«Από τα δεκαπέντε διηγήματα της συλλογής ο αναγνώστης θα μπορούσε να έχει μία ιδέα για το πώς κυματίζει το ύφος στο αφηγηματικό έργο του Τσέχοφ∙ όσο γνωρίζω, το ζήτημα αυτό δεν έχει προσεχτεί όσο θα έπρεπε από τους μελετητές του, εκείνους κυρίως που ενδιαφέρονται για τις επιδράσεις που άσκησε το διήγημα του Τσέχοφ στη νεότερη πεζογραφία», γράφει στην Εισαγωγή ο μεταφραστής του, Μήτσος Αλεξανδρόπουλος.
Επιλέγοντας γι’ αυτήν τη συλλογή αυτά τα 15 από τη θάλασσα των διηγημάτων του Τσέχοφ, άγνωστα τα περισσότερα στην Ελλάδα, ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος θέλησε να ξεφύγει από τον κανόνα – τον λίγο πολύ καθορισμένο κύκλο των αριστουργημά-των του μεγάλου Ρώσου πεζογράφου και δραματουργού. Θέλησε να αναδείξει «πώς κυματίζει το ύφος στο αφηγηματικό έργο του», πώς δεν «κοκαλώνει» στις πρώτες επιτυχίες του. Πώς, τελικά, σχηματίζονται οι νεωτερισμοί που έφερε ο Τσέχοφ με τα μικρά και μεγαλύτερα διηγήματά του -«απουσία συγγραφέα, έλλειψη επίσης τέλους στις ιστορίες του, εξωτερικών αποτιμήσεων και διδακτισμού, οξυδέρκεια, συντομία και ευστοχία στην παρατήρηση χωρίς ίχνη συναισθηματισμών»- και οι οποίοι άσκησαν τόσο ισχυρή επίδραση στη νεότερη πεζογραφία.
Υπάρχει στις επιλογές του ένα ακόμα κριτήριο: «μαζί με το μεράκι για τη δουλειά του, τη χάρη της», διακρίνεται στον Τσέχοφ η ασίγαστη συναίσθηση πως, όπως είχε γράψει ο ίδιος σε μια φίλη του το Γενάρη του 1887, «δεν είναι ζαχαροπλάστης ο λογοτέχνης, δεν είναι για τον καλλωπισμό και τη διασκέδαση του κοινού, έχει τις δικές του υποχρεώσεις που απορρέουν από το συμβόλαιο με το χρέος του και τη συνείδησή του…».
Ίσως γι’ αυτό ο αναγνώστης πιθανόν θα προσλάβει μερικά διηγήματα αυτής της συλλογής ως αποτύπωμα και της δικής του, σύγχρονης πραγματικότητας. Θα νιώσει τα μάτια του Τσέχοφ «πίσω από τα γυαλάκια του» να τον κοιτάνε με «έκφραση αναμφισβήτητα φιλική, όσο και συγκρατημένη, εξεταστική, μα δίχως άλλο καλοπροαίρετη, συμπονετική».
Τα περισσότερα διηγήματα της συλλογής είναι άγνωστα στην Ελλάδα και δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Το «Πόσο αργεί να ξημερώσει…» είναι το πρώτο βιβλίο της σειράς «Βιβλιοθήκη Μήτσου Αλεξανδρόπουλου» που εκδίδεται από τότε που ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος έφυγε από τη ζωή (19 Μαΐου 2008).
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Άντον Πάβλοβιτς Τσέχοφ (1860- 1904) γεννήθηκε στο Ταγκανρόκ της Αζοφικής. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, αναγκασμένος να δουλεύει στο μαγαζί του πατέρα του,
παράλληλα με το σχολείο. Παρόλα τα οικονομικά προβλήματα κατάφερε να σπουδάσει Ιατρική στη Μόσχα.
Ένα χρόνο πριν πάρει το πτυχίο του, εκδίδει και το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Παραμύθια της Μελπομένης. Έως τότε, δημοσίευε κείμενα του σε περιοδικά και εφημερίδες της Μόσχας και της Πετρούπολης.
Ο Τσέχοφ στη σύντομη ζωή του (πέθανε σε ηλικία μόλις 44 ετών) είχε δύο αγάπες: τη λογοτεχνία και την ιατρική. Ασχολήθηκε και με τα δύο, με εξαιρετική επιτυχία και υπευθυνότητα. Στη λογοτεχνία, άρχισε να ξεχωρίζει όταν δημοσίευσε σε λογοτεχνικό περιοδικό το έργο του Θάλαμος 6, που συγκλόνισε το αναγνωστικό κοινό.
Το 1898 ανέβηκε από το Θέατρο Τέχνης στη Μόσχα το έργο του Ο Γλάρος, προσφέροντάς του την αναγνώριση και ως θεατρικού συγγραφέα.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα – μεταφραστή
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1924. Παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και τα χρόνια του εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία και τη Σοβιετική Ένωση. Από τη Ρουμανία πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας δημοσιεύοντας κείμενα στα ελληνικά και τα ρώσικα, μπήκε στον κύκλο των ελλήνων λογοτεχνών που ζούσαν στην ίδια χώρα (Τάκης Αδάμος, Κώστας Μπέσης, Έλλη Αλεξίου, Απόστολος Σπήλιος κ.α.) και έγινε γνωστός και στον ελλαδικό χώρο.
Το 1959 η Έλλη Αλεξίου συμπεριέλαβε το διήγημα του Αλεξανδρόπουλου «Η νύχτα των Θεοφανίων» στην ανθολογία πεζογραφίας της ελληνικής Εθνικής Αντίστασης, που επιμελήθηκε με ανάθεση της Ακαδημίας του Βερολίνου. Στη Σοβιετική Ένωση ο Αλεξανδρόπουλος σπούδασε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μόσχας και στράφηκε με ενδιαφέρον στη συντήρηση αγιογραφιών και στη μελέτη της ρωσικής λογοτεχνίας και λαϊκής παράδοσης. Εκεί παντρεύτηκε τη μελετήτρια της ελληνικής λογοτεχνίας Σόνια Ιλίνσκαγια. Μαζί της γύρισε στην Ελλάδα το 1975 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό αντιστασιακού διηγήματος της «Επιθεώρησης Τέχνης» (1963 για τους «Κορυσχάδες»), με τα διεθνή λογοτεχνικά βραβεία Τολστόι (1978) και Γκόρκι (1979), για τις μελέτες και μεταφράσεις του από τη ρωσική λογοτεχνία, με το πρώτο βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας (1981, για «Το ψωμί και το βιβλίο: ο Γκόρκι»), το βραβείο Τουμανιάν (1985 για το «Οι Αρμένηδες: ταξίδι στη χώρα τους και την ιστορία τους»), το μετάλλιο Πούσκιν (2007) και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του (2001).
Πέθανε στην Αθήνα τη Δευτέρα 19 Μαΐου 2008, μετά από μάχη με τον καρκίνο. Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος τοποθετείται στους έλληνες συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου. Η γραφή του κινείται στα πλαίσια του ποιητικού ρεαλισμού με στοιχεία πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού και επιρροές από τη ρωσική λογοτεχνία του δεύτερου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα και από ευρωπαίους συγγραφείς του μεσοπολέμου όπως ο Φραντς Κάφκα και ο Τζέημς Τζόυς. Σημαντικό μέρος του έργου του αποτελούν επίσης οι λογοτεχνικές μεταφράσεις και οι βιογραφίες του για ρώσους συγγραφείς όπως οι Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Άντον Τσέχωφ, Μαξίμ Γκόρκι, Νικολάι Γκόγκολ, Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, Όσιπ Μάντελσταμ, κ.ά.
Με αφορμή τον θάνατό του, η Εταιρεία Συγγραφέων εξέδωσε ανακοίνωση, στην οποία αναφέρεται στον «ακαταπόνητο άνθρωπο των γραμμάτων, που εισέφερε σημαντικά σε όλα τα επιμέρους είδη της πεζογραφίας με διηγήματα, μυθιστορήματα, βιογραφίες, και για μισό περίπου αιώνα αποτέλεσε έναν μοναδικό κόμβο μεταξύ της σύγχρονης ελληνικής και της ρωσικής λογοτεχνίας…». Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου βλ. Κεντρωτής Γιώργος, «Μήτσος Αλεξανδρόπουλος», στο «Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67», τ. Β΄, σ.98-110, Αθήνα, Σοκόλης, 1988 και χ.σ., Αλεξανδρόπουλος Μήτσος, στο «Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό», τ. 1, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)
_____________________________________________________________
«Πόσο αργεί να ξημερώσει…» – μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
978-960-19-0487-0 – σελ. 238 – τιμή 14,50 ευρώ – έκδοση 2009


