Έχω συναναστραφεί αλλά και δουλέψει με ανθρώπους που περιγράφουν τον εαυτό τους ως αντικοινωνικό, πολύ εσωστρεφή, ανθρώπους που «δεν χρειάζονται κανέναν». Το παρουσιάζουν περήφανα σχεδόν σαν προτέρημα – σαν απόδειξη εσωτερικής αυτάρκειας ή ανωτερότητας. Η ιδέα της κοινωνικής σύνδεσης τους φαίνεται περιττή, ίσως και ενοχλητική. «Δεν με νοιάζει να έχω φίλους», «Έχω μάθει να στέκομαι στα πόδια μου», «Τα καταφέρνω μια χαρά μόνος μου», μου λένε.
Κι όμως, μέσα στη θεραπευτική πορεία, κάτι ραγίζει. Σιγά-σιγά αρχίζουν να αναγνωρίζουν ότι όχι μόνο χρειάζονται ανθρώπους, αλλά ήδη έχουν κάποιους στη ζωή τους που είναι σημαντικοί. Ίσως ένας παλιός φίλος, ένας δάσκαλος που τους πίστεψε, μια αδερφή, ένας γείτονας που λένε μια καλημέρα κάθε πρωί. Οι άνθρωποι αυτοί υπήρχαν – υπάρχουν. Απλώς είχαν εξοριστεί από τη μνήμη, όπως εξορίζουμε οτιδήποτε φανερώνει πόσο ευάλωτοι είμαστε.
Αυτό που θέλω να πω σήμερα είναι πως το μεγαλύτερο ψέμα που λέμε στον εαυτό μας είναι ότι δεν χρειαζόμαστε κανέναν. Γιατί όλοι οι άνθρωποι – χωρίς εξαίρεση – έχουμε ανάγκη από σύνδεση. Και όχι απλώς για να νιώσουμε καλά, αλλά για να παραμείνουμε ζωντανοί, σε σώμα και ψυχή.
Αν θέλεις μια ξεκάθαρη απόδειξη, σκέψου τι συμβαίνει όταν αφαιρούμε την ανθρώπινη επαφή. Στις φυλακές, η απομόνωση – το να αποκόψεις έναν άνθρωπο από κάθε επαφή – χρησιμοποιείται ως μορφή τιμωρίας (βασανιστηρίου θα έλεγα καλύτερα). Κι αν κρατήσει για καιρό, δεν είναι απλώς δυσάρεστη. Είναι καταστροφική. Το μυαλό αρχίζει να σπάει. Οι κρατούμενοι αρχίζουν να έχουν παραισθήσεις, να βλέπουν ή να ακούν πράγματα που δεν υπάρχουν. Ο εγκέφαλος, όταν στερείται εντελώς το ανθρώπινο ερέθισμα (ανθρώπινες φωνές, επαφή, βλέμματα), αρχίζει να το επινοεί. Κι αυτό είναι λογικό, γιατί όταν ο νους δεν έχει πρόσωπα να καθρεφτιστεί, αρχίζει να επινοεί σκιές. Να βλέπει, να ακούει, να φαντάζεται. Αυτό δείχνει πόσο βαθιά είναι η ανάγκη μας να σχετιζόμαστε – όχι απλώς για να ζούμε καλά, αλλά για να παραμένουμε ψυχικά υγιείς.
Ακόμη πιο σπαρακτική είναι η εικόνα των βρεφών που σε παλιές μελέτες ταΐζονταν από μηχανικά χέρια αντί για ανθρώπινα. Και παρότι το ρομπότ μπορούσε να δώσει το γάλα, τα βρέφη που δεν λάμβαναν φροντίδα από ανθρώπινο χέρι εμφάνισαν σύνδρομο «αδυναμίας ανάπτυξης» (failure to thrive). Σταμάτησαν να τρώνε, να αναπτύσσονται – ορισμένα κινδύνεψαν ακόμα και να πεθάνουν. Κι όλα αυτά, επειδή δεν υπήρχε ένα ζεστό βλέμμα, ένα χάδι, μια αγκαλιά.
Στην καθημερινότητα, οι περισσότεροι άνθρωποι παλεύουν με τη μοναξιά, ακόμα και αν δεν το παραδέχονται. Κάποιοι από αυτούς έχουνε πιστέψει το παραμύθι ότι η σύνδεση είναι ένδειξη αδυναμίας και ότι το ζητούμενο είναι η αυτάρκεια. Στη δουλειά μου, τους ρωτώ συχνά: «Ποιος θα το παρατηρούσε αν η ζωή σου άλλαζε προς το καλύτερο;» Και η απάντηση, μερικές φορές, είναι «Κανείς. Είμαι μόνος μου». Αλλά όταν τους ζητώ να σκάψουν λίγο πιο βαθιά, βρίσκουν πάντα ένα πρόσωπο. Τον άνθρωπο στον φούρνο που θυμάται πώς παίρνουν τον καφέ τους. Τον γείτονα που τους κρατά την πόρτα. Τον συνάδελφο που τους ρωτά «πώς είσαι;» και περιμένει πραγματικά να ακούσει. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι γύρω μας, απλά δεν τους θεωρούμε φίλους μας και τους προσπερνάμε.
Και τότε ρωτώ: «Τι θα γινόταν αν στεκόσουν για λίγο να τους μιλήσεις; Αν έλεγες μια κουβέντα παραπάνω; Αν έκανες χώρο για μια σύνδεση, έστω μικρή;» Γιατί ακόμα και αυτές οι μικρές αλληλεπιδράσεις – οι φαινομενικά ασήμαντες στιγμές – είναι το νήμα που μας κρατά δεμένους με τον κόσμο. Από εκεί αρχίζει η αποκατάσταση. Από ένα «γεια», ένα «τι κάνεις», ένα «σε σκέφτηκα».
Αν θέλεις να ζήσεις μια ζωή με νόημα, ξεκίνα από εκεί. Κοίτα γύρω σου. Ποιος είναι ήδη εδώ; Ποιον περνάς κάθε μέρα χωρίς να τον βλέπεις; Τόλμησε να σταθείς για λίγο. Να πεις κάτι περισσότερο. Να ρωτήσεις κάτι πιο αληθινό. Να ανοίξεις μια χαραμάδα.
Γιατί καμιά φορά, αρκεί μία τέτοια στιγμή για να αισθανθείς ξανά άνθρωπος. Και να θυμηθείς πως δεν είσαι – και δεν ήσουν ποτέ – μόνος σου.
Ιουλία Καζάνα-McCarthy
Δρ. Κοινωνιολογίας (University of Surrey, UK)
Πιστοποιημένη Life Coach (International Coaching Federation, ICF)
Solution Focused Θεραπεύτρια (BRIEF)

