Επί 63 έτη ψάχνει να βρει τις απαντήσεις για τη ζωή του: Ο Διονύσιος Σαΐτας εγκαταλείφθηκε σε ένα πεζοδρόμιο στο Πλατανάκι Αγρινίου όταν ήταν ακόμη νεογέννητος.

Το όνομα δεν είναι πραγματικό. Του δόθηκε ενδεικτικά από το Ληξιαρχείο Αγρίνιου, καθώς κανείς δεν ήξερε τις πραγματικές του ρίζες και ποιοι είναι οι γονείς του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ήταν 9 το πρωί της Πέμπτης 10 Σεπτεμβρίου 1953. Η Κωνσταντίνα Φρίντζου, που έφυγε πριν λίγα χρόνια απ’ τη ζωή, βγαίνοντας από το σπίτι της, προς το τέλος της οδού Αγίου Βλασίου στη διασταύρωση της με την οδό Θέρμου (ονομασίες της εποχής), αντίκρισε ένα βρέφος 12 ημερών στο πεζοδρόμιο. Ήταν τυλιγμένο με πάνες και έκλαιγε ασταμάτητα.

Αμέσως η γυναίκα το ζέστανε και του έδωσε να πιει λίγο γάλα. Τηλεφώνησε στην αστυνομία, άνδρες της οποίας ήρθαν και το παρέλαβαν και λίγο αργότερα το έδωσαν στη νοθοτρόφο Χ.Ζ. (Σ.σ. η νοθοτρόφος ήταν εκείνα τα χρόνια ένα είδος λειτουργήματος. Επειδή πολλά παιδιά εγκαταλείπονταν από μη νόμιμους γάμους, υπήρχαν οικογένειες που δήλωναν ότι η σύζυγος προτίθεται να θρέψει και να μεγαλώσει νόθο παιδί. Το κράτος έδινε επίδομα σ’ αυτές τις οικογένειες).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Όταν ο μικρός Διονύσιος έγινε 4 χρόνων, το πήραν και τον παρέδωσαν σε μια άλλη οικογένεια και συγκεκριμένα στην Θ. Κ. Εκεί έμεινε και μεγάλωσε μέχρι τα 10 του χρόνια. Μετά το παιδί εισήχθη στο ορφανοτροφείο Αρρένων Φιλιατών Θεσπρωτίας, όπου τελείωσε το Δημοτικό.

Ήταν 13 χρόνων. Το Ορφανοτροφείο τον έστειλε στη Θεσσαλονίκη για να μάθει κάποια τέχνη. Τότε ανεξαρτητοποιείται, φεύγει και γυρίζει στο Αγρίνιο, όπου κάνει κάποιες δουλειές -κυρίως σαν παραγιός σε μαγαζιά της πόλης.

Τα χρόνια περνούν. Είναι πλέον 17 χρόνων. Φεύγει για την Αθήνα, καταλήγει στον Πειραιά, όπου εργάζεται ως οικοδόμος. Εκεί τον περιμένει πάλι μια απίστευτη συγκυρία. Συναντά την οικογένεια της πρώτης νοθοτρόφου του, της Χ.Ζ., οι οποίοι είχαν μετακομίσει επίσης στον Πειραιά. Μετακομίζει στο σπίτι τους και μένει εκεί έως τα 20, οπότε φεύγει για να υπηρετήσει τη θητεία του στο στρατό.

Όταν απολύεται, ξαναγυρίζει στον Πειραιά και στα 24 του παντρεύεται με τη σημερινή σύζυγό του Στέλλα Σφακιανάκη, από το Καστέλι της Κρήτης. Μετακομίζουν εκεί και εκείνος εργάζεται ως οικοδόμος. Η ζωή του αρχίζει να διορθώνεται.

Αποκτούν ένα αγοράκι, τον Νικόλα, το οποίο όμως αρρωσταίνει λίγο μετά τη γέννα και τελικά πεθαίνει 10 ετών. Όμως ο Θεός επιβράβευσε την υπομονή του και του χάρισε άλλα δύο παιδιά, ένα αγόρι και μια κόρη, από τα οποία σήμερα έχει αποκτήσει έξι εγγόνια.

Ο ίδιος έχει έναν πόνο από παιδί κι έναν πόθο: Να βρει τη ρίζα του. Να μάθει για τους δικούς του. «Δεν θέλω τίποτε άλλο», είπε, «παρά μόνον να νοιώσω κι εγώ ότι από κάπου ήρθα. Κάπου ανήκω. Κάποια μητέρα με γέννησε. Δεν κρατάω ίχνος θυμού ή αντίθεσης. Δεν θέλω να ενοχλήσω καμία οικογένεια. Δεν διεκδικώ τίποτε. Μου αρέσει η διακριτικότητα και, αν πράγματι κάποιοι άνθρωποι γνωρίζουν κάτι για μένα, θα είμαι ευγνώμων και απόλυτα εχέμυθος».

Πηγή: Μαχητής

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης