Της Ελένης Δρίβα

Πληροφορίες

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τίτλος: Tom Clancy’s The Division 2: Warlords of New York (DLC)
Διαθέσιμο σε: PC, PS4, Xbox One, Google Stadia
Δοκιμάστηκε σε: PlayStation 4
Εταιρεία Ανάπτυξης: Massive Entertainment
Εκδότρια Εταιρεία: Ubisoft
Είδος: Action role-playing / Survival / Third person shooter
Ηλικίες: 18+
Ημ/νία Κυκλοφορίας: 3 Μαρτίου 2020
 

 

Τον Μάρτιο του 2016 είχαμε βρεθεί σε μια post apocalyptic εκδοχή της Νέας Υόρκης. Κατεστραμμένα κτήρια και έρημοι δρόμοι καλυμμένοι με χιόνι μάς έκαναν να θαυμάσουμε για ακόμα μια φορά την έφεση που έχει η Ubisoft στο να δημιουργεί συγκλονιστικά περιβάλλοντα βασισμένα στην πραγματικότητα. Ένα πιστό αντίγραφο της μεγαλούπολης, υπό το πρίσμα μιας σαρωτικής καταστροφής, είναι το τέλειο setting για το The Division. Παρ’όλα αυτά, το παιχνίδι αυτό καθαυτό κυκλοφορεί συνοδευόμενο από πολλά προβλήματα και του παίρνει αρκετό καιρό για να ορθοποδήσει, τόσο που για κάποιους ήταν ήδη αργά.
 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η Ubisoft αποφασίζει να δημιουργήσει ένα sequel και επιστρατεύει αρκετά από τα στούντιο της για να βοηθήσουν τη Massive Entertainment σε αυτή τη νέα προσπάθεια. Το The Division 2 κυκλοφορεί κάτω από πολύ καλύτερες συνθήκες, με ουσιώδεις βελτιώσεις και με την υπόσχεση για τακτικά updates και νέο περιεχόμενο. Στον έναν χρόνο που βρίσκεται στην κυκλοφορία το sequel δεν μένει στάσιμο, αλλά κάπου στον δρόμο έχει χάσει ένα μέρος της ουσίας, αφού τα seasons έρχονται και φεύγουν χωρίς να προκαλούν τον επιθυμητό ντόρο στο community.
 

Με το Warlords of New York η Massive Entertainment θέλει να το αλλάξει αυτό. Προσπαθεί να δώσει νέο περιεχόμενο με νόημα στους ήδη υπάρχοντες παίκτες και να τραβήξει παράλληλα την προσοχή νέων. Η αλήθεια είναι όμως πως η επιστροφή στη Νέα Υόρκη μέσω του expansion δεν είναι και τόσο… ειδυλλιακή, ειδικά όταν πρόκειται για ένα content update που στοιχίζει €29.99, δηλαδή τα μισά από ότι ένα full price παιχνίδι. Πριν μιλήσουμε για το περιεχόμενο του DLC λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε πως η εν λόγω αγορά δεν συνδέεται με το season pass της πρώτης χρονιάς και δεν καλύπτεται από την έκδοση Gold (που μέχρι πρότινος κόστιζε €99.99).
 

Το Warlords of New York τοποθετείται χρονολογικά μετά από τα γεγονότα του The Division 2 και ασχολείται με τον Aaron Keener, τον rogue agent που γνωρίσαμε στο πρώτο παιχνίδι και πλέον έχει καταφέρει να θέσει υπό τον έλεγχο του τέσσερις περιοχές της πόλης. Ο χαρακτήρας μας καλείται να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη επειγόντως όταν ο κεντρικός καταυλισμός του Haven δέχεται επίθεση.
 

Σύντομα ανακαλύπτουμε πως ο Keener έχει καταφέρει να επιστρατεύσει άλλους τέσσερις rogue agents, οι οποίοι ελέγχουν και από μια περιοχή. Κατά αυτόν τον τρόπο το σενάριο μπλέκεται με το gameplay, αφού για να βρούμε τους τέσσερις εχθρούς θα πρέπει πρώτα να βρούμε στοιχεία στην περιοχή του καθενός και έπειτα να έρθουμε αντιμέτωποι μαζί τους (manhunt), έως ότου να φτάσουμε τελικά στον τελικό στόχο που είναι ο Keener. Όσες προοπτικές είχε αυτό το μοτίβο να εξελιχθεί σε κάτι έξυπνο και ενδιαφέρον, άλλες τόσες είχε και το σενάριο. Δυστυχώς και τα δύο πετυχαίνουν με μετριότητα τον στόχο τους.
 

Τα manhunts είναι επί το πλείστον αδιάφορα και επαναλαμβανόμενα. Πάτε σε μια περιοχή, ξεκλειδώνετε ένα νέο safe house, μιλάτε με κάποιον NPC και κάνετε ένα ή δύο mission. Το μόνο που αλλάζει είναι η σειρά με την οποία κάνετε τα παραπάνω. Τη διαφορά κάνει το background του κάθε στόχου, αφού ο ένας μπορεί να είναι ο σαμποτέρ, ο άλλος το tank και ούτω καθεξής και αυτό “χρωματίζει” την κάθε περιοχή ώστε να ταιριάζει στον αντίστοιχο εχθρό. Παραδείγματος χάρη, η περιοχή που ελέγχει ο tech expert έχει πολλά drones, κάτι που σπάει την κατά τα άλλα ανέμπνευστη λούπα του “κυνηγιού”. Από την άλλη, σε αυτό βοηθάνε και οι ίδιες οι περιοχές, με τις αποστολές να μας ξεναγούν σε υπόγεια και ταράτσες από τις νέες γειτονιές της Νέας Υόρκης (αυτήν τη φορά βρισκόμαστε στο Κάτω Μανχάταν) που δεν είχαμε δει στο πρώτο παιχνίδι. Το πρόβλημα λοιπόν προκύπτει από τα ίδια τα objectives, που απλά σας στέλνουν από το Α στο Β να ακούσετε έναν αδιάφορο διάλογο για έναν αντίπαλο που δεν δημιουργεί κανένα σεναριακό ενδιαφέρον.
 

Να τονίσουμε ότι μιλάμε για σεναριακό ενδιαφέρον, γιατί τα boss fights διατηρούν τη λογική που προαναφέραμε και καθένα έχει διαφορετικές προκλήσεις και κόλπα ανάλογα με την εξειδίκευση του εχθρού σας. Οι αντίπαλοι όμως τείνουν επικίνδυνα στα αδικαιολόγητα bullet sponges που έπλητταν και το πρώτο παιχνίδι και δυστυχώς αμαυρώνουν όλη τη διασκέδαση που θα μπορούσε να προσφέρει μια τέτοια σύγκρουση. Αν και μερικές ιδέες κάνουν το DLC πιο ενδιαφέρον λοιπόν, μερικές επιλογές της Massive χαντακώνουν το περιεχόμενο που ήρθε για να εμπλουτίσει τον γνωστό looter shooter τίτλο.
 

Αντίθετα, το level design είναι εξαιρετικό και οι νέες περιοχές σάς προκαλούν να τις εξερευνήσετε. Το χιόνι έχει δώσει τη θέση του στη ανεξέλεγκτη βλάστηση, οι ουρανοξύστες και οι πολυκατοικίες κρύβουν collectibles και προμήθειες, ενώ το άγαλμα της Ελευθερίας προκαλεί πραγματικά δέος. Το Μανχάταν και τα specializations των εχθρών είναι από τα ελάχιστα καλά στοιχεία του expansion. Μάλιστα, ο χαρακτήρας σας “ασπάζεται” ένα μέρος αυτών των specializations, καθώς μόλις νικήσετε έναν από τους rogue agents αποκτάτε και από ένα νέο skill, ανάλογα με την εξειδίκευση του εν λόγω αντιπάλου (χαρακτηριστικά έχουμε τα shock trap, sticky bomb, incendiary bomb και holographic decoy).
 

Τα bosses πλαισιώνουν και μερικοί νέοι εχθροί, που προσφέρουν ποικιλία και αφορμή για να αλλάξετε την προσέγγισή σας, ενώ παράλληλα επιστρέφουν και οι παλιοί αντίπαλοι, όπως το Black Tusk force. Δυστυχώς, ακόμα και τα απλά “mobs” μπορούν να χαρακτηριστούν ως ένα σημείο bullet sponges και ως γνωστόν οι εχθροί που για κάποιο λόγο φαίνεται να “καταπίνουν” τις σφαίρες δεν είναι και ιδιαίτερα διασκεδαστικοί. Το φαινόμενο εντείνεται ακόμα περισσότερο στις μεγαλύτερες δυσκολίες, με τις οποίες αναπόφευκτα θα χρειαστεί να ασχοληθείτε, αν δεν σας ενδιαφέρει μόνο το story.
 

Γιατί θα χρειαστεί; Πρώτον, γιατί αναμενόμενα εκεί θα βρείτε το καλύτερο loot και δεύτερον, γιατί αυτό είναι το μόνο που μπορείτε να κάνετε μετά από το πέρας της βασικής ιστορίας. Δεν υπάρχει νέο end game activity, δεν υπάρχει raid, δεν υπάρχει κάποιο νέο mode. Έχουμε τα ίδια dark zones που απλά έγιναν πιο competitive με το νέο patch, τα ίδια missions, τις ίδιες περιοχές. Το νέο season, που “ξεκλειδώνετε” μόλις τελειώσετε το story, είναι μια επανάληψη των manhunts που έχετε ήδη ολοκληρώσει αλλά με διαφορετικά πρόσωπα για bosses και απλά για να φτάσετε σε αυτά θα κάνετε περισσότερα αδιάφορα objectives απ’ ότι πριν (που μάλιστα σας βάζουν να παίξετε παλιά story missions στη Ουάσινγκτον σε μεγαλύτερη δυσκολία).
 

Επιπλέον, έχουμε το SHD level, το οποίο επίσης ξεκλειδώνετε με το πέρας της ιστορίας. Τα SHD levels ξεκινάνε αφότου φτάσετε στο νέο level cap (από 30 πήγε 40). Κάθε φορά που γεμίζει η μπάρα του XP, παίρνετε ένα SHD point το οποίο χρησιμοποιείτε για να ανεβείτε SHD level, αναβαθμίζοντας παράλληλα τα στατιστικά του χαρακτήρα σας (παραπάνω weapon damage, παραπάνω health και ούτω καθεξής).
 

Σε αυτό το σημείο θα θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα. Αρχικά, αν ξεκινήσετε το Warlords of New York δεν μπορείτε να επιστρέψετε στην Ουάσινγκτον μέχρι να τελειώσετε τη βασική ιστορία, που σημαίνει ότι αν κάποιος φίλος σας δεν πάρει το DLC δεν μπορεί να σας ακολουθήσει και ούτε εσείς μπορείτε να παίξετε μαζί του μέχρι να “γυρίσετε” πίσω. Έπειτα, η έλευση του expansion σηματοδότησε την άφιξη ενός αναθεωρημένου gear system, το οποίο εν ολίγοις αχρήστευσε όλον τον εξοπλισμό που είχατε αποκτήσει την πρώτη χρονιά, καθώς και τα builds που είχατε δημιουργήσει (τα περισσότερα skills και talents αφαιρέθηκαν από τον εξοπλισμό). Ένα μπλε όπλο πολύ γρήγορα θα αντικαταστήσει εκείνο το exotic που παλεύατε να αποκτήσετε πριν λίγο καιρό.
 

Ομολογουμένως, η συγκεκριμένη μόδα με το gear έχει πλήξει πολλά looter shooters και κάποια στιγμή οι εταιρείες οφείλουν να συνειδητοποιήσουν πως κανένας παίκτης δεν θέλει ο κόπος του να πηγαίνει χαμένος, άσχετα από το αν θα αποκτήσει νέα όπλα και armor sets στη συνέχεια. Παρ’ όλα αυτά, πλέον μπορείτε να “αποθηκεύσετε” σε ένα library όποιο attribute σας ενδιαφέρει και έπειτα να το βάλετε πάνω στον εξοπλισμό σας ώστε να δημιουργήσετε το ιδανικό roll για εσάς μέσω του νέου workbench.
 

Το μεγαλύτερο πρόβλημα του The Division 2, με expansions και χωρίς, είναι τεχνικό. Το παιχνίδι συνεχίζει να πλήττεται από τα ίδια ελαττώματα που είχε και κατά την κυκλοφορία του και αναμενόμενα τα έχει υιοθετήσει και το Warlords of New York. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα παρατηρούνται pop-ups και loading στα textures τα οποία μπορεί να παραμείνουν θολά για αρκετή ώρα ακόμα και σε απόσταση αναπνοής και χωρίς κίνηση, ενώ υπήρξαν φορές που βρισκόμασταν σε μάχη όμως δεν υπήρχε καθόλου ήχος, ούτε από όπλα, ούτε από τις φωνές των εχθρών. Το χειρότερο είναι πως μερικές φορές δεν εμφανίζονταν οι NPCs ή δεν μπορούσαμε να αλληλεπιδράσουμε μαζί τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να ξεκινήσουμε ή να συνεχίσουμε κάποιο quest.

Συμπέρασμα
 

Το Warlords of New York είναι το πρώτο μεγάλο expansion του The Division 2, όμως το περιεχόμενο που προσφέρει δεν δίνει στο παιχνίδι την ώθηση που χρειαζόταν μετά από έναν χρόνο στην κυκλοφορία. Δεν φέρνει κάποιο νέο activity, το story του είναι αδιάφορο και οι αντίπαλοι έχουν μετατραπεί για ακόμα μια φορά σε bullet sponges.

Η Νέα Υόρκη είναι όμορφη, ακόμα και μέσα από το πρίσμα της καταστροφής και το level design και τα boss fights αποδεικνύουν ότι η Massive Entertainment δεν έχει ξεμείνει ούτε από φαντασία, ούτε από ιδέες, αλλά τα ίδια τεχνικά προβλήματα που μάστιζαν το παιχνίδι πριν από έναν χρόνο συνεχίζουν να υφίστανται ακόμα και σήμερα.

Το Warlords of New York δεν είναι σε καμία περίπτωση το expansion που χρειαζόταν το παιχνίδι και η Ubisoft πρέπει να σκεφτεί πολύ σοβαρά τα επόμενα βήματά της.

Βαθμολογία:  6/10
 

Το παιχνίδι μάς παραχωρήθηκε από την εκδότρια εταιρεία για τις ανάγκες του review.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης