Ανάμεσα σε πολλά ονόματα που έχει να προσφέρει η μεταπολεμική, Γερμανική λογοτεχνία και ειδικότερα η έξοχα ανανεωμένη της ποίηση, αυτό που πρέπει να προσελκύσει την προσοχή μας είναι η περίπτωση του Χανς Μάγκνους Έτσενμπεργκερ.
Το ότι μέσα από τις φοβερές μυλόπετρες μπόρεσε η Γερμανία να βγάλει έναν Μπελ, έναν Μπρέχτ, έναν Έτσενμπεργκερ, αγγίζει τα όρια του θαύματος και ειδικότερα ο Μπέρτολ Μπρέχτ, είχε τουλάχιστον (την όποια) παρηγοριά του στρατευμένου κι επομένως του οργισμένου αντιπάλου μιας κατάστασης: όσο κι αν ακριβώς αυτή η στράτευση τον έκανε να είναι προσεκτικός με τις κατευθύνσεις που έδινε στην οργή του ώστε να μείνει μέσα στα πλαίσια της οποιασδήποτε κομματικής ντιρεκτίβας της στιγμής.
Έτσι θέτει ένα από τα βασικά γνωρίσματα αυτής της χώρας να αυτοανανεώνεται και να αυτοαξιοποιείται. Η πίκρα όμως της πείρας για να κοστίζει μια τέτοια ανασυγκρότηση είναι ανυπολόγιστη, και στην πίκρα αυτή έχουν βασίσει το έργο τους όλοι οι μεταπολεμικοί γερμανοί διανοούμενοι.
Τέτοιος πικρός καρπός είναι η ποίηση του Έτσενμπεργκερ, ο πιο στενός ποιητικός συγγενής αποτελεί ένα αντικείμενο γι’ αυτούς πίστης, αγώνα ή καταξίωσης, αποτελεί την πληρωμή των σφαλμάτων μέσα στη θύελλα του ολοκληρωτικού πολέμου. Τα παιδιά που μεγάλωσαν μέσα στα στρατόπεδα συγκεντρώσεων ξέρουν καλά πως δεν υπάρχει, μπροστά στην απεγνωσμένη προσπάθεια για την αυτοσυντήρηση, καμιά ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αλλά ο Έτσενμπεργκερ, δεν κάνει στον εαυτό του την πολυτέλεια του επαναστάτη. Περιχαρακώνεται στη σάτιρα αμυντικά, δεν την χρησιμοποιεί για όπλο καθαρμού.
Το μεταπολεμικό φαινόμενο των οργισμένων νέων που (ίσως επειδή τα πρώτα τους παιχνίδια στάθηκαν τα σπασμένα οικοδομικά υλικά ανάμεσα στα ερείπια εξοντωτικών βομβαρδισμών) δεν βρήκαν τίποτα άξιο για να παραμένει αλώβητη. Αν εμείς όλοι ξεχάσαμε τις δειλίες μας, την ασυνέπειά μας, τις προδοσίες μας και την τερατώδη χαμέρπεια που δείξαμε μπροστά στον συστηματικό αφανισμό, τα παιδιά αυτά δεν μπόρεσαν να λησμονήσουν τίποτα, γιατί αυτή η σιχαμερή ιστορία συνυφάνθηκε με την ευαισθησία τους και σήμερα, τους προσδιορίζει την στάση τους απέναντι στη ζωή.
Γι’ αυτό οι άνθρωποι που γεννήθηκαν κατά την τρίτη δεκαετία του αιώνα δεν πείθονται: ξέρουν πως οι βασικές αξίες που οι πατέρες τους ήταν έτοιμοι να υπερασπιστούν με την ζωή τους, είναι μονάχα παγίδες: γι’ αυτό αρνούνται να συμμετάσχουν σε μια συμπαιγνία που τους είναι, από ορισμού της, αποκρουστική. Υπάρχει όμως μια άλλη κατηγορία σε αυτή την ομάδα των ηλικιών, οι άνθρωποι που δεν έχουν καν την όρεξη να οργισθούν, οι άνθρωποι που βλέπουν κι αυτήν ακόμα την εξέγερση των συνομήλικών τους σαν μια παγίωση της ευαισθησίας τους ή του δυναμικού τους.
Αυτοί ζουν αποτραβηγμένοι, βέβαιοι πως, όπως είπε ο Ανατόλ Φραντς, η τρέλα και η κακία των ανθρώπων δεν έχει όριο και απολαμβάνουν την μισανθρωπία τους όπως ένα αργό δηλητήριο.
Πέρα από την πολιτική, που γι’ αυτούς δεν είναι διέξοδος, για μια συνεχιζόμενη εξαπάτηση, πέρα από την επανάσταση, που μαθηματικά οδηγεί σε ένα νέο είδος καταπίεσης, πέρα από την οργή, που είναι μια μορφή ανώφελης σπατάλης και ατελέσφορης μαχητικότητας, οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν παρά να παρηγορούνται με την περιστασιακή στηλίτευση.
Συνωμότες της 20ής Ιουλίου και του αντιχιτλερικού παράνομου μηχανισμού. Επίσης στην Γερμανία του 1967, αδιαμφισβήτητη οικονομική δύναμη στην Ευρώπη, με ένα αναστάσιμο θαύμα πίσω της και τα προβλήματα ενηλικίωσης μπροστά της, δεν παύει να είναι ένα κράτος «υπό αίρεσιν» κάτω από ορισμένη οπτική, έχει ακόμα στρατό κατοχής που τον πληρώνει σχεδόν με όλους τους γείτονες, έχει εκκρεμότητες σχεδόν με όλους τους άλλους και γεννά μια δυσπιστία στο εξωτερικό και μια ασάφεια στο εσωτερικό σε σχέση με το παρελθόν της. Σε αυτό το κλίμα ένας ποιητής που υπενθυμίζει τα ερείπια ακόμα αντί να ψάλλει την ανοικοδόμηση, που γράφει με ενοχλητική επιμονή για τα σφάλματα του παρελθόντος, αντί να εξορκίζει την επανάληψή του που αναφερόμενος στην πατρίδα του αναφωνεί:
Γερμανία μια βόμβα από κρέας!
Δεν μπορεί να ελπίζει σε μια καθολική παραδοχή. Επομένως στην ποίηση του Έτσενμπεργκερ υπάρχει μια πρόθεση «αγωγής», διαπαιδαγώγησης του πολίτη για την αντιμετώπιση των ευθυνών του.
Είναι ένας εξεγειρόμενος, ένας επαναστάτης, ένας απ’ αυτούς που έχουν μάθει να λένε «όχι», όπως είχε πει ο Μπρεχτ, ένας «revolte» στην έννοιά του που με τόση σαφήνεια απέδωσε ο Καμύ.
Ας μην ξεχνάμε πως το κοινό του είναι η Γερμανία του 1967, μια πολύ περίπλοκη και σε πολλά σημεία απροσανατόλιστη ακόμα πνευματική αγορά.
Μετά τον πρώτο πόλεμο, η αναπόληση των ηρωισμών του γερμανικού στρατού, ήταν θεμιτή παρά την ήττα, και ο λοχαγός Ριχτχόφεν, οι κυβερνήτες των υποβρυχίων, ο Κρόντριτς, ήταν παραδεδειγμένοι ήρωες μιας σημαντικής μερίδας του πληθυσμού.
Η αποναζιστικοποίηση όμως αφαίρεσε από τα κατορθώματα του γερμανικού στρατού κάθε θεμιτότητα. Στην Γερμανία σήμερα κανείς δεν θαυμάζει τον Ρόμελ (απεναντίας μάλιστα παρατηρείται το οξύμωρο σχήμα να υπάρχουν περισσότεροι Αγγλοσάξονες παρά Γερμανοί που να τον εκτιμούν αλλά κανένας δεν έχει ξεκαθαρισμένα αισθήματα απέναντί τους).
Τα όσα τους ενοχλούν με την γελοιοποίηση, με τον σαρκασμό και την άρνηση, οποιασδήποτε συμμετοχής σε πράξεις με θετικό ή και απλώς μη αρνητικό φορτίο.
Στις συντεταγμένες αυτές ζει, ολόκληρος ο πνευματικός κόσμος της Γερμανίας σήμερα.
Στις συντεταγμένες αυτές και ο ποιητής Έτσενμπέργκερ.
Όπως παρατηρεί ο κριτικός Xans Σβαμπ Φέλις μόλις ακουστεί το όνομά του, αμέσως επιστρατεύεται το θυμικό «Υπάρχουν επικριτές που πάλλονται από αγανάκτηση, υπάρχουν θαυμαστές που εκστασιάζονται χωρίς επιφύλαξη. Απομένει στον αντικειμενικό παρατηρητή του μέλλοντος να κρίνει αν η ποίηση του Έτσενμπέργκερ οφείλεται ή όχι από αυτή την ιδιαίτερη στάση του κοινού απέναντί του».
Αυτό που κάνει ίσως τον Έτσενμπέργκερ πιο περιπτωσιακό από άλλους, του χαρίζει όμως μια ζηλευτή ανεξαρτησία, μια που η ευαισθησία του δεν αυτοπεριορίζεται από καμία λογής σκοπιμότητα…
Την «άλλη ιστορία» την πήρε μαζί του. Αυτό που δεν πήρε μαζί του είναι το ανήσυχο πνεύμα που έσπειρε γόνιμα ερωτηματικά σε όλη την ανήσυχη σκέψη της εποχής.
Το πνεύμα του φεύγοντας, κατορθώνει να ξαναδεί το κενό με τη Ζωή σε θαυμαστή και τρομακτική επικαιρότητα. Διαλέγοντας έδειξε πως ο θάνατος δεν είναι κάτι το ανόητο που συμβαίνει σε άβουλα ράκη των νοσοκομείων αλλά κάτι που κερδίζεται και εμποτίζεται με νόημα…

