Σ. Κρανιώτη
Ο Ερμής Περιστέρης σκηνοθετεί την ενδιαφέρουσα παράσταση «Άκου μικρέ, ο Πειραιάς βομβαρδίστηκε», ένα θεατρικό ντοκιμαντέρ που φέρνει στο φως τις αληθινές ιστορίες των επιζώντων από τον βομβαρδισμό του Πειραιά το 1944. Το έργο, το οποίο συνυπογράφει με τον Σπύρο Ασημένιο, παρουσιάζεται από τη θεατρική Ομάδα mementaλ και βασίζεται σε αφηγήσεις και αρχειακό υλικό ανθρώπων που έζησαν εκείνη τη νύχτα του τρόμου.
Οι δύο δημιουργοί, αν και νέοι σε ηλικία, επέλεξαν να καταπιαστούν με μια ιστορία που σημάδεψε βαθιά τις προηγούμενες γενιές. Όπως λέει ο Ερμής Περιστέρης, η αφετηρία αυτής της διαδρομής βρίσκεται οκτώ χρόνια πίσω, στα φοιτητικά τους χρόνια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Ναυπλίου. «Τότε, στα μαθήματα Θέατρο Επινόησης και Θέατρο Ντοκουμέντο, δημιουργήσαμε την πρώτη εκδοχή της παράστασης», θυμάται. Η δουλειά εκείνη είχε επιλεγεί για τις παράλληλες δράσεις του Φεστιβάλ Αθηνών το 2017, όμως —όπως παραδέχεται— «οι ιστορίες των βομβαρδισμών είχαν μείνει σχεδόν απέξω. Είχαμε το υλικό, αλλά δεν τολμήσαμε να το αγγίξουμε». Από τότε, ένιωθαν πως εκεί υπήρχε μια θεματική από μόνη της στιβαρή, μια ιστορία που ζητούσε να ειπωθεί. Έτσι, μεγάλο μέρος του υλικού έμεινε στο συρτάρι, ώσπου ήρθε η στιγμή να ξανανοίξει.
Μια απλή βόλτα σε ένα καφενείο του Πειραιά στάθηκε η αφορμή να ξανανοίξει αυτό το κεφάλαιο. Οι δημιουργοί θυμούνται ηλικιωμένους να συζητούν τις ειδήσεις της ημέρας, να συγκρίνουν το τότε με το τώρα. «Αναρωτηθήκαμε γιατί επιμένουν να θυμούνται», λέει ο Περιστέρης. «Και τότε θυμηθήκαμε κι εμείς εκείνο το συρτάρι με το υλικό που είχαμε αφήσει πίσω». Ξεκίνησαν να ψάχνουν, να ρωτούν, να ακούν. «Μιλήσαμε με επιζώντες, μελετήσαμε ντοκουμέντα, προσπαθήσαμε να καταλάβουμε. Και τελικά, χωρίς να το καταλάβουμε, δημιουργήσαμε μια παράσταση σαν φόρο τιμής σε όσους θυμούνται ακόμη και σε όσους φοβούνται πως το παρελθόν του τόπου μας μπορεί να γίνει και πάλι παρόν».
Μια από τις πιο δυνατές στιγμές αυτής της έρευνας ήταν μια συνάντηση σε ένα μικρό καφενείο του Πειραιά. Μια παρέα ηλικιωμένων έπινε το κρασί της, σιωπηλή, με λίγο τυρί και παξιμάδι πάνω στη λαδόκολλα. «Τους πλησιάσαμε διστακτικά. Μας κοίταξαν με εκείνο το βλέμμα που σε σταματά πριν καν μιλήσεις», αφηγείται. Στην αρχή απέφευγαν να μιλήσουν. «Τι τα σκαλίζεις αυτά;» είπαν, όταν ρωτήθηκαν αν είχαν ζήσει τον βομβαρδισμό. Και ύστερα, με φωνή χαμηλή, σχεδόν σβησμένη, ήρθε η φράση που έμεινε χαραγμένη στη μνήμη των δημιουργών:
«Τι να καταλάβετε εσείς απ’ αυτά; Δεν θα ψάξετε ποτέ ανάμεσα σε σωρούς πτωμάτων για να δείτε αν είναι κανείς δικός σας…».
Ήταν μια στιγμή σιωπής και συνειδητοποίησης, μια φράση που, όπως λένε, έφτασε στο στομάχι τους σαν γροθιά και έγινε η ψυχή της παράστασης.
Για τον Ερμή Περιστέρη, δεν είναι απαραίτητο το κοινό να ταυτιστεί με εκείνη την εποχή. «Η ταύτιση στο θέατρο προκύπτει χωρίς να την επιδιώκεις», σημειώνει. «Αυτό που έχει σημασία είναι να καταλάβουμε πως η ζωή αυτών των ανθρώπων άλλαξε μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Μια κοινωνία παντελώς ανέτοιμη βρέθηκε ξαφνικά να ζει μέσα στον τρόμο. Κι αν σκεφτεί κανείς πόσες φορές αυτό έχει ξανασυμβεί στην ιστορία μας, πόσο επίκαιρα ακούγονται τα σχόλια εκείνων των ανθρώπων για την κρατική οργάνωση, τη διαχείριση των πληγέντων, τη μνήμη των νεκρών… τότε καταλαβαίνει πόσο κοντά είμαστε ακόμη σε εκείνη την πραγματικότητα».
Η παράσταση, όπως λέει, είναι πάνω απ’ όλα μια υπενθύμιση. «Να ακούσουμε. Να θυμηθούμε. Να ρωτήσουμε, πριν να είναι αργά. Συχνά νομίζουμε ότι προλαβαίνουμε να μάθουμε τις ιστορίες των δικών μας ανθρώπων ή ότι τις ξέρουμε ήδη. Όμως ο χρόνος μάς ξεγελά». Οι δημιουργοί ένιωσαν ότι γνώρισαν τον Πειραιά μέσα από τους ανθρώπους του. «Η προφορική ιστορία δεν γράφεται με μελάνι», λέει χαρακτηριστικά, «αλλά μπορεί να σου πει όσα ένα ολόκληρο βιβλίο, σε δύο προτάσεις».
Και καταλήγει με μια φράση που του είπε ένας σχεδόν εκατοντάχρονος Πειραιώτης, από εκείνους που θυμούνται ακόμα:
«Αν δεν σας νοιάζουν αυτά, έχουμε ήδη ηττηθεί».

Ερμής Περιστέρης
Δείτε τη συνέντευξη του θεατρολόγου και σκηνοθέτη Ερμή Περιστέρη στη Ζούγκλα
Αν και ιδιαίτερα νέοι στην ηλικία, καταπιάνεστε με μια ιστορία που συγκλόνισε τους παππούδες σας. Γιατί και πώς;
Οι αφορμές ήταν δύο. Η πρώτη, πριν από οκτώ χρόνια, όταν ως φοιτητές του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Ναυπλίου, στα μαθήματα Θέατρο Επινόησης και Θέατρο Ντοκουμέντο, δημιουργήσαμε την πρώτη εκδοχή της παράστασης. Εκείνη η δουλειά επιλέχθηκε για τις παράλληλες δράσεις του Φεστιβάλ Αθηνών (Ιούνιος 2017), αλλά τότε οι ιστορίες των βομβαρδισμών είχαν μείνει σχεδόν απ’ έξω. Είχαμε υλικό, αλλά δεν τολμήσαμε να το αγγίξουμε. Από τότε νιώθαμε ότι εκεί, μόνο για αυτό το κομμάτι της ιστορίας του Πειραιά, υπήρχε μια θεματική από μόνη της στιβαρή. Έτσι, αρκετό υλικό έμεινε στο συρτάρι…
Η δεύτερη αφορμή ήταν πιο προσωπική. Οι δικοί μας άνθρωποι. Οι παππούδες και οι συγγενείς μας, Πειραιώτες στην καταγωγή, κουβαλούσαν σιωπηλά αυτές τις πληγές. Ήταν ιστορίες που για χρόνια δεν μπορούσαν να ειπωθούν και για κάποιους δεν είναι εύκολο ούτε σήμερα. Όταν ήμασταν παιδιά, νομίζαμε πως οι αφηγήσεις τους ήταν σαν παραμύθια. Τόσο μακρινά έμοιαζαν. Κι όμως, ήταν αλήθεια. Μια βόλτα σε ένα καφενείο του Πειραιά μας πήγε πίσω στον χρόνο. Άνθρωποι να σχολιάζουν τις ειδήσεις της ημέρας και να συγκρίνουν την εποχή τους με τη σημερινή. «Γιατί επιμένουν να θυμούνται;» αναρωτηθήκαμε. Κι έτσι θυμηθήκαμε εκείνο το συρτάρι. Ρωτήσαμε επιζώντες, μελετήσαμε ντοκουμέντα, ακούσαμε. Και τελικά, χωρίς να το καταλάβουμε δημιουργήσαμε μια παράσταση σαν έναν θεατρικό φόρο τιμής σε όσους θυμούνται ακόμη και σε όσους φοβούνται πως το παρελθόν του τόπου μας είναι το παρόν κάποιου άλλου… και ίσως το μέλλον του δικού μας και πάλι…
Υπάρχει κάποια ιστορία που θα θέλατε να μεταφέρετε εδώ;
Σε ένα παλιό καφενεδάκι του Πειραιά, μια μικρή παρέα ηλικιωμένων έπινε το κρασάκι της, με λίγο τυρί και παξιμάδι πάνω στη λαδόκολλα. Δεν μιλούσαν πολύ. Όταν τους πλησιάσαμε, μας κοίταξαν σιωπηλά. Εκείνο το βλέμμα που σε σταματά πριν καν μιλήσεις. Τελικά είπαμε ένα «γεια». Ήθελαν να μας κεράσουν ένα κρασάκι, αλλά για εμάς ήταν πρωί. Τους ρωτήσαμε αν είναι Πειραιώτες και αν γνωρίζουν μέρη που άντεξαν στους βομβαρδισμούς, για να φωτογραφίσουμε.
«Τι τα σκαλίζεις αυτά;» μας απάντησαν. Τους ρωτήσαμε αν τα είχαν ζήσει. Και τότε καταλάβαμε πως, ενώ τίποτα δεν έδειχνε ότι ήταν έτοιμοι να μοιραστούν τις ιστορίες τους, στην πραγματικότητα ήμασταν εμείς που δεν ήμασταν έτοιμοι να τις ακούσουμε. Τότε σκεφτήκαμε ότι το κρασάκι χρειαζόταν. Μία τους φράση έφτασε στο στομάχι μας σαν γροθιά.
«Τι να καταλάβετε εσείς απ’ αυτά; Δεν θα ψάξετε ποτέ ανάμεσα σε σωρούς πτωμάτων για να δείτε αν είναι κανείς δικός σας…».
Πιστεύετε ότι το κοινό του σήμερα μπορεί να ταυτιστεί με τον φόβο και την αντοχή των ανθρώπων εκείνης της εποχής;
Δεν είμαι σίγουρος αν είναι ζητούμενο να ταυτιστεί. Αυτό στο θέατρο, άλλωστε, προκύπτει χωρίς να το επιδιώξεις πολλές φορές.
Σίγουρα όμως θα καταλάβει ότι ζωή εκείνων των ανθρώπων άλλαξε μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Το είπαν όλοι οι Πειραιώτες που συναντήσαμε, το μαρτυρούν και τα ντοκουμέντα. Μια κοινωνία παντελώς ανέτοιμη για όσα ακολούθησαν, βρέθηκε ξαφνικά να ζει με τον τρόμο καθημερινά.
Πόσες φορές έχει επαναληφθεί αυτό στην ιστορία μας; Πόσα γεγονότα μάς βρίσκουν απροετοίμαστους;
Τα σχόλια αυτών των ανθρώπων, για τον τρόπο που λειτούργησαν οι κρατικοί μηχανισμοί τότε, στην προετοιμασία, στη διαχείριση των πληγέντων, στη μνήμη των νεκρών και πολλά άλλα, μοιάζουν τρομακτικά επίκαιρα…
Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να μείνει στους θεατές φεύγοντας από την αίθουσα;
Να ακούσουμε. Να θυμηθούμε και να ρωτήσουμε, πριν να είναι αργά. Συχνά νομίζουμε ότι προλαβαίνουμε να μάθουμε τις ιστορίες των δικών μας ανθρώπων ή ότι τις ξέρουμε ήδη. Ξεγελιόμαστε πως υπάρχει πάντα χρόνος. Εμείς γνωρίσαμε τον Πειραιά μέσα από τους ανθρώπους του. Η προφορική ιστορία δεν γράφεται με μελάνι, αλλά μπορεί να σου πει όσα ένα ολόκληρο βιβλίο, σε δύο προτάσεις. Εμείς απλώς σταθήκαμε τυχεροί που ανοίξαμε αυτό το «βιβλίο» και είδαμε ότι μας αφορά.
Ελπίζουμε να αφορά και το κοινό μας. Γιατί, όπως μας είπε ένας Πειραιώτης που πλησιάζει τα 100 χρόνια ζωής, «αν δεν σας νοιάζουν αυτά, έχουμε ήδη ηττηθεί».
Info:
Από 13 Νοεμβρίου έως 7 Δεκεμβρίου 2025
Παίζουν: Σπύρος Ασημένιος, Λυδία Γιαννουσάκη, Θανάσης Καφενταράκης, Κατερίνα Μεφσούτ
Πέμπτη-Σάββατο 20:30, Κυριακή 19:00
Ώρες παραστάσεων: Πέμπτη – Σάββατο 20:30, Κυριακή 19:00
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Σκηνή Ωμέγα: Λεωφ. Ηρ. Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς 185 35 (Μ3 Δημοτικό Θέατρο)

