Τι σχέση μπορεί να έχουν ένας θώρακας από συμπαγή χρυσό του αυτοκράτορα των Αζτέκων Μοκτεζούμα, ένας μονόφθαλμος ντετέκτιβ που καπνίζει τις πιο εκλεκτές μάρκες πούρων αλλά πίνει μόνο αναψυκτικά, μια ξεπεσμένη ερμηνεύτρια λαϊκών μεξικανικών τραγουδιών και μια νεαρή γυναίκα από τον Καναδά η οποία πηδάει στο κενό από ένα μπαλκόνι ξενοδοχείου στη Μαδρίτη; Όταν πρόκειται για τον Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο και τη σπιρτόζικη αστυνομική του πένα τα πάντα είναι δυνατά.
Με το μυθιστόρημά του «Αντίο Μαδρίτη», που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μετάφραση Κρίτωνα Ηλιόπουλου από τις εκδόσεις Άγρα, ο Τάιμπο στήνει μια συναρπαστική ίντριγκα, που ξεκινάει από την Πόλη του Μεξικού και καταλήγει στην ισπανική πρωτεύουσα, κρατώντας μέχρι την τελευταία σχεδόν σελίδα επτασφράγιστα κλεισμένο το μυστικό της.
Ο Μεξικανός ντετέκτιβ, Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, (σαραντάρης, με βαθιές ουλές στο πρόσωπο και με ένα μάτι), που λατρεύει τον χορό μερένγκε και μοιάζει αδύναμος σαν φτερό στον άνεμο (ενώ εύκολα μπορεί με ένα σφυρί ή με ένα πιρούνι στο χέρι να σπάσει και να κατακρεουργήσει τα πάντα), φεύγει από το Μεξικό, ύστερα από παραγγελία ενός φίλου του ο οποίος εργάζεται ως συντηρητής σε ανθρωπολογικό μουσείο, με προορισμό τη Μαδρίτη, όπου και θα πρέπει να βρει ποιος έχει κλέψει τον αμύθητης αξίας θώρακα του Μοκτεζούμα: ένα εθνικό κειμήλιο που οφείλει πάση θυσία να επιστρέψει στα πατρώα εδάφη.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του Μπελασκοαράν στη Μαδρίτη θα συμβούν τα πιο απίθανα γεγονότα και ο ίδιος θα πρωταγωνιστήσει σε καταστάσεις οι οποίες δεν θα είναι πάντα υπό τον έλεγχό του. Ο Μοκτεζούμα και ο Μπελασκοαράν θα διασωθούν εντέλει (ο πρώτος θα συνεχίσει να τροφοδοτεί την εθνική δόξα του Μεξικού και ο δεύτερος θα αποδείξει περίτρανα το αστυνομικό του δαιμόνιο) αλλά ο Τάιμπο δεν θέλει να διηγηθεί μόνο μια αστυνομική ιστορία.
Καταρχάς υπάρχει ένα έντονο στοιχείο παρωδίας, το οποίο διατρέχει απ’ άκρου εις άκρον την αφήγηση. Ο Μπελασκοαράν ψάχνει για ένα αρχαιολογικό αντικείμενο ύψιστης σημασίας χωρίς να διαθέτει την παραμικρή αρχαιολογική γνώση, τουρτουρίζει ασυγχώρητα και έχει συνεχώς την τάση να εγκαταλείψει την έρευνα προκειμένου να αγοράσει λογοτεχνικά βιβλία ή να παρακολουθήσει συναυλίες. Πέραν τούτου, ο Τάιμπο φροντίζει να ενισχύσει τη δράση του με τρεις ακόμα παραμέτρους. Η μια είναι ο σαρκαστικός σχολιασμός τής διαφθοράς από την οποία πάσχει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα του Μεξικού. Η άλλη αναφέρεται στον τρόπο ζωής των ανθρώπων στις μητροπόλεις: ο Μπελασκοαράν είναι πιασμένος στα δίχτυα της γοητείας την οποία του ασκεί το άναρχο και σχεδόν φουτουριστικό περιβάλλον της Πόλης του Μεξικού ενώ ταυτοχρόνως γίνεται μάρτυρας της σπαραχτικής μοναξιάς μιας κοπέλας που προσπαθεί να αυτοκτονήσει στην παγωμένη Μαδρίτη οριστικά ξεκομμένη από τον τόπο της. Η τρίτη και τελευταία παράμετρος έχει να κάνει με το απατηλό παιχνίδι της μνήμης. Ο Μπελασκοαράν θα ανακαλύψει πως οι μαδριλένικες εικόνες με τις οποίες τον μεγάλωσαν οι γονείς του δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι συναντά ο ίδιος στην πόλη, βλέποντας όλες τις προσδοκίες του να καταρρέουν. Η μνήμη συχνά μας οδηγεί σε λάθος δρόμους, ιδίως αν είναι δανεισμένη.
Ποιος είπε πως η αστυνομική λογοτεχνία είναι μόνο μυστήριο και σασπένς;
Στοιχεία για τον συγγραφέα:
Ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο γεννήθηκε το 1949 στη Χιχόν της Ισπανίας, αλλά ζει στο Μεξικό από δέκα ετών (η οικογένειά του άλλαξε ήπειρο για να γλιτώσει από το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο). Ο Τάιμπο έχει καταπιαστεί με πολλά είδη λόγου (μυθιστόρημα, διήγημα, χρονικό, ρεπορτάζ, ιστορική αφήγηση) και θεωρείται θεμελιωτής του νέου λατινοαμερικανικού αστυνομικού μυθιστορήματος (μυθιστόρημα με έντονο πολιτικοκοινωνικό προβληματισμό). ‘Έχει αποσπάσει τρεις φορές το διεθνές βραβείο Ντάσιελ Χάμετ. Μερικά από τα πιο γνωστά έργα του: «Η σκιά της σκιάς», «Χωρίς αίσιο τέλος», «Το ποδήλατο του Λεονάρντο», «Στην ίδια πόλη υπό βροχή», «Σαν σκιές επιστρέφουμε», «’Ονειρα συνόρων», «Μερικά σύννεφα», «Όταν οι νεκροί χορεύουν».

