Κάθε μέρα πρέπει να γελάμε, είτε είμαστε χαρούμενες είτε όχι. Να χαμογελάμε στη ζωή. Το γέλιο είναι μακροζωία. Το γέλιο ξορκίζει το κακό, έλεγε η γιαγιά μου.
Υπάρχουν όμως μέρες που το χαμόγελο δεν ζωγραφίζεται στα χείλη μας. Δεν υπάρχει ίχνος ευτυχίας που να μπορεί να αποδοθεί με ήχο.
Πώς να με πείσω ότι όλα τα προβλήματα θα ευοδωθούν αρκεί να έχουμε πίστη. Αλλά να μου πείτε που να τη βρούμε την πίστη, όταν όλα γύρω μας είναι μαύρα κατράμι.
Κι όμως γίνονται καθημερινά μικρά θαύματα. Τα θαύματα αυτά έχουν να κάνουν με την ίδια τη ζωή. Αν αγαπούμε τη ζωή όλα διορθώνονται. Βουτάμε σε αυτή και βρίσκουμε μικρές χαρές.
Ρήματα όπως, πονάω, υποφέρω, στενοχωριέμαι, αν τα παραλείψουμε ή τα αντικαταστήσουμε με άλλα ίσως να πάψουμε να είμαστε πεσιμιστές και δούμε τη ζωή με άλλη ματιά.

Ο θυμόσοφος λαός μας έχει πολλά αισιόδοξα μηνύματα να μας διδάξει. Αυτά έλεγα σε μια φίλη που βασανίζετε, όπως νομίζει, από όλα τα προβλήματα της γης. Έχει τους γονείς της, χαρούμενοι άνθρωποι που την αποφορτίζουν από προβλήματα της καθημερινότητας, αλλά κλαίει.
Έχει φίλους και ειδικότερα τον έναν και μοναδικό που δεν την αποχωρίζεται ούτε κι εκείνη αυτόν (όπως χαρακτηριστικά λέει είναι ο Θεός της) κι όμως πάλι δάκρυα σκοτεινιάζουν τα μάτια της.
Τι να κάνω γι’ αυτήν, σκέφτηκα; Άρχισα να διαβάζω και να ρωτώ γενικά πώς δύναται να αποκατασταθεί το κλονισμένο της μυαλό.
«Στο θολωμένο μου μυαλό…», νομίζω ότι της ταιριάζει γάντι. Άλλοι που δεν την ήξεραν άρχισαν να την παίρνουν στο ψιλό… Μάρθα Βούτση, την ανέβαζαν και την κατέβαζαν, «Κλάψα», «Μοιρολογίστρα» και την απέφευγαν ως γρουσούζα.
Είχα να την δω να χαμογελά για τουλάχιστον τρεις μήνες. Στην προσπάθειά μου να γίνει καλά της πρότεινα να επισκεφθούμε έναν ψυχολόγο. Τίποτα, τζίφος η υπόθεση. Άρχισε να εξιστορεί μελοδραματικά όσα δήθεν της συνέβαινα, που εμένα και του ψυχολόγου μας ερχόντουσαν δάκρυα γέλωτα στα μάτια.

Θυμάμαι ότι ακόμη και με την εκατομμυριοστή επανάληψη του σήριαλ «Κωνσταντίνου και Ελένης» εκείνη θρηνούσε μόλις ξεκινούσε τον μονόλογο το «ταπεινό χαμομηλάκι», η γεροντοκόρη Μαρίνα Μανταρινάκη.
Έχανε τα αγόρια, λόγω κλάματος, έχανε τους φίλους, λόγω κλάματος, έχανε τα αυγά και τα πασχάλια λόγω θρήνου. Γεννημένη Μεγάλη Παρασκευή. Βέβαια, το ξερό της το κεφάλι έφταιγε για όλα.
Τελικά ήρθε το γέλιο στο στόμα της μετά από ένα χρόνο, μετά από υπεράνθρωπες προσπάθειες δικές μας και του γιατρού της μητέρας της. Όταν της ανακοίνωσε ότι η μητέρα της είχε έναν όγκο στο στήθος της. Τι να έκανε; Να πέθαινε ή να πλάνταζε στο κλάμα. Τι θα έβγαζε; Αποφάσισε να χαμογελάσει στη ζωή μήπως την κερδίσει για χάρη της γυναίκας που της χάρισε τη δική της ζωή και δεν την εκτιμούσε.
Γελούσε και ξαναγελούσε κι όλο σταυροκοπιόταν λέγοντας συνοδευτικά, «Σε ξινό θα μου βγει»… Αλλά πόσο ξινό ακόμη να της έβγαινε που είχε χάσει τα καλύτερα 8 χρόνια της ζωής της μέσα στους τέσσερις τοίχους ρίχνοντας μαύρο δάκρυ.

Κορόμηλο το δάκρυ, παραγωγή ολόκληρη… Τα ροδάκινα Ημαθίας ωχριούσαν μπροστά στη δική της εξαγωγή.
Γελούσε και όλο έλεγε ότι ξορκίζει το κακό. Πότε σαρδόνια, πότε βροντερά, πότε χαχανίζοντας. Πάντως είχε αλλάξει. Και βοήθησε, τουλάχιστον σε αυτή την περίπτωση. Με την φαρμακευτική αγωγή και την χαρούμενη ατμόσφαιρα η μητέρα της ξεπέρασε το πρόβλημα.
Έκτοτε, η φίλη μου από «Μάρθα Βούρτση» μεταλλάχτηκε σε Μάρκο Σεφερλή, που ζούσε για να κάνει τους άλλους να γελούν. Σκορπούσε γέλιο και χαρά και μόνο κάθε Μ. Παρασκευή σαν σιωπητήριο τραγάνιζε το γέλιο δίχως ήχο.
Δόξαζε τον Θεό και συχνά μας έλεγε περισσότερο για να το ακούει η ίδια, «Αμάν με το μαύρο σύννεφο που έβρεξε τα καλύτερά μου χρόνια… Τελικά μια ομπρέλα χρειαζόμουν!»

