Για χρόνια νόμιζα πώς ήμουν μια ζωντανή νεκρή.

Αρνούμουν αν έπρεπε να ανταποκριθώ στα ερωτικά καλέσματα της φύσης.

Δεν πίστευα στη ζωή την ίδια πώς θα μπορούσα να πιστεύω στον έρωτα;

Με φτηνές δικαιολογίες απέφευγα τη συναναστροφή με κορίτσια της ηλικίας μου.

Η θεία μου, γιατί την μητέρα μου την είχα χάσει από μικρή ηλικία, μουρμούριζε, «Όταν θα ξυπνήσεις θα χτυπάς το όμορφο κεφαλάκι σου, άγγελέ μου. Και είναι τόσο όμορφο…»

Άκουγα τα μυξοκλάματα που ακολουθούσα. Άκουγα τους πνιχτούς λυγμούς της για τα νιάτα μου που παραδίδω στον αδυσώπητο χρόνο!

«Αχ, και να είχα τα χρόνια σου», πρόσθετε καθώς προχωρούσε προς το διάδρομο.

Ήθελα να πεθάνω. Ναι αυτό ήθελα να κάνω. Έφταιγε εκείνο το ατύχημα. Καταραμένη βροχή. Καταραμένο προαίσθημα.

Ήμουν επτά ετών. Μια μέρα μετά τα γενέθλιά μου, Οι γονείς μου κι εγώ θα τα γιορτάζαμε δεόντως, όμως πάλι ο μπαμπάς είχε σύσκεψη στο γραφείο… «Με την σουρλουλού από το γραφείο του», όπως άκουσα πίσω από την κλειστή πόρτα της κρεβατοκάμαρας να λέει στην θεία μου (και αδελφή της).

Τα τριαντάφυλλα στον κήπο έχαναν το ροδαλό τους χρώμα. Τα φύλλα στο μεγάλο δέντρο έπεφταν σιγά-σιγά. Ίσως να ήταν από την στενοχώρια τους για μένα, έλεγα στον εαυτό μου. Κάποιος με συμπονούσε!

Όταν αργά το βράδυ επέστρεψε ο μπαμπάς η μητέρα τον περίμενε στο σαλόνι. Τον αιφνιδίασε ανάβοντας απότομα το φως από το πορτατίφ. «Βρήκες το δρόμο;» κι εκείνος δήθεν κουρασμένος πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο,

Οι φωνές τους σήκωναν τον κόσμο, ευτυχώς που μέναμε σε μονοκατοικία. Σε ένα σπίτι τεράστιο και «κρύο». Μοναξιά παντού.

Την επόμενη μέρα ξημέρωναν τα γενέθλιά μου. Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα πόσο ανήμπορη και μόνη ήμουν.

(Αλήθεια αν διάβαζε τη σκέψη μου η θεία μου θα είχε ξεκινήσει τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο στο σπίτι μας… «Τεμπέλα είσαι, όχι ανήμπορη. Ακούς κουβέντες από μια νέα κοπέλα. Όλα τα καλά του Θεού έχεις και δεν τα εκτιμάς» Και θα σταυροκοπιόταν.)

Η μητέρα αντί να στολίσει το σπίτι βυθίστηκε στη θλίψη της. Έβαζε κονιάκ στο ποτήρι από το πρωί και με ρωτούσε τακτικά τι ώρα είναι, έτσι για να με κάνει να αισθάνομαι χρήσιμη.

Ο μπαμπάς για να εξιλεωθεί για το χθεσινό ήρθε νωρίς το απόγευμα για να σβήσουμε την τούρτα. «Πήρα μια μεγάλη τούρτα για την μεγάλη μου κόρη … Θα γίνεις επτά σήμερα!» μου είπε και με φίλησε στο μάγουλο.

Η μητέρα νευρική, το ένιωθα κατέβαζε το ένα ποτό μετά το άλλο. «Θα μας βγάλεις έξω. Σήμερα θα παίξουμε την οικογένεια», κάγχασε και ένα ηχηρό γέλιο αντήχησε στο άδειο σπίτι.

Τσακώθηκαν για λίγο, όσο εγώ βουτούσα τα δάχτυλά μου στη τούρτα για να αναγνωρίσω τη γεύση της. «Μπαμπά δεν είναι σοκολάτα;» δεν πρόλαβα να μου πουν το τραγουδάκι και η μητέρα με τράβηξε σχεδόν βίαια για να μου φορέσει το παλτό και να πάμε την «μεγάλη βόλτα».

Έξω ο καιρός ήταν κρύος, σαν την ψυχή μου. Σεπτέμβρης, αλλά έμοιαζε με βαρυχειμωνιά. Ο βουρκωμένος ουρανός άρχισε να δακρύζει. Προφητικό, θα σκεφτόμουν μετά.

Η μαμά συνέχιζε να κάνει σκηνή για τη χθεσινή σύσκεψη. Εγώ ήθελα να είχε προλάβει να τελειώσω το κομμάτι εκείνο της τούρτας κι ας μην ήταν σοκολάτα. Αλλά αμυγδάλου.

«Πάμε Σούνιο!» της είπε ο μπαμπάς.

Εγώ στο πίσω κάθισμα έψαχνα να βρω το τζάμι για να νιώσω τη δροσιά στα χέρια μου.

Κρύος αέρας πάγωνε το προσωπάκι μου, η μαμά πάλι κάπνιζε. Είχε ανοίξει λιγάκι το παράθυρο για να τινάζει τη στάχτη.

Ψιχάλες με μαστίγωναν τώρα, ενώ ο μπαμπάς γλιστρούσε στις στροφές. Λίγο μετά την «τρύπα του Καραμανλή», όπως λέγεται η τρύπα που χωρίζει τη Βάρκιζα από το Σούνιο, δυνάμωσε ο καβγάς όπως και η βροχή.

Άστραφτε και βροντούσε η μαμά, έριχνε κεραυνούς ο μπαμπάς και εγώ στο σκοτάδι μου βυθισμένη… Μουσική υπόκρουση ο καιρός.

Λίγο πριν φτάσουμε στον ναό του Ποσειδώνα το αγωνιστικό αυτοκίνητο του μπαμπά στρίγγλισε στη στροφή. Η μαμά πέταξε το τσιγάρο, κι εγώ ρωτούσα «πού πάμε, πού πάμε…»

Πέρασαν μόλις λίγα λεπτά, αν και μου φάνηκαν αιώνας. Πτώση και συντρίμμια. Εγώ ξύπνησα από έναν πόνο στα πόδια μου. Φώναζα τη μανούλα μου, αλλά κανείς δεν με άκουγε. Η βροχή με έλουζε και ο αέρας μου τρυπούσε τα κόκαλα.

«Θέλω τη μαμά μου, πού με αφήσατε; Μπαμπά μου;»

Δεν ξέρω αν τα έλεγα δυνατά ή αν τα σκεφτόμουν. Σειρήνες και πολλοί άνδρες που μιλούσαν μαζί … «Εδώ, εδώ» τους είπα.

Ένιωσα την ανάσα ενός διασώστη. «Είναι ένα μικρό κοριτσάκι.» φώναξε στους άλλους. «Με βλέπεις;» με ρωτούσε.

Μα τα μάτια μου δεν μιλούσαν. Βουβάθηκαν… «Με βλέπεις; Άπλωσε το χεράκι σου», συνέχισε.

Δεν μιλούσα. Όπως οι γονείς μου. Ευχόμουν να ήμουν κι εγώ νεκρή σαν αυτούς.

Βυθίστηκα στα μαύρο μου σκοτάδι για πάντα. Η καλή μου θεία προσπαθούσε να με βγάλει από το πένθος των ματιών μου που είχε απλωθεί και στην υπόλοιπη ζωή μου.

Με σήκωνε με το ζόρι, σέρνοντάς με, να χορέψουμε. Με έβαφε, με χτένιζε, μου έφτιαχνε φορέματα μοναδικά – έπιανα τα χέρια της.

Με πήγαινε σινεμά και σε όλο το έργο μου περιέγραφε τις εικόνες που δεν μπορούσα να δω με τα δικά μου μάτια. Πότε -πότε σχολίαζε και τη σκηνοθετική ματιά, αποδοκιμάζοντας ό,τι δεν ταίριαζε στην αισθητική της.

«Είσαι η πιο όμορφη από όλες… Στο λέω εγώ που είμαι δύσκολη στις φιλοφρονήσεις» επαναλάμβανε κάθε φορά που τα κενά μου μάτια έπαιρναν μια απροσδιόριστη θλίψη.

«Μα θεία ποιος θα κοιτάξει εμένα;»

«Θέλεις να πεις ποιος δεν θα σε κοιτάξει; Μόνος ένας τυφλός!» έλεγε για να με κάνει να γελάσω.

«Αγάπη μου, η ομορφιά σου είναι εκτυφλωτική. Ο Θεός φύσηξε μέσα σου το φως. Άφησε  μόνο τα μάτια σου απ’ έξω. Δεν πειράζει. Εσύ βλέπεις με τα μάτια της ψυχής!»

Και περνούσαν τα χρόνια, αλλά η πλύση εγκεφάλου της θείας μου δεν έπιανε τόπο. Μέχρι εκείνη τη βροχερή μέρα.

Είχα ξεκινήσει για τη δουλειά. Το χώμα, όσο μπορεί να βρεθεί στην Αθήνα, ανέδυε το άρωμα της βροχής. Με το φούξια μπαστούνι μου, δώρο της θείας για να ταιριάζει με το ξεχωριστό μου στυλ, προσπαθούσα να αποφύγω τις κακοτοπιές της ζωής και έπεσα πάνω στη λακκούβα…

Εκείνη η μεγάλη λακκούβα, την οποία είχα αποφύγει επιμελώς για να πέσει μέσα σε αυτή ο Ορέστης. Τα λασπόνερα λέρωσαν την ολοκαίνουρια μπεζ καμπαρντίνα μου.

«Καλά στραβός είσαι;» του είπα. «Εδώ εγώ που είμαι…»

«Που είσαι θεά.» το ξέφυγε ασυναίσθητα και αμέσως ντράπηκε που ήταν τόσο εκδηλωτικός. «Συγγνώμη… συγγνώμη. Μα είμαι στραβός να σας λερώσω. Λυπάμαι πολύ, είμαι… αδέξιος!» προσπαθούσε  να μπαλώσει αυτό που αβίαστα είχε φτερουγίσει από τα χείλη του και είχε φωλιάσει στην καρδιά μου.

Επέμενε να με συνοδεύσει, λες και ήμουν ανήμπορη ως το πλησιέστερο καθαριστήριο. «Βιάζομαι» τον έκοψα.

«Θέλω να κάνω κάτι για σας. Επιτρέψτε μου…» μου είπε με μια καλοσύνη που μιλούσε κατευθείαν στην ψυχή μου. Αλλά όπως πάντα κρατιόμουν.

«Επειδή δεν βλέπω, αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι ανάπηρη. Είμαι ίση με όλους του άλλους ανθρώπους, για να μην σας πω καλύτερη αγαπητέ μου κύριε. Ξέρετε εγώ έχω ανεπτυγμένη την όραση της ψυχής, κάτι που λείπει από τους υπόλοιπους ανθρώπους.» Είχα ξεκινήσει τα συνδικαλιστικά και διακήρυττα το μανιφέστο «Αναπηρία Εδώ και τώρα!»

«Το ξέρω. Το βλέπω. Απορώ πώς θα μπορούσα να σας κοιτάξω. Θα με κάψει ο ήλιος σαν τα φτερά του Ίκαρου. Μακάρι να ήμουν εγώ τυφλός και να μην είχα δει πόσο όμορφη είστε…» ψέλλιζε τώρα ο άτυχος που έπεσε στη λακκούβα του έρωτά μου.

Εκείνη τη μέρα, όταν επέστρεψα στο σπίτι ένιωθα μια ευφορία να με κυριεύει. Σαν κάτι να είχε αλλάξει μέσα μου. Να είχα βρει το φως μου.

Κάθε πρωί που έφευγα από το σπίτι ή έβγαινα με τη θεία για το καθιερωμένο σινεμά σαν κάποιος να με παρακολουθούσε. Γύριζα ασυναίσθητα το κεφάλι μου, λες και θα τον «συνελάμβανα» με τους ψυχικούς μου αισθητήρες. Μου άφηνε λουλούδια στα σκαλιά του σπιτιού. Τα μύριζα καθώς άνοιγα την εξώπορτα. Είχαμε ένα άτυπο καθημερινό ραντεβού.

Έπιασε κουβέντα και με τη θεία, για να μάθει ποιον «βλέπω»… Αλλά δεν είχα μάτια για άλλον, κι σας μην είχα αγγίξει ούτε το πρόσωπό του. Το ραντεβού δεν άργησε να έρθει.

Στη πόρτα του σπιτιού, εκείνου που μου είχε χαρίσει μόνο κακές στιγμές ως παιδί, στεκόταν ο άνθρωπος της ζωή μου. Ο οποίος, φοβόταν μήπως ξαφνικά βρω το φως μου και τον αφήσω, όπως εκμυστηρευόταν στη θεία μου.

«Μάτια μου, φως μου… Πριν να σε γνωρίσω δεν ζούσα!», συχνά μου ψιθύριζε. «Όταν σε γνώρισα είχα το blind date  με τη μοίρα μου!»

«Αχ, βρε Ορέστη blind date  με τη λακκούβα είχες όχι με εμένα! Εγώ απλώς περνούσα! Στραβέ!» τον πείραζα για να γελάσουμε.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης