Αυτό το καλοκαίρι βρέθηκα σε μια ήσυχη πόλη, σε μια πόλη –  πρότυπο. Δεν τη βρήκα στις διακοπές, ούτε μου τη σύστησε κάποιος. Δεν την ανακάλυψα. Απλά μου προέκυψε. Σε αυτή την πόλη, λοιπόν, ξυπνούσα το πρωί χωρίς πονοκέφαλο απ’ τους θορύβους και δεν με έπνιγε το καυσαέριο. Είχε μιαν ατμόσφαιρα λαμπίκο. Οδηγούσα και οι λίγοι οδηγοί μού χαμογελούσαν, πήγαινα για καφέ το πρωί και η καφετζού μού έλεγε καλημέρα. Δεν είναι βέβαια τίποτα σπουδαίο, έχετε δει όμως εσείς πολλές «καφεπώλαι» να σας λένε καλημέρα; Ούτε είχα άγχος για στάθμευση. Στην πόλη που βρέθηκα το καλοκαίρι και το πρωί και το βράδυ, αλλά και όλες τις ώρες της ημέρας παρκάριζα το αυτοκίνητό μου παντού, έβρισκα ελεύθερο χώρο και έκανα τη δουλειά μου απλά, γρήγορα και όμορφα. Το ξέρω ότι για μια ανθρώπινη πόλη αυτό είναι αυτονόητο, αλλά μη μου πείτε ότι δεν είναι καταπληκτικό. 
Στην περί ης ο λόγος πόλη, αυτούς τους λίγους μήνες που την ξέρω, χάζευα τα κλειστά περίπτερα και τις άδειες δημόσιες υπηρεσίες. Πένθιμα περίπτερα με τα βρώμικα ρολά κατεβασμένα, γεμάτα γκράφιτι και απελπισία… Και οι δημόσιες υπηρεσίες. Ορφανές. Λίγοι υπάλληλοι, αδειανά γραφεία και εγκατάλειψη. Περίεργη πόλη. Σα να έγινε κάτι ξαφνικά. Ας πούμε μια κοσμογονία. Αρμαγεδών. Λοιμός, σεισμός, καταποντισμός, τέτοιο πράγμα. Και να έφυγαν όλοι κακήν κακώς, για να σωθούν ή να πάνε για μπάνιο!

Σε αυτή την πόλη, λοιπόν, μεταξύ άλλων, μπορούσες να βγεις βράδυ και να το ευχαριστηθείς. Από βόλτα σε νυφοπάζαρο μέχρι ταβέρνα και ψησταριά. Ακόμα και έξοδο επιπέδου. Να πας σε μια συναυλία στο Θέατρο των Βράχων, να δεις αρχαίους τραγικούς σε μια συνοικία, Καραγκιόζη σε μια άλλη και Κηλαηδόνη στην επόμενη. Χίλιες δυο συναυλίες και θεάματα, τα περισσότερα δωρεάν, και απορούσες: «ρε πού είμαι, ονειρεύομαι;»

Σε αυτή την πόλη, λοιπόν, μέτρησα γύρω στα τριακόσια θέατρα και αυτό πρέπει να είναι  παγκόσμιο ρεκόρ. Βέβαια, δεν ήταν όλα εν λειτουργία, αλλά αυτό δε μείωνε τον αριθμό.
Ανακάλυψα επίσης και τα θερινά τα σινεμά. Είχα ξεχάσει πως υπάρχουν και ξαφνικά βρέθηκα σε μια είσοδο, όπως τις παλιές καλές εποχές. Όπου ένας Μήτσος, χοντρός και γελαστός, μου έδειξε τις σκάλες για την ταράτσα με τ’ αγιόκλημα και τα γιασεμιά. Κάθισα δηλαδή στην πολυθρόνα του σκηνοθέτη και έβλεπα το έργο, τραγανίζοντας στραγαλοστάφιδα και βλέποντας μέσα από έναν καθαρό ουρανό τα πεφταστέρια, αν δε μου άρεσε η υπόθεση στην οθόνη. Δίπλα πάντα ένας κύριος κάπνιζε αρειμανίως ή ένας φαντάρος χούφτωνε την ερωμένη του, δεν ενοχλούσαν κανέναν και το απολάμβαναν. Ακόμα και το απαγορευμένο τσιγάρο σε αυτή την πόλη δεν έδειχνε να πειράζει . Υπήρχε μια ηρεμία, μια επικοινωνία με τα μάτια σε όλους τους τομείς, που έκανε εύκολη τη ζωή των πολιτών.

Και ξέρετε γιατί τα γράφω αυτά; Όχι επειδή θέλω να διαφημίσω την πόλη, αυτά δε γίνονται. Απλά, επειδή τώρα όλη αυτή η ομορφιά, αυτή η ήσυχη πολιτεία, με τα θερινά θέατρα, τα σινεμά με τις γαζίες και τα γιασεμιά, το πάρκινγκ, τους γελαστούς οδηγούς και τις πρόσχαρες καφετζούδες,  κινδυνεύει να καταρρεύσει από τη μια μέρα ως την άλλη. Δηλαδή θα καταρρεύσει σίγουρα. Από τις γέφυρες στους εθνικούς δρόμους, κάμερες και αγγελιαφόροι μεταδίδουν ότι από βορρά και νότο, φάνηκαν οι βάρβαροι και σιγά – σιγά μπαίνουν στην πόλη. Προηγήθηκαν βέβαια οι φωτιές στα πέριξ, που την έκαναν την πόλη ρόιδο. Πάντως, από τα διόδια ζωντανές εικόνες δείχνουν «άρματα δρεπανηφόρα», με πενήντα, εκατό και διακόσια άλογα και σε πολλές περιπτώσεις και τριακόσια, σε ατέλειωτες ουρές, να μην κρατιούνται. Οχήματα απρόσωπα, σαν από μόνα τους να οδηγούνται, φορτωμένα με μπαγκαζιέρες, ποδήλατα και ταξιδιωτικούς σάκους, να προσπαθούν να αλώσουν την ήσυχη πόλη μου.

Το άσχημο είναι ότι, ενώ βλέπεις την άλωση, «εάλω η πόλις», δεν μπορείς να τη σταματήσεις, και ενώ ακούς τα… ποδοβολητά των βενζινοκίνητων αλόγων, αντί να τα εμποδίσεις, αφήνεις τους εισβολείς να χυθούν στους δρόμους και να γεμίσουν πλατείες και πεζοδρόμια με φωνές, βλαστήμιες και καυσαέρια…

(…Στην Αθήνα του Φθινοπώρου μυρίζει ακόμα καμένο. Στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, παρκαρισμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, πατώντας οι μισοί πάνω στους άλλους μισούς, νοσταλγούμε την πόλη του καλοκαιριού που χάσαμε. Και καβαφικά ανακράζουμε: Και τώρα τι θα γίνουμε με τους βαρβάρους; Η απουσία τους ήταν μια κάποια λύση…)
 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης