Ο Γιώργος Πετρακάκος έστειλε στο zougla.gr την απολογία του για την υπόθεση των «Ληστών του Διστόμου», την οποία μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω:

«Στα περισσότερα από τα δικαστήρια, που βρίσκομαι κατηγορούμενος τα τελευταία χρόνια, συμμετέχω ενεργά και αγωνίζομαι για να μην καταδικαστώ για πράξεις που δεν έκανα. Στις περισσότερες περιπτώσεις η πιθανή αύξηση της ποινής δεν αποτελεί συντελεστή πολλαπλασιασμού του χρόνου κράτησής μου, καθώς έχω ήδη φτάσει την κλίμακα των 25 χρόνων και μερικά χρόνια παραπάνω δεν αλλάζουν την ποινική μου κατάσταση, αλλά ούτε και παράγοντα για την απόφαση της συμμετοχής ή της αποχής μου από τις δικαστικές διαδικασίες. Η συμμετοχή μου σε αυτές ήταν και είναι θέμα ηθικό. Ως καταζητούμενος, όλα αυτά τα χρόνια είχα εξοικειωθεί τόσο με το ρίσκο της σύλληψης όσο και με την ιδέα ότι αν ποτέ συλληφθώ υπάρχει το ενδεχόμενο να κατηγορηθώ για πράξεις που δεν έχω κάνει όπως εξάλλου έχει γίνει επανειλημμένα και στο παρελθόν. Σήμερα για ακόμα μια φορά καλούμαι να αντιμετωπίσω κατηγορίες με τις οποίες δεν έχω καμία σχέση. Ωστόσο, το ηθικό κίνητρο της συμμετοχής μου στη διαδικασία δεν αφορά μόνο εμένα, αλλά και άλλους ανθρώπους. Αφενός τη σύντροφό μου και μητέρα των παιδιών μας και αφετέρου ανθρώπους που διώκονται για τις φιλικές και συντροφικές τους σχέσεις είτε με εμένα είτε μεταξύ τους. Στη ζωή μου έχω μάθει να αναλαμβάνω τις ευθύνες των πράξεών μου και αυτό έκανα πάντα. Έτσι θα σας μιλήσω για τις ληστείες που έχω συμμετάσχει, αλλά πρώτα θέλω να μιλήσω για την κατηγορία της ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης με την οποία δεν έχω σχέση και για τις ληστείες και την απόπειρα απαγωγής στις οποίες επίσης δεν είχα καμία συμμετοχή.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σε σχέση με την ληστεία στον Χολαργό τίθεται ένα ηθικό ζήτημα γιατί δεν είναι μόνο ότι χρεώθηκα με μια ληστεία που δεν έκανα, δεν είναι μόνο ότι αντιφάσκει με τον τρόπο δράσης μου αλλά επίσης εμπεριέχει και μια πράξη που έρχεται σε σύγκρουση με το αξιακό μου σύστημα, που είναι ξένη προς τον τρόπο δράσης μου και το γεγονός ότι κατηγορούμαι για ανθρωποκτονία είναι ανυπόφορο ακόμα και σαν ιδέα. Τα επιχειρήματα που μπορώ να προβάλλω ως απόδειξη της μη συμμετοχής μου σε αυτήν είναι ότι πραγματοποιήθηκε με το ίδιο όπλο που έγιναν άλλες δύο ληστείες για τις οποίες επίσης κατηγορήθηκα ενώ βρισκόμουν στη φυλακή και το γεγονός ότι και οι τρεις αυτές ληστείες, παρόλο που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά μεταξύ τους, σίγουρα είναι πολύ διαφορετικές από τις ληστείες που συμμετείχα εγώ. Όσο για το DNA μου σε μείγμα γενετικού υλικού, που λένε ότι βρέθηκε εκεί, προφανώς δεν είμαι εγώ αυτός που θα πρέπει να δώσει εξηγήσεις, αλλά οι αστυνομικοί της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών. Όπως θα έπρεπε να είχαν δώσει εξηγήσεις εξίσου για τη ληστεία του 2006 που κατηγορήθηκα βάσει της δήθεν εύρεσης ολόκληρου δακτυλικού αποτυπώματός μου και της αναγνώρισής μου από το θύμα, ενώ εγώ βρισκόμουν στη φυλακή χωρίς να έχω πάρει καν άδεια εξόδου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων αποτυχημένων μεθοδεύσεων είναι επίσης και οι κατηγορίες σε αυτό το δικαστήριο για ληστείες, που έχουν χρεώσει τόσο σε μένα όσο και στον φίλο μου Σπύρο Δραβίλα, οι οποίες έγιναν ενόσω ήμασταν και οι δύο στη φυλακή. Το μόνο που έχω να σχολιάσω, λοιπόν, ως προς την δήθεν ανεύρεση στοιχείων, είναι ότι μέχρι να καταλάβω – κυρίως μετά από τις μαρτυρίες των ειδικών επιστημόνων που κατέθεσαν εδώ – πόσο γελοίες και αναξιόπιστες είναι οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί η αστυνομία για να ερμηνεύσει τα ευρήματά της κατά το δοκούν και με τις οποίες κατασκευάζονται τα κατηγορητήρια, πίστευα απλώς ότι η κατηγορία για τη ληστεία του Χολαργού είναι μία εξολοκλήρου κατασκευασμένη δικιά τους μηχανορραφία, προκειμένου να φιλοτεχνήσουν το προφίλ του αδίστακτου για μένα. Όμως από την αποδεικτική διαδικασία κατάλαβα ότι ακόμα και αν πράγματι υπήρχαν εκεί ορισμένα γενετικά στοιχεία του γενετικού μου τύπου (όπως θα μπορούσαν να υπάρχουν και τα δικά σας και οποιουδήποτε ατόμου), αυτό δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση το γεγονός ότι πρόκειται περί μιας εξόφθαλμης σκευωρίας. Επίσης θα έπρεπε σίγουρα να κάνει εντύπωση, αν όχι σε εσάς, τουλάχιστον σε αυτούς που έστησαν αυτήν τη δολοπλοκία, το ερώτημα γιατί να έκανα μια ληστεία με όπλο που είχε πυροβολήσει σε προηγούμενη ληστεία, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ενώ κατηγορούμαι συγχρόνως και πράγματι κατείχα ένα ολόκληρο οπλοστάσιο ικανό να εξοπλίσει έναν ολόκληρο λόχο. Στο θέμα του οπλισμού θα επανέλθω σε λίγο.

Πέραν όμως από την εις βάρος μου σκευωρία, υπάρχει και κάτι άλλο που έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία: Η προσπάθειά τους να ενοχοποιηθεί η σύντροφός μου και μητέρα των παιδιών μας για δύο ληστείες. Το λέω αυτό γιατί κατά την γνώμη μου ο πραγματικός λόγος που φορτώνουν σε εμένα την ληστεία του Γαλατά και την ληστεία των Σπετσών είναι για να προσπαθήσουν να ενοχοποιήσουν τη σύντροφό μου καθώς από τα βίντεο και τις μαρτυρίες σε αυτές τις δύο ληστείες φέρεται να συμμετείχαν και γυναίκες. Αυτή του Γαλατά δεν θα μπορούσα να την είχα κάνει πρώτον γιατί ποτέ δεν θα πήγαινα μόνο με ένα ακόμα άτομο (και όχι με τουλάχιστον άλλα τρία) – πόσο μάλλον με την σύντροφό μου που πριν από μόλις 7 μήνες είχε γεννήσει – και δεύτερον διότι φυσικά ποτέ δεν αποσπούσα, για να χρησιμοποιήσω ο ίδιος, στοιχεία ταυτοτήτων τα οποία θα μπορούσαν να συνδεθούν άμεσα με κάποια πράξη που θα απασχολούσε την αστυνομία. Στο σημείο αυτό να κάνω μια παρένθεση για να εξηγήσω τι εννοώ. Εγώ αγόραζα στοιχεία υπαρκτών προσώπων τα οποία πίστευα ή θεωρούσα ή με είχαν διαβεβαιώσει ότι ήταν προϊόντα υποκλοπής από κάποιες λίστες πελατών διάφορων επιχειρήσεων, ότι δηλαδή κανένας δεν γνώριζε ότι είχαν αποσπαστεί άρα δεν θα απασχολούσαν και την αστυνομία. Τα στοιχεία ανθρώπων που αρπάζονται σε μια ληστεία είναι βέβαιο ότι θα γίνουν στόχος της Αστυνομίας. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι για μένα τέτοια στοιχεία είναι επικίνδυνα γιατί κάνοντας χρήση τους θα μπορούσα να εντοπιστώ. Μου ήταν περισσότερο από άχρηστα, μου ήταν βάρος. Αν ήξερα από πού προέρχονταν δεν θα τα χρησιμοποιούσα. Το γεγονός ότι βρέθηκαν στην κατοχή μου, όσο κι αν με κάποια στείρα αστυνομικά κριτήρια υπονοεί την εμπλοκή μου σε μια ληστεία, στην πραγματικότητα αποδεικνύει το αντίθετο, δηλαδή ότι δεν έχω σχέση. Επιπλέον, όπως αποδείχτηκε ο συγκεκριμένος ληστής είχε τατουάζ στο δεξί του χέρι ενώ εγώ όχι. Όσον αφορά τις ληστείες σε Σπέτσες, Βελεστίνο, Πόρτο Χέλι και Κρανίδι είναι ληστείες στις οποίες θεωρητικά θα μπορούσα να έχω συμμετάσχει, καθώς σύμφωνα με την δικογραφία ήταν καλά οργανωμένες ληστείες που έχουν σχεδόν όλους τους όρους και τις προϋποθέσεις που θα έβαζα ο ίδιος, όμως δεν συμμετείχα. Αν συμμετείχα δεν θα είχα κανένα πρόβλημα (ούτε ποινικό ούτε ηθικό) να τις αποδεχτώ. Επομένως η επιθυμία μου να απαλλαγώ από τις συγκεκριμένες κατηγορίες έγκειται στο απλό γεγονός της μη συμμετοχής μου σε αυτές και όχι στην απουσία στοιχείων ή σε κάποια γενική ασυμφωνία με τον τρόπο δράσης. Άλλωστε είναι γεγονός ότι δύο ή περισσότερες ομάδες ανά την επικράτεια φέρονται να έχουν παρόμοιο τρόπο δράσης. Πιστεύω ότι το σκεπτικό με το οποίο μου αποδόθηκαν οι συγκεκριμένες κατηγορίες συναγωνίζεται επάξια τη νοοτροπία με την οποία βρίσκομαι κατηγορούμενος για τη ληστεία στο Μοσχάτο το 2006 παρόλο που τότε βρισκόμουν στη φυλακή, όπως προανέφερα. Για την απόπειρα της απαγωγής Μαρτίνου κατηγορούμαι εξαιτίας της ανεύρεσης μιας πινακίδας στην αποθήκη του Τύμβου Μαραθώνα για την οποία δεν γνώριζα τίποτα και στην οποία αποδεδειγμένα δεν είχα καμία πρόσβαση.

Την απαλλαγή μου από την κατηγορία της συμμετοχής στον ΕΑ (για την οποία έχω ήδη αθωωθεί ομόφωνα σε άλλο δικαστήριο) δεν την διεκδικώ επειδή θα αλλάξει κάτι στην ποινή μου – κάθε άλλο – αλλά επειδή αυτή είναι η αλήθεια. Στο σημείο αυτό να τονίσω ότι το γεγονός της μη-συμμετοχής μου στην εν λόγω οργάνωση το λέω εγώ, το υποστηρίζω εγώ και το αποδεικνύουν κατά την γνώμη μου και τα στοιχεία ή μάλλον η απουσία στοιχείων από τη δικογραφία. Όχι μόνο δεν έχω ανάγκη τις δηλώσεις του μέλους αυτής της οργάνωσης σε αυτή τη δίκη αλλά και τις απεχθάνομαι. Όχι επειδή δεν με συμφέρει – με συμφέρει πολύ – αλλά επειδή το να λέει κάποιος κατηγορούμενος ποιος ΔΕΝ είναι μέλος, σε μια από τις αρκετές δίκες της οργάνωσης, είναι σαν να υπονοεί ότι κάποιοι άλλοι, σε άλλες δίκες, όταν δεν το λέει, ΕΙΝΑΙ μέλη. Εγώ ένας ταπεινός ποινικός παράνομος είμαι, αλλά στην παράδοσή μας αυτό το θεωρούμε έμμεση κατάδοση. Θα ήθελα λοιπόν να απαλλαγώ από την κατηγορία αυτή επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία και όχι σαν αποτέλεσμα έμμεσης κατάδοσης σε βάρος κατηγορουμένων σε άλλες υποθέσεις της ίδιας οργάνωσης. Για μένα αυτό είναι ζήτημα αξιακό. Έχω εξηγήσει και στο άλλο δικαστήριο, το οποίο τελικά με αθώωσε, ότι ο λόγος που κατηγορούμαι για συμμετοχή σε αυτήν την οργάνωση είναι περισσότερο μια εμμονή ορισμένων αξιωματικών της αντιτρομοκρατικής να επιβεβαιώσουν το σενάριο της περιβόητης «όσμωσης ποινικών και τρομοκρατών». Το πρόσωπο μου είναι ιδανικό για αυτόν τον σκοπό αφού θεωρώ ότι η δράση μου εντάσσεται στην παράδοση της κοινωνικής ληστείας. Μια παράδοση που έχει τις ρίζες της βαθιά μέσα στους αιώνες και απλώνεται σχεδόν σε όλες τις Ηπείρους. Εκείνης της κοινωνικής ληστείας που δεν θεωρεί ότι έχει κάτι κοινό με όσους κάνουν διαρρήξεις σε σπίτια που μένουν οικογένειες ή ηλικιωμένοι, ούτε με όσους κλέβουν ανυπεράσπιστους ανθρώπους στον δρόμο. Ανήκω σε εκείνη την ληστρική παράδοση που τα βάζει με τους πλούσιους και με τους ισχυρούς και που συνειδητά στέκεται πάντοτε δίπλα στον αδύναμο και φτωχό άνθρωπο που έχει ανάγκη. Σε εκείνη την παράδοση που σχεδιάζει με κάθε λεπτομέρεια την κάθε ληστεία ώστε όχι μόνο να μην πειραχτεί άνθρωπος αλλά και να μην χρειαστεί να πέσει έστω και ένας πυροβολισμός στον αέρα. Δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς αυτόπτης μάρτυρας σε μια ληστεία τράπεζας, μιας και ο πιο ανυποψίαστος μπορεί να αντιληφθεί ότι σκοπός της είναι να ολοκληρωθεί χωρίς δυσάρεστα επεισόδια και να μην δημιουργηθούν εντάσεις στο ενδεχόμενο παρουσίας της αστυνομίας. Προσωπικά μιλώντας, είχα προνοήσει ακόμα και για αυτό το ενδεχόμενο και αυτό φαίνεται από όλες τις ληστείες που έχω κάνει αυτά τα 17 χρόνια και ειδικά από αυτή στην οποία ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με τους διώκτες μου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Από εκεί και πέρα, η δικογραφία που έχετε μπροστά σας και οι συνδέσεις που προσπαθεί να πείσει ότι υπάρχουν δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια πρόχειρη συρραφή αστυνομικών ρεπορτάζ. Το μόνο που συνδέει τους κατηγορουμένους της υπόθεσης είναι ότι κάποια στιγμή υπήρξαν φυγόδικοι ή επικηρυγμένοι ή ότι είναι αναρχικοί. Τα στοιχεία που υποτίθεται ότι υπάρχουν είναι αστεία. Όταν λέμε στοιχεία, μιλάμε για αποτυπώματα και dna, τα οποία εντάχθηκαν όλα μαζί σε ένα σύμπλεγμα δικογραφιών προκαλώντας εντυπώσεις, αλλά στην πραγματικότητα το ένα μπορεί να αφέθηκε δίπλα στο άλλο με διαφορά δέκα χρόνων και απόσταση αρκετών γεωγραφικών διαμερισμάτων. Ένας χάρτης του κουνιάδου μου Τάσου Θεοφίλου, που τον αγόρασε το 2007 για να πάει διακοπές με τον στενό του φίλο και συμφοιτητή Κ. Σακκά ή με το φίλο του Π. Ασπιώτη μπορεί να μεταφέρθηκε από την Μαρία (δηλαδή την αδελφή του και σύντροφό μου) στο σπίτι της το 2009 και έπειτα από μένα σε κάποιο αμάξι και μέχρι το 2015 να έχει τελικά πάνω του αποτυπώματα τουλάχιστον πέντε ανθρώπων και αυτό να προκαλεί συνειρμούς. Αυτοί οι συνειρμοί, πιστέψτε με, είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας. Δεν γίνεται με αυτούς τους συνειρμούς να αποδειχτεί γνωριμία μεταξύ όλων των κατηγορουμένων και πόσο μάλλον η συμμετοχή τους στον ΕΑ. Το αφήγημα της υποτιθέμενης σύνδεσής των υπόλοιπων κατηγορουμένων με εμένα χρησιμοποιείται για την ενοχοποίησή τους ως μέλη της οργάνωσης, ενώ εγώ έχω ήδη απαλλακτική απόφαση για αυτή την κατηγορία. Πρόκειται για μια αντίφαση που βασίζεται στην δημιουργία εντυπώσεων, αλλά είναι εκτός πραγματικότητας. Ούτε φυσικά η κατοχή αυτού του οπλισμού που τονίζεται για να στηρίξει την κατηγορία της συμμετοχής σε οργάνωση έχει κάποια λογική βάση. Η κατοχή βαρέως οπλισμού αυτή καθαυτή δεν αποδεικνύει τίποτα και φυσικά δεν συνεπάγεται αυτομάτως την ύπαρξη οργάνωσης, όπως η κατοχή ενός μαχαιριού δεν σημαίνει ότι ο κάτοχός του είναι δολοφόνος. Τα όπλα είναι απλώς εργαλεία και η χρήση τους εξαρτάται από τις προθέσεις και τις επιλογές αυτού που τα χρησιμοποιεί. Εγώ δεν αρνούμαι ότι κατείχα αυτά τα όπλα που βρέθηκαν στο Μώλο Φθιώτιδας και στο Βόλο, όμως δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ποτέ και ως εκ τούτου ο οπλισμός αυτός βρέθηκε θαμμένος κάτω από τόνους χώματος, μη λειτουργικός και μέρος αυτού σκουριασμένο…

Έτσι λοιπόν υπάρχουν κατηγορίες που δεν αποδέχομαι. Υπάρχουν όμως κι αυτές που αποδέχομαι. Για μένα αυτή η δίκη είναι και ένα βήμα για να μιλήσω για την ζωή μου. Δεν παίζω με τις λέξεις για το αν είναι απολογία ή τοποθέτηση. Μπορεί να είναι και απολογία. Όχι απέναντι σε εσάς, αλλά απέναντι στην κοινωνία στην οποία αν και δεν νοιώθω ότι έβλαψα σίγουρα χρωστάω εξηγήσεις. Και σίγουρα κάποια πράγματα θέλω να κριθούν υπό το φως όλων των περιστατικών που επηρέασαν τη ζωή μου και βέβαια τις επιλογές μου. Δεν έφερα, για παράδειγμα, τους μάρτυρες υπεράσπισης που σας περιέγραψαν τις δυσκολίες της παιδικής μου ζωής για να σας συγκινήσω. Τους έφερα επειδή υπήρξαν κομμάτι της ζωής μου και γιατί αυτή είναι που κρίνεται εδώ (και αυτή κρίνετε και εσείς) και κάποια πράγματα θέλω να είναι γνωστά. Ξεκίνησα να ληστεύω τράπεζες το 2002 γιατί ήταν έτσι η κατάσταση που στην πραγματικότητα δεν είχα άλλη επιλογή και όχι γιατί επεδίωκα να γίνω πλούσιος ή επειδή μου άρεσε η εύκολη ζωή. Η ζωή ενός κυνηγημένου άλλωστε κάθε άλλο παρά εύκολη είναι. Για μένα ήταν η πιο έντιμη λύση για να μπορέσω να υποστηρίξω την ζωή ενός ανθρώπου που μου είχε απομείνει ως οικογένεια. Δεν μετανιώνω για αυτήν μου την επιλογή, αλλά έχει σημασία ότι δεν ήταν μια επιλογή από καπρίτσιο, αλλά από ανάγκη. Το ίδιο περίπου συνέβη και το 2006, όταν πάλι από την αδήριτη ανάγκη για ελευθερία, φυγοδίκησα, μετά από ακόμα μία εναντίον μου σκευωρία (που τελικά κατέρρευσε και βέβαια αθωώθηκα). Με την μόνη διαφορά ότι τότε ο λόγος ήταν πλέον η διατήρηση του αγαθού της ελευθερίας μου και η άμυνα μου απέναντι σε μια αδικία. Αλήθεια, σε ποια κλίμακα ευαισθησίας μετριούνται τα αντανακλαστικά ενός ατόμου που μπορεί να συνηθίσει και να θεωρεί την αδικία ως δικαιοσύνη ή να θυσιάζεται αναπόδραστα κάθε μέρα για αυτήν; Από ένστικτο και από ανάγκη τοποθέτησα τον εαυτό μου απέναντι σε ένα άδικο σύστημα που στηρίζει τις τράπεζες και στηρίζεται από αυτές. Πιστεύω ακόμα ότι ληστές και τρομοκράτες είναι οι τράπεζες. Εγκληματίες όσοι τις υπερασπίζονται.

Μπορεί να είχα βάλει ως στόχο να εκπληρώσω την υπόσχεση που είχα δώσει στη σύντροφό μου, μετά την ληστεία στο Δίστομο και ένα χρόνο πριν την σύλληψή μας, και να απεμπλακώ από αυτόν τον τρόπο ζωής (και μόλις τελειώσει η ποινή μου αφού δεν θα υπάρχει εναντίον μου ένταλμα θα τα καταφέρω), αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αποκηρύσσω αυτά που έζησα και αυτά που πέτυχα. Για εσάς μπορεί να ακούγεται ακόμα και προκλητικό το να λέω ότι πέτυχα κάτι και να νομίζετε ότι εννοώ ληστείες τραπεζών, όμως θα ήθελα να εξηγήσω τι σημαίνει για μένα επιτυχία. Δεδομένου ότι είχα επιλέξει αυτό τον τρόπο ζωής, για μένα επιτυχία σήμαινε να διεκπεραιώνω τις ληστείες τηρώντας απαρέγκλιτα τους αυστηρούς κανόνες ασφαλείας που είχα θέσει με γνώμονα την αξία της ανθρώπινης ζωής. Δεν τέθηκε και δεν άφησα ποτέ να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή πελάτη, εργαζομένου ή αστυνομικού ακόμα και σε καταστάσεις υψηλής έντασης και μεγάλου ρίσκου όπως στο Παλαιό Φάληρο. Στο Παλαιό Φάληρο, οποιοσδήποτε άλλος θα άνοιγε πυρ ή θα παραδινόταν. Εγώ και οι τότε συνεργάτες μου καταφέραμε να διαφύγουμε ανάμεσα σε έναν στρατό της ομάδας ΔΙΑΣ χωρίς να πάθει κανένας τίποτα. Δεν ήταν τύχη. Ήταν ικανότητα την οποία αγωνίστηκα να κατακτήσω. Όχι μόνο το να αποτελούν οι τράπεζες τους μοναδικούς στόχους μου αλλά και η ζημιά που προκαλώ να περιορίζεται σε πράγματα και όχι σε ανθρώπους. Πιο συγκεκριμένα, σε χρήματα που είναι ασφαλισμένα και που η απώλειά τους δεν θα κοστίσει τίποτα σε κανέναν. Το ίδιο έγινε και με τη ληστεία στο Δίστομο για την οποία μάλιστα η κυρία σύνεδρος υπαινίχθηκε ότι αφού υπήρχε έγκυος στην τράπεζα, τα παιδιά μου (τριών και πέντε χρονών τότε) δικαίως σημαδεύτηκαν από τα όπλα της αντιτρομοκρατικής. Φυσικά, όμως, η κατάθεση της μάρτυρα ήταν σαφής τουλάχιστον σε σχέση με τη δικιά μου συμπεριφορά. Όσο για τον ταμία από τον οποίον ζητήσαμε να βουτήξει στη θάλασσα καταλαβαίνω ότι αυτό φαίνεται άγριο. Όταν σε σημαδεύουν με όπλο και σε βάζουν να βουτάς στη θάλασσα ενώ θα προτιμούσες να είσαι στη δουλειά σου σίγουρα δεν είναι μια ευχάριστη περίσταση. Ωστόσο, αφού αυτό ήταν ένα κομμάτι της επιχείρησης για την ασφάλεια όλων μας, φρόντισα να βεβαιωθώ ότι δεν πρόκειται να κινδυνέψει. Εδώ να σημειώσω παρενθετικά ότι αυτή η εξέλιξη προκρίθηκε ως εναλλακτική και ασφαλέστερη λύση λόγω της παρουσίας της αστυνομίας, αλλιώς ο ταμίας δεν θα είχε καμία περαιτέρω εμπλοκή. Έτσι, χωρίς να χρησιμοποιήσουμε τα όπλα μας ούτε για εκφοβισμό – παρόλο που εξελισσόταν μια ασφυκτική καταδίωξη, με γρήγορη και ευέλικτη οδήγηση – προφανώς γνωρίζοντας από πριν αρκετά καλά την περιοχή, μπορέσαμε και διαφύγαμε. Ούτε αυτό έγινε κατά τύχη. Όπως και η επιλογή του συγκεκριμένου ανθρώπου δεν ήταν τυχαία, αλλά έγινε συνειδητά με κριτήριο τη σωματική του διάπλαση (περίπου 2 μέτρα ύψος και γυμνασμένος) και αφού πρώτα ρωτήθηκε αν διαθέτει την ικανότητα κολύμβησης. Επίσης η απόσταση από τη στεριά επιλέχθηκε ούτως ώστε να εκμηδενιστούν οι πιθανότητες να πάθει κάτι μέσα στο νερό. Να θυμίσω ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της περιπέτειάς του φροντίσαμε – και αυτό προκύπτει και από τη μαρτυρία του – να είναι όσο λιγότερο δυσάρεστη μπορούσε να γίνει. Εκτός από αυτές τις δύο συμμετείχα επίσης και στη ληστεία της Σαρωνίδας. Όπως είχαν τονίσει και οι ίδιοι οι μάρτυρες κι όπως μπορείτε να διαπιστώσετε από τους χάρτες της περιοχής, η τράπεζα της Σαρωνίδας απέχει το πολύ 100 μέτρα από το τοπικό αστυνομικό τμήμα. Σε αρχικό στάδιο της ληστείας μια γυναίκα που αντιλήφθηκε τι συμβαίνει βγήκε από την τράπεζα και ειδοποίησε την αστυνομία. Τότε αποφάσισα να μη ρισκάρω ώστε να πάρω τα χρήματα, αλλά να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια. Ήταν μία συνειδητή επιλογή, βασισμένη στην ικανότητά μου να διαμορφώνω μια κρίση με λογικές σκέψεις, και σίγουρα όχι τυχαία. Αυτή η επιτυχία που προανέφερα, λοιπόν, δεν ήταν αποτέλεσμα τύχης, αλλά προϊόν επίπονης μελέτης, σκληρής δουλειάς και ευσυνειδησίας.

Στο σημείο αυτό θέλω να πω και κάτι για τη ψυχολογική πίεση την οποία περιγράψανε ορισμένοι από τους μάρτυρες που κατέθεσαν την εμπειρία τους κάνοντας λόγο για μια οδυνηρή εμπειρία. Καταρχήν θέλω να απολογηθώ σε αυτούς για τα ψυχικά τραύματα που τους προκάλεσα και θέλω να εξηγήσω κάτι. Δεν μου είχε περάσει καν από το μυαλό ότι είναι τόσο επώδυνη εμπειρία για τους πελάτες και τους εργαζομένους. Όντας βέβαιος ότι δεν θα πάθουν κάτι και γνωρίζοντας ότι στην πραγματικότητα δεν πλήττονταν οι ίδιοι, μού ήταν αδύνατο να το συνειδητοποιήσω. Στην πραγματικότητα το κατάλαβα όταν διαπίστωσα ότι μοναδικό κοινό σημείο των καταθέσεών τους είναι η απώλεια μνήμης λόγω της ταραχής τους και η μόνιμη επωδός «θέλω να ξεχάσω». Για άλλη μια φορά λοιπόν θέλω να τους ζητήσω συγγνώμη. Πραγματικά δεν ήταν στις προθέσεις μου και αλήθεια δεν το είχα συνειδητοποιήσει.

Στη συνέχεια, οφείλω να μιλήσω για τέσσερις από τους συγκατηγορουμένούς μου γιατί εξαιτίας μου βρίσκονται σε αυτή τη θέση. Θα μιλήσω μόνο για αυτούς και για κανέναν άλλο γιατί αυτοί οι τέσσερις ενεπλάκησαν εξαιτίας μου σε αυτήν την υπόθεση. Δεν διώκονται για τις ιδέες τους ή για την πολιτική τους δράση ή επειδή ήταν καταζητούμενοι όπως άλλοι κατηγορούμενοι τους οποίους ούτε καν γνώριζα πριν το δικαστήριο, αλλά μόνο λόγω της εκδικητικότητας της Αντιτρομοκρατικής εναντίον μου. Με έναν τρόπο δηλαδή άμεσο ή έμμεσο εξαιτίας μου.

Καταρχάς για την σύντροφό μου Μαρία Θεοφίλου: Βρίσκεται κατηγορούμενη με πολύ βαριές κατηγορίες εξαιτίας μου τη στιγμή που όχι μόνο δεν έχει σχέση με αυτές, όχι μόνο η ίδια δεν ήθελε να ξέρει λεπτομέρειες, αλλά αντιθέτως ήθελε να κρατάει απόσταση από αυτήν την πτυχή της ζωής μου, ενώ και εγώ με την σειρά μου την προστάτευα τηρώντας αυτή την απόσταση που χρειαζόταν όλα αυτά τα χρόνια, καθώς για μένα ήταν ζήτημα αρχής. Επιπλέον η Μαρία ήταν ο λόγος (φυσικά σε συνδυασμό με την γέννηση των παιδιών μας) που επέλεξα να απεμπλακώ από αυτήν τη δραστηριότητα. Δεν έχει καμία σχέση με τις κατηγορίες. Όσον αφορά τα όπλα που βρέθηκαν στο σπίτι στο Βόλο, δεν γνώριζε την ύπαρξή τους γιατί βρέθηκαν εκεί για ελάχιστες ώρες, λόγω της μετακόμισης που κάναμε, και στον προσωπικό μου χώρο, στο γυμναστήριο. Μόλις για μερικές ώρες και μόνο λόγω της μετακόμισης [το αποδεικνύουν τα ίδια τα έγγραφα της αντιτρομοκρατικής από το προηγούμενο βράδυ] και σε σημείο φυσικά μη προσβάσιμο στα παιδιά, τα άφησα εκεί προσωρινά μέχρι να ολοκληρωθεί η μετακόμιση. Αυτό το γεγονός, έτσι κι αλλιώς, είναι κάτι που πάντα θα το έχω βάρος στη συνείδησή μου γιατί ενέπλεξα την οικογένειά μου κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα που συλληφθήκαμε έτυχε να είναι μέρα μετακόμισης και μάλιστα η τελευταία μεταφορά οικοσκευής προτού ξενοικιάσω το σπίτι στο Μώλο. Πάντως ποτέ δεν επέτρεπα και δεν θα επέτρεπα να έχει η Μαρία την οποιαδήποτε ανάμειξη στις παράνομες δραστηριότητές μου και αυτό μπορείτε να το καταλάβετε και στην προκειμένη περίπτωση από το γεγονός ότι το συγκεκριμένο βανάκι της μετακόμισης ήταν νόμιμο και δεν είχε μέσα τίποτα παράνομο. Κατά την γνώμη μου, η δίωξη της συντρόφου μου για συμμετοχή σε δυο ληστείες και σε ένοπλη οργάνωση (πράξεις με τις οποίες ούτε εγώ έχω καμία σχέση) πιστεύω ότι οφείλεται σε μια εκδικητικότητα της αντιτρομοκρατικής στο πρόσωπό μου, και ίσως εκείνη την περίοδο και εναντίον του αδελφού της που τότε ήταν ακόμα και ο ίδιος θύμα σκευωρίας της. Μια χωρίς λόγο εκδικητικότητα αφού κακώς αυτή η υπηρεσία ασχολήθηκε μαζί μου. Το μόνο που ίσως δικαιολογεί την ενασχόληση της μαζί μου είναι ο άκρως «επαγγελματικός» και ξένος για τα ελληνικά δεδομένα τρόπος που διέπραττα της ληστείες.

Εκτός από την σύντροφό μου θέλω να μιλήσω και για άλλους τρεις κατηγορουμένους που πραγματικά βρίσκονται εδώ εξαιτίας μου και επίσης το έχω βάρος. Σε μια ιδιαίτερη για μένα περίοδο ζήτησα βοήθεια από τον παλιό μου συμμαθητή και καλό μου φίλο, το Φώτη Ασημακόπουλο. Ένα σπίτι για να μπορέσω να μείνω για ένα μικρό διάστημα. Αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη, προσφέρθηκε ο μικρότερος αδερφός του ο Θέμης να με βοηθήσει. Τον Θέμη τον είχα πάντα σαν το μικρό μου αδερφό. Τον πρόσεχα και τον βοηθούσα στα μαθήματα όταν ήταν μικρός. Αδυνατώ να καταλάβω πώς διαπόμπευσαν μια ολόκληρη οικογένειά και την τρέχουν σε δικαστήρια χωρίς οι άνθρωποι να εμπλέκονται πουθενά, όπως τον πατέρα των παιδιών που είναι άνω των 70 ετών και με σοβαρά προβλήματα υγείας και εγχείρηση καρδιάς, χωρίς να μπορεί καν να αναπνεύσει πολλές φορές, που έμεινε 5 ολόκληρες μέρες στα μπουντρούμια της αντιτρομοκρατικής και συνοδεία πάνοπλων αστυνομικών τον τρέχανε από ανακριτή σε ανακριτή. Τα δύο αυτά παιδιά και όλη η οικογένειά τους πληρώνουν το τίμημα της αγνής και καθαρής παιδικής φιλίας μας. Μιας άδολης αλληλεγγύης χωρίς συμφέροντα. Αυτό πληρώνουν και μόνο. Σε ό,τι έχει να κάνει με την οικογένεια αυτή και είναι ποινικά επιλήψιμο, εγώ είμαι ο υπεύθυνος που ζήτησα βοήθεια για να με κρύψουν, φταίω εγώ και μόνο εγώ. Αυτό που ξέρανε είναι μόνο αυτό που χρειαζόταν να ξέρουν: ότι ήμουν καταζητούμενος και ότι είχα ανάγκη από ένα προσωρινό κατάλυμα.

Θέλω, πριν ολοκληρώσω, να πω και δυο λόγια σε σχέση με τους μάρτυρες υπεράσπισης. Ειδικότερα, θέλω να σχολιάσω τις ερωτήσεις της έδρας και της εισαγγελέως προς αυτούς για το αν άλλαξαν γνώμη για μένα μετά τη σύλληψή μου ή αν φοβήθηκαν όταν αποκαλύφθηκε το ποιος ήμουν. Δεν αποδείχτηκε αλλά ούτε και κατηγορήθηκα ότι είμαι βιαστής ή ότι κλέβω σπίτια ή ότι είμαι σίριαλ κίλερ ή απατεώνας, ούτε ότι ήμουν κάποιος εργοδότης που εξοικονομούσε χρήματα περιορίζοντας τα μέτρα ασφαλείας των εργαζομένων του και δεν τους κολλούσε ένσημα. Ούτε αποκαλύφθηκε ότι έχω επενδύσει ή συμμετάσχει στις επιχειρήσεις κάποιας πολυεθνικής που ασχολείται με εξορύξεις χρυσού στην Χαλκιδική καταστρέφοντας κοινωνικά και οικολογικά μια ολόκληρη περιοχή. Τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούμαι δεν επηρεάζουν ούτε θα μπορούσαν να επηρεάσουν με τον τρόπο που εννοείτε τις ζωές των ανθρώπων του κοινωνικού μου κύκλου. Τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούμαι και κάποια από τα οποία αποδέχομαι μπορεί να τιμωρούνται από τον νόμο, μπορεί να αποτελούν σημαντικές παραβάσεις του ποινικού κώδικα όμως δεν είναι εγκλήματα. Είναι λογικό να μην το καταλαβαίνετε, αλλά εκτός δικαστικής πραγματικότητας η αλήθεια είναι ότι δεν μπαίνουν όλοι οι παραβάτες του νόμου στο ίδιο καζάνι. Είναι άλλο πράγμα να κλέβεις τσάντες από ηλικιωμένες γυναίκες ή να μπαίνεις σε σπίτια και άλλο να κλέβεις τράπεζες. Είναι άλλο πράγμα το να είσαι έμπορος ναρκωτικών και άλλο ληστής τραπεζών. Είναι άλλο πράγμα η δράση σου, νόμιμη ή παράνομη, να στοχεύει τους πιο αδύναμους και άλλο τους πιο δυνατούς. Εγώ στόχευα στους πιο δυνατούς. Για να μην παρεξηγηθώ, να διευκρινίσω ότι στόχευα στους πιο δυνατούς όχι ως κομμάτι κάποιας πολιτικής δράσης ούτε επειδή παρίστανα τον Ρομπέν των Δασών. Μπορεί αυτός μαζί με τον Ζορό να ήταν ένας από τους αγαπημένους μου παιδικούς ήρωες, αλλά εγώ λειτουργούσα έτσι από ένστικτο και από μια προσωπική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο και τι άδικο. Έτσι, λοιπόν, μετά το πρώτο σοκ που υπέστησαν οι άνθρωποι αυτοί, ακόμα και αν η εμπιστοσύνη τους κλονίστηκε στιγμιαία, αποκαταστάθηκε πλήρως και επικράτησε και πάλι η συμπάθεια και η φιλία. Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε αυτονόητο αυτό και για αυτό νοιώθω πολύ περήφανος που συνάντησα τέτοιους ανθρώπους στη ζωή μου, που όχι μόνο δεν θύμωσαν μαζί μου που απέκρυψα το ποιος είμαι αλλά επιπλέον ήρθαν στο δικαστήριο να υποστούν το βασανιστήριο της υπεράσπισής μου. Φυσικά το να πω και από εδώ ότι τους ευχαριστώ γι’ αυτό είναι πολύ λίγο.

Ρώτησε επίσης η κυρία σύνεδρος τους μάρτυρες υπεράσπισης αν μετάνιωσα για τις πράξεις μου ή αν απλώς μετάνιωσα που με πιάσανε. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η διάκριση που κάνει και για κάποιον άλλον κατηγορούμενο θα ήταν πράγματι μια πάρα πολύ εύστοχη ερώτηση. Όμως στην περίπτωση μου δεν συνέβη τίποτα από τα δύο. Με κάποια διαλείμματα – είτε λόγω της ενδιάμεσης τριετούς φυλάκισής μου είτε για προσωπικούς λόγους – από το 2002 μέχρι το 2014 που έγινε η ληστεία στο Δίστομο βιοποριζόμουν κατά βάση από αυτήν τη δραστηριότητα. Με ρωτάτε αν μετάνιωσα για ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της ζωής μου; Μου ζητάτε να πετάξω την ζωή μου στα σκουπίδια; Το είπα πριν και θα το ξαναπώ και τώρα. Όχι μόνο δεν μετάνιωσα αλλά είμαι και περήφανος που έφτασα σε αυτό το σημείο έτσι ώστε να προβλέπω και να διαχειρίζομαι στιγμές έντονων καταστάσεων με ψυχραιμία, προκειμένου να τηρήσω (όπως και έκανα) τη δέσμευση που είχα βάλει από το 2002 στον εαυτό μου να μη ρίξω ούτε μια ριπή για εκφοβισμό στο αέρα. Αν σταμάτησα ένα χρόνο πριν την σύλληψή μου τη δραστηριότητα αυτή ήταν για χάρη της συντρόφου μου και των παιδιών μου. Όχι ακριβώς ως θυσία, αλλά επειδή ανοίχτηκε μπροστά μου ένας άλλος δρόμος που ήθελα να ακολουθήσω. Ένας δρόμος που ήταν πολύ πιο συναρπαστικός από τη ζωή του παρανόμου και μόλις για ένα χρόνο κατάφερα να τον ζήσω. Δεν μετάνιωσα και δεν μετανιώνω για τίποτα. Η απόφαση να ληστεύω τράπεζες δεν ήταν μια απόφαση που πήρα αφού έκανα οικογένεια για να με εγκαλείτε ότι δεν τη σκέφτηκα εγκαίρως. Οικογένεια έκανα ενώ βρισκόμουν στα μέσα αυτού του δρόμου και για χάρη της οικογένειάς μου τον εγκατέλειψα.

Όσο για τον πλούσιο βίο που ρωτήσατε, δυστυχώς δεν είμαι σε θέση να παρουσιάσω κάποιο βιβλίο εσόδων-εξόδων, αλλά θα σας εξηγήσω χοντρικά κάποια πράγματα. Η ζωή ενός παράνομου και καταζητούμενου είναι πολύ ακριβή. Η ελευθερία του κοστίζει ακριβά. Πρέπει να συντηρεί πολλά σπίτια, πολλά οχήματα, πρέπει να αγοράζει πλαστά έγγραφα για να μπορεί να παραμένει ασύλληπτος. Επίσης, για να οργανωθεί μια ληστεία στα πρότυπα ασφαλείας που έθετα εγώ για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (δράστες – πολίτες – αστυνομία) χρειάζονται περισσότερα έξοδα από όσα φαντάζεται κανείς. Δεν ήμουνα ο τύπος του παρανόμου που έκανε μια ληστεία την εβδομάδα ανεβάζοντας τις πιθανότητες συμπλοκής με μαθηματική ακρίβεια και αποκομίζοντας ποσά που σε μερικές εβδομάδες αναγκαστικά θα είχαν ξοδευτεί. Έκανα καλά οργανωμένες ληστείες όποτε χρειαζόταν για να εξασφαλίσω την επιβίωσή μου και να διαφυλάξω την ελευθερία μου. Ληστείες από τις οποίες αποκόμιζα μεγάλα ποσά ακριβώς για τους λόγους που σας εξήγησα. Επειδή όμως προέρχομαι από την εργατική τάξη και φτωχή οικογένεια, και εκεί ακόμα τοποθετώ τον εαυτό μου, η ερώτησή σας περί πολυτελούς διαβίωσης για μένα είναι προσβολή. Και ιδεολογικά και ηθικά. Όπως προέκυψε απ’ τη διαδικασία, κυρίως από τους μάρτυρες και τα ευρήματα, αποδείχτηκε ότι ζούσαμε μία ζωή λιτή και ήμασταν ολιγαρκείς. Δεν βρέθηκαν στη κατοχή μας πολυτελή σπίτια, ακριβά αμάξια, κοσμήματα ή πολύτιμοι λίθοι. Απεναντίας μοιραζόμασταν ένα ενοικιαζόμενο σπίτι με 350€ το μήνα.

Κλείνοντας θέλω να αναφερθώ και να ευχαριστήσω όλους τους ανθρώπους από όλα τα μέρη της Ελλάδας, που μου άνοιξαν το σπίτι τους και μου συμπαραστάθηκαν όλα αυτά τα χρόνια της φυγοδικίας μου, όπως δεν σταμάτησαν και στα χρόνια που είμαι μέσα στη φυλακή να μου προσφέρουν τη συμπαράσταση και τη δύναμη της αλληλεγγύης τους. Επίσης θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα όλους τους δασκάλους και καθηγητές που μου πρόσφεραν τον πολύτιμο χρόνο τους, που με υπομονή και επιμονή με βοήθησαν σε πραγματικά δύσκολες συνθήκες και πέτυχα τους στόχους που είχα βάλει. Πέρα από τις γνώσεις που αποκόμισα, αυτό που για μένα έχει αξία είναι που γνώρισα τόσο ξεχωριστούς ανθρώπους που με τίμησαν με την αλληλεγγύη τους και τη φιλία τους. Μέσα από όλη αυτή την διαδρομή, με τις καλές αλλά και τις άσχημες στιγμές της, είμαι ευγνώμων όχι μόνο για αυτά που είδαν τα μάτια μου αλλά και η ψυχή μου. Γνώρισα και κέρδισα ζωντανά την αξία και το νόημα στην αληθινή αγάπη, στον έρωτα, στη συντροφικότητα και στην αληθινή φιλία. Έχασα όμως τον πολυτιμότερο αδελφό, σύντροφο και φίλο που είχα ποτέ. Αντίο Σπύρο Δραβίλα. Δεν σε ξεχνώ ποτέ και θα είσαι πάντα μέσα στη ψυχή μου».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης