Σε πρόβλημα όλων επιχειρούν να μετατρέψουν οι τράπεζες το αναμφισβήτητο πρόβλημα ρευστότητας, που αντιμετωπίζουν από τη στιγμή που κόπηκε η χρηματοδοτική γραμμή, μέσω της οποίας εξασφάλιζαν εν μέσω κρίσης φθηνό χρήμα.
Πάντως, πρέπει να αναγνωρίσει κανείς ότι εν αντιθέσει με ό,τι συνέβη στο εξωτερικό (όπου οι τράπεζες δημιούργησαν την κρίση η οποία στη συνέχεια έπληξε τα κράτη) υφίστανται, απειλητικά πλέον, τις συνέπειες των δημοσιονομικών προβλημάτων της χώρας, της υποβάθμισης της πιστοληπτικής της ικανότητας και της εκτόξευσης των επιτοκίων δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου.
Λόγω του ακριβού κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, οι τράπεζες βρίσκονται σε αδυναμία να αντλήσουν κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές για να χρηματοδοτήσουν όχι απλώς την πιστωτική επέκταση, αλλά και τις δικές τους ανάγκες αναχρηματοδότησης. Μόνο μέχρι τον Ιούνιο οι τράπεζες αντιμετωπίζουν ανάγκες ρευστότητας της τάξεως των 25 δισ. ευρώ από λήξεις δανεισμού φθηνής ρευστότητας από την ΕΚΤ, ενώ στα 12 δισ. ευρώ ανέρχονται οι αποπληρωμές δικών τους ομολόγων. Σημειώνεται ότι μόνο από την αύξηση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου το τελευταίο διάστημα, μόνο για τα τραπεζικά ομόλογα υπάρχει επιπλέον κόστος αποπληρωμής που προσεγγίζει τα 500 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα, απαγορευτικές για τις τράπεζες είναι οι νέες τιτλοποιήσεις, ενώ ανησυχία επικρατεί και για τις υφιστάμενες τιτλοποιήσεις που πλήττονται από πρόσφατα νομοσχέδια της κυβέρνησης.
Σημειώνεται ότι η κατάσταση απειλεί πλέον τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και την ίδια την πιστωτική επέκταση, η οποία αναμένεται μηδενική ή ακόμα και αρνητική για το α΄ τρίμηνο του έτους.

