστίθετο στην επικράτειά μας (Flint, 248-252).

Μέχρι τις δεκαετίες του ‘20 και του ‘30 ο ρατσισμός ήταν καλά ριζωμένος στην πολιτική της Δύσης, όπως καταδεικνύουν τα παραδείγματα των Φασιστών του Mosley και του γαλλικού Σταυρού της Φωτιάς. Αν και ο ρατσισμός μπορεί να μην υπήρξε η κύρια κινητήριος δύναμη πίσω από τον αυταρχικό κρατισμό, αποτέλεσε σίγουρα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των Ναζί.

Σήμερα οι άνθρωποι δύσκολα θα μπορούσαν να φανταστούν το κοινωνικό τους περιβάλλον χωρίς το κράτος.

Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι, παρόλη την άνοδο και την πτώση των ιδεολογιών που απορρίπτουν το κράτος ή επιχειρούν να το περιορίσουν (αναρχισμός, φιλελευθερισμός, λιμπερταριανισμός, κομμουνισμός) το κράτος έχει σταδιακά καταστεί ισχυρότερο, ειδικά στη διάρκεια του 20ου και του 21ου αιώνα.

Οι τεράστιες κρατικές γραφειοκρατίες, τα ισχυρά κυβερνώντα κόμματα και η ρύθμιση των περισσοτέρων πτυχών της ζωής θεωρούνται αποδεκτά στοιχεία της καθημερινής ζωής.

Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η καραντίνα στη διάρκεια του Covid, η οποία έγινε αποδεκτή από τους περισσότερους, παρόλο που θεωρείται από τους επικριτές της ως υπερβολική, ακόμα και ως κοινωνικό πείραμα.

Μια κυβέρνηση μπορεί να θεωρηθεί ως φυσική και καίριας σημασίας μορφή οργάνωσης της πολιτικής ζωής μιας κοινωνία ή μιας κοινότητας, ενώ το κράτος αποτελεί εφεύρεση, ένα μηχανισμό που διατρέχει την κοινωνία.

Για τον Thomas Hobbes, ο οποίος δημιούργησε μια σύγχρονη σύλληψη του κράτους, το τελευταίο εκπροσωπούσε την ιδέα ενός θνητού θεού, στον οποίο χρωστάμε, ενώ βρισκόμαστε υπό τον Αιώνιο Θεό, την ειρήνη και την ασφάλειά μας (Hobbes, 227).

Εν τούτοις, αμέσως μόλις εγκαθιδρύθηκε το κράτος, υπήρχε μόνο ένας τρόπος να εξελιχθεί αυτό, δηλαδή στην κατεύθυνση του ελέγχου, του εξορθολογισμού της κοινωνικής ζωής, ακόμα και του εξαναγκασμού. Η ειρήνη και η άμυνα είχαν το τίμημά τους, το οποίο όλοι έπρεπε να αποδεχτούν και να πληρώσουν.

Σήμερα, τα καθεστώτα, τα πολιτικά κόμματα και οι κυβερνώντες μπορούν να κερδίσουν ή να απολέσουν τη νομιμότητά τους, αλλά το κράτος ως μηχανισμός δεν θα το κάνει ποτέ, επειδή αποτελεί δομή που κανείς στην πραγματικότητα δεν απορρίπτει.

Οι άνθρωποι μπορεί να θυμώνουν με το κράτος, μπορούν να το επικρίνουν, εν τούτοις το μόνο που μπορούν να κάνουν με δημοκρατικά ή και επαναστατικά μέσα είναι να αλλάξουν ποιος το διαχειρίζεται.

Οι Γάλλοι μεταδομιστές όπως ο MichelFoucault υποστήριξαν ότι ζούμε όλοι σε συγκεκριμένες κοινωνικές δομές που μας περιβάλλουν από τη στιγμή που γεννιόμαστε και κοινωνικοποιούμαστε. Αποδεχόμαστε τις δομές εξουσίας και συγκεκριμένες ιεραρχίες, συχνά υποσυνείδητα: μπορεί να μην μας αρέσουν, εν τούτοις κατανοούμε ότι αποτελούν μέρος του περιβάλλοντος κόσμου, όπως ακριβώς η φύση.

Παρόλα αυτά, το κράτος δεν αποτελεί μόνο μηχανισμό, αλλά δημιουργεί γνώση, νόρμες και κανόνες τα οποία υποχρεούνται να ακολουθούν.

Η ιδέα ότι το κράτος δεν εξαρτάται από την ιδεολογία ή την ηθική, αλλά είναι βαθιά εμπεδωμένο στους κυριότερους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, όπως η εκπαίδευση, ο στρατός, η κυβέρνηση και η επιστήμη, και συχνά και η εκκλησία, ακόμα και αν οι καταβολές των θεσμών αυτών ανάγονται σε εποχές που το κράτος μετα βίας υπήρχε.

Απορροφήθηκαν και μετουσιώθηκαν από τον Λεβιάθαν. Το κράτος, όμως, δεν μπορούσε να τα κάνει όλα μόνο του και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κρύφτηκε συχνά πίσω από τα συμφέροντα του έθνους ή των ανθρώπων, δρώντας στο όνομα της προόδου και της καλής θέλησης.

Τα κράτη ξεπήδησαν από την ανάγκη μεταξύ των εθνοτικών ομάδων να δημιουργήσουν τάκη και αποτελεσματική διακυβέρνηση.

Αργότερα, οι εθνοτικοί σχηματισμοί έγιναν ολοένα υποτελείς προς το κράτος, διαδικασία που αποδυνάμωσε σε κάποιο βαθμό την κουλτούρα και την ταυτότητά τους. Με άλλα λόγια, όσο πιο δυνατό γινόταν εσωτερικά το κράτος, τόσο μειωνόταν η επιρροή των αταβιστικών εθνοτικών ομάδων.

Οι αδύναμες κρατικές δομές και διοίκηση έχουν κατά καιρούς οδηγήσει σε αρχόμενη σύγχυση όπως, για παράδειγμα στην περίπτωση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οδηγώντας στο τέλος σε ένα απολυταρχικό σύστημα.

Αφού, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς το κράτος, θα πρέπει να μάθουμε να υπερασπιζόμαστε την ατομική μας ελευθερία στα πλαίσιά του, αντί να αποτελούμε γρανάζια μιας άψυχης μηχανής. Στο κάτω κάτω της γραφής, προκειμένου να αποφύγουμε τις ενεδρεύουσες τάσεις, μια καλύτερη ισορροπία μεταξύ έθνους και κράτους θα πρέπει να βρεθεί.

Χρησιμοποιώντας τον οξύμωρο όρο ‘έθνος-κράτος’ (μια πραγματική διανοητική χειροπέδη), ωσάν το κράτος και το έθνος να ήταν ακριβώς το ίδιο, δεν θα μας βοηθήσει να το κάνουμε.

Αναφορές:

Hellman, Gunther (επιμ.), ‘Are Dialogue and Synthesis Possible in International Relations?’, International Studies Review, Blackwell, 2003.

Sieyès, E.J., Political Writings, (Hackett Publishing Company), 2003.

Fichte, J.G., Addresses to the German Nation (Cambridge University Press, 2008).

Meinecke, F., Cosmopolitanism and the National State (Princeton University Press, 2016).

Morgenthau, H.J., Dilemmas of Politics (University of Chicago Press, 1958), σ. 54.

Tolstoy, Leo, War and Peace, Wordsworth Editions Limited, 2001; πρωτοδημοσιεύτηκε καθ’ολοκληρίαν στηΜόσχα το 1869.

Huttenback, Robert A., Racism and Empire, Cornell University Press, Ithaca και London.

Hobbes, Thomas, Leviathan (Penguin, 1985).

Flint, John E., Cecil Rhodes (Little Brown, 1974), σ. 248–52.

Σχετικά με τους συγγραφείς:

Ο William Mallinson είναι πρώην Βρετανός διπλωμάτης. Είναι συγγραφέας του Guicciardini, Geopolitics and Geohistory: Understanding Inter-State Relations (Palgrave Macmillan/Springer Nature, 2021).

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης