“Ή τη δουλειά σου ή εμένα;” Με αυτό το τελεσίγραφο βρόντηξε την πόρτα πίσω του. Έμεινα με το τσιγάρο του να καίγεται στο τασάκι μου. Εγώ στήλη άλατος, δεν ξέρω αν ήμουν έτσι γιατί γύρισα να το κοιτάξω καθώς ξεμάκραινε, ή γιατί για πρώτη φορά στην ζωή μου δεν ήξερα πώς να αντιδράσω.

Συνήθως εγώ είχα αυτές τις αλήστου μνήμης σπασμωδικές αντιδράσεις που έκανα και τους πιο σκληραγωγημένους στον χαρακτήρα μου να απορούν. Τώρα ήταν ο Περικλής αυτός που έκανε σκηνή και μάλιστα ακούστε θέμα, για την δουλειά μου. Δεν θα με πίστευε κανένας από τους φίλους και τους γνωστούς μας.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο Περικλής κι εγώ γνωριστήκαμε στα έδρανα της Νομικής, όπου φοιτούσαμε. Εκείνος πέρασε με τη δεύτερη, εγώ με ένα από το πειραματικά συστήματα, μεταγενέστερα των Πανελλαδικών βρέθηκα στην Κομοτηνή, στο σταυροδρόμι της Ανατολής με τη Δύση. Ακριβώς στο σημείο όπου μουσουλμανικά και χριστιανικά στοιχεία παντρεύονται αρμονικά και μόνο
κάποιοι φανατισμένοι προπαγανδίζουν τις διαφορές των κατοίκων για να εξυπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες.

‘Ενα αόρατο νήμα μας έφερε κοντά για να μας δέσει για μια Επταετία. Γρήγορα ανακαλύψαμε πως ταιριάζαμε όπως ο τέντζερης και το καπάκι, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ.

Ορκιστήκαμε μαζί για το πτυχίο και παράλληλα ορκιστήκαμε πίστη ο ένας στον άλλον.

Εγώ ζηλιάρα και καταπιεστική. Είχα τις αντιδράσεις του Εισαγγελέα Κούρκουλου στο ‘Κατηγορώ τον Περικλή”.

Αυτό ήταν και το μόνο πρόβλημα στη σχέση μας. Ο Περικλής, ήταν ο τύπος “είμαι ωραίος και το ξέρω”. Μεγάλη πέραση αυτό το μοντέλο θέλω να σας πω.

Ομηρικοί καυγάδες, να σπάω αντικείμενα, να κλαίω και να οδύρομαι. Και ο Περικλής με δικολαβίες να προσπαθεί να εξευμενίσει τα πνεύματα που με είχαν κυριεύσει ψυχή τε και πνεύματι.

Δεν με ζήλεψε ποτέ. Δεν είχε υψώσει τον τόνο της φωνής του, παρά μόνο μια φορά που γρατζούνισα το αυτοκίνητό του και έδειχνε να μην νοιάζεται για μένα ακόμη κι αν αγγίζαμε τον χωρισμό. Δεν ίδρωνε το αυτί του. Με έβλεπε να υστεριάζω και γελούσε. Λες και ήταν ο Παλαιοκώστας που άκουγε την ποινή από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου. Λέγε ό, τι θες, εγώ σε λίγο καιρό θα είμαι πάλι έξω.

Ανάλογα και ο Περικλής ήξερε ότι όσο και αν γαύγιζα δεν θα έκανα τίποτα γιατί δεν είχα κανέναν και τίποτα πάνω από εκείνον.

Βέβαια αυτά στα νιάτα μας. Μόλις ξεκινήσαμε τη δουλειά ανακάλυψα ότι εκτός από τον Περικλή υπήρχε και κάτι άλλο που μου ξυπνούσε τις αισθήσεις μέσα μου – και δεν ήταν το Herbal Εssenses με άρωμα τριαντάφυλλο.

Στο κρεβάτι μας τα ερωτικά βοηθήματα είχαν αντικατασταθεί από τις δικογραφίες και τις αγωγές που συνέτασσα με πάθος βλέποντας το Sex and the city. Ένιωθα μια Κάρι Μπράντσο, μόνο εγώ έγραφα για τα προβλήματα των γυναικών αυτής της πόλης με τους εκάστοτε αντιδίκους τους και όχι για τους ερωτικούς τους προβληματισμούς.

Η κατάστασή μου ήταν σε προχωρημένο στάδιο, αφού δεν σας το κρύβω, αγαπούλες μου -μόνο εσείς θα με καταλάβετε- κάναμε έρωτα και τον φαντασιωνόμουν στην έδρα του ειδικού δικαστηρίου με τα γουνάκι του προέδρου του Αρείου Πάγου. Έτσι έφτανα στην νίκη του έρωτά μου. Αλήθεια! “Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια”.

Αντί για τους συνηθισμένες γυναικείες εκφράσεις, εγώ πάλι έλεγα, “Ένσταση κύριε Πρόεδρε!” Στην αρχή κι ο Περικλής το είχε δει ως παιχνίδι, αλλά μόνο στην αρχή.

“Τι θα κάνουμε απόψε, θα πάμε σινεμά;” ρωτούσε ο γλυκός μου τύραννος και εγώ βουτηγμένη στα έγραφα και τα στοιχεία, σήκωνα το βλέμμα μου από τον υπολογιστή για να δώσω για πολλοστή φορά τη γνωστή δικηγορική φράση, “Ζητώ αναβολή!”

Από αγάπη μου, ζωή μου, φως μου, το γύρισα στο “κύριε συνάδελφε”, “δικηγόρε μου παρ’ αρείω πάγω” και πάγω…νε ο καημένος ο Περικλής.

Αδιαφορούσα αν είχε κραγιόν στο πέτο του πουκαμίσου του. Ένα με σκύλιαζε πια κι αυτό ήταν αν έχανα κάποια υπόθεση. Μελαγχολούσα όχι γιατί δεν βγαίναμε όπως παλιά, αλλά όταν είχε απεργία ο Σύλλογος.

Όλα αυτά τα μάζευε ο δικηγόρος μου, συγγνώμη, το μωρό μου, ήθελα να πω. Να σκεφτείτε ότι του ξαναέδωσα σημασία μόνο εκείνη την ημέρα που βρεθήκαμε αντίδικοι στη δίκη γνωστής εταιρεία καφέ, η οποία κατηγορούσε τον πελάτη μου για κλοπή του σήματος της.

Θα έβαζα τα δυνατά μου για να κερδίσω από αντιπάθεια στον γνωστό καφέμπορο. Ο Περικλής ήταν ένα σκαλοπάτι την επιτυχία μου. Δεν τον υπολόγιζα καθόλου. Αυτό ήταν το κακό. Η σχέση μας είχε φτάσει στην κόψη του ξυραφιού. Εμείς τα είχαμε χάσει όλα σε αυτή την επταετία. Το τανκ είχε ήδη ισοπεδώσει τα δικά μας όνειρα. Άραγε η μεταπολίτευση θα ερχόταν για εμάς;

Κάθε μέρα μου ζητούσε να παραιτηθώ από την υπόθεση γιατί θα έχανα. Το είχε και δεδομένο. “Δεν είναι ένα ερωτικό παιχνίδι… Άσε τους εγωισμούς Λιζάκι”, μου έλεγε. “Τα πράγματα είναι σοβαρά για τον πελάτη σου, μην φορτωθείς εσύ αυτή την ήττα”.

Είχα μουλαρώσει και δεν με ένοιαζε παρά μόνο η δίκη. Η έκσταση που ένιωθα μέσα στην αίθουσα. Με έκανε να ηδονίζομαι ο ήχος από το κουδουνάκι του προέδρου που μας εγκαλούσε στην τάξη με τον αντίδικο.

Είχε γυαλίσει το μάτι μου. Ο Περικλής είχε δει αυτή την αλλαγή και τον τρόμαζε. Είχε γίνει απλά ένα μικρό μέρος της ζωής μου. Ο θρόνος του είχε καταληφθεί από τη δουλειά μου.

Η ρουτίνα μας είχε αγκαλιάσει και δεν μπορούσαμε να απαγκιστρωθούμε από αυτή. Τίποτα δεν μπορούσε να ξαναδώσει ζωή σε αυτή την σχέση, μόνο καμία ξεψυχισμένη συζήτηση για υποθέσεις μας…

Έτσι φτάσαμε στο τελεσίγραφο, “Ή η δουλειά σου ή εγώ”! “Δεν θέλω να είμαι μέσα στα πόδια σου και να σε αποσπώ από το δικανικό σου έργο. Αποφάσισε δίκαια”. Το τσιγάρο στο τασάκι μου το άφησε και την καρδιά μου πήρε… Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα της δικηγόρου, όταν τηλεφώνησε ο καφετζής για τη δίκη που είχαμε τις επόμενες μέρες. “Τι έχετε δεσποινίς Λίζα; Είστε καλά;”

Τι να πω και στον άνθρωπο; Μάλωσα με τον αντίδικό σου και η αιτία δεν ήταν η υπόθεση αλλά η δουλειά μου; “Τον έχασα κύριε Καφετζή μου” ήθελα να του πω.

Αντ’ αυτού όμως ρωτούσα με λεπτομέρειες τι καινούριο στοιχείο είχαμε για να κατατροπώσουμε τον αντίδικο κύριο Καφετζή. Αγκαλιά με το lap top μου, τις καινούριες υποθέσεις μου για πνευματικά δικαιώματα θα ξεπερνούσα τον Περικλή.

Τη σιωπή της ζωής μου έσπαγε ο ήχος του τηλεφώνου μου. Πελάτες, υποθέσεις, αναβολές, νίκες και χασούρες… Πού και που θυμόμουν το τελεσίγραφο! Αλλά απλά το θυμόμουν.

Δυο μέρες πριν από τη δίκη των καφετζήδων ο πελάτης μου και εναγόμενος αποαφάσισε να συμβιβαστεί δίνοντας ένα ευτελές χρηματικό ποσό στον ενάγοντα και πελάτη του Περικλή!

Τώρα ήμασταν και οι δύο ηττημένοι και χωρισμένοι.

Η διορία έληγε αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει ανάμεσα στον δικηγόρο της καρδιάς μου και τη δικηγορία. Αποφάσισα να συναντηθούμε για να γίνει η δίκη του έρωτά μας.

Εγώ πρώτη φορά στο ρόλο του κατηγορουμένου και εκείνος ο δημόσιος κατήγορος. “Αγαπώ τη δουλειά μου, αν είναι τόσο κακό καταδίκασέ με σε τρις ισόβια δίχως δικαίωμα χάρης. Αναγνώρισέ μου όμως το ελαφρυντικό του πρότερου εντίμου βίου…” αγόρευα.

Χάθηκαν οι ένορκοι να με αθωώσουν με τέτοια αγόρευση; Περίμενα από τον πρόεδρο της αίθουσας. Κι αν δεν έχει πάρει το δωράκι του ή αν ξύπνησε στραβά θα με καταδίκαζε ερήμην…

Ο Περικλής είχε το ύφος του Μάτλοκ. Ξέρω ακριβώς πώς έγιναν τα πράγματα, έχω τα στοιχεία και θα στο αποδείξω με μια ερώτηση και μόνο. Μα ένας δικηγόρος του διαβόλου δεν υπήρχε, ένας Λυκουρέζος αθωωτής να με υπερασπιστεί; Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις αποφασίσαμε να συμβιβαστούμε και οι δύο. Όπως κάναμε στο οικογενειακό δίκαιο. Θα συγχωνεύονταν τα γραφεία μας… Έτσι θα είχα και τη δουλειά μου και τον Περικλή, δύο σε ένα. Ήμουν η πιο ευτυχισμένη δικηγόρος στην Ευελπίδων.

Η ποινή περιελάμβανε δικηγορικά κόλπα στον Μέλαθρον δικαστικό μέγαρο του κρεβατιού μας με αμερικανικό στρώμα.

“Σήμερα η Θέμις έχει κέφια”, του λέω και ετοιμάζομαι να θυμηθώ τα kinky κόλπα των φοιτητικών μας χρόνων. Με μια μεταξωτή κορδέλα του καλύπτω τα μάτια.

“Τελικά η δικαιοσύνη είναι τυφλή!” είχε αποφανθεί ο πρόεδρος.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης