Στον σπουδαίο Γερμανό στοχαστή και φιλόσοφο του 20ου αι. είναι αφιερωμένο το σημερινό Doodle της Google.

Σαν σήμερα, 15 Οκτωβρίου 2013, συμπληρώνονται τα 169 χρόνια από τη γέννησή του. Το φιλοσοφικό του έργο επηρέασε πλήθος ανθρώπων σε όλο τον κόσμο και εκτιμήθηκε ιδιαίτερα στο πρώτο μισό του 20ου αι., περίοδος κατά την οποία παγιώθηκε η θέση του και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μείζονες φιλοσόφους.

Χαρακτηριστικό παραμένει ακόμα και σήμερα το οξύ και επιθετικό ύφος των συγγραμμάτων του. Ο «θάνατος του Θεού», η ύπαρξη του υπερανθρώπου, η θεωρία της ηθικής κυρίων-δούλων αποτελούν ορισμένες από τις κεντρικές ιδέες της φιλοσοφίας του.

Γεννημένος το 1844 στο Ρέκεν της Πρωσικής Σαξονίας, πέρασε τα παιδικά του χρόνια σ’ ένα συντηρητικό περιβάλλον (οι δύο παππούδες και ο πατέρας του κατείχαν σπουδαίες θέσεις στην Προτεσταντική Εκκλησία). Σε ηλικία 5 ετών έχασε τον πατέρα του, ο οποίος σκοτώθηκε πέφτοντας από τις σκάλες.

Αφού ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές του, πήρε υποτροφία για τη Σουλπφόρτα, όπου σπούδασε Κλασική Φιλολογία. Παρά την αντίθεση της μητέρας του, η οποία τον προόριζε για εφημέριο, ο Νίτσε επικεντρώθηκε στην Κλασική Φιλολογία. Μάλιστα την εποχή εκείνη αφιέρωνε πολύ χρόνο στις μουσικές συνθέσεις του. Σπούδασε κλασική φιλολογία στη Βόννη και τη Λειψία.

Μόλις στα 25 του χρόνια διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην Ελβετία και από τότε ξεκίνησε να γράφει το «πλούσιο» συγγραφικό του έργο.

Περί νόησης

O Νίτσε συγκρίνει την κατάκτηση της νόησης με μια μέλισσα που πετάει προς την κυψέλη για να πλάσει το πιο αγνό μέλι, ενώ ο μαχάρσι περιέγραφε με αυτό τον τρόπο το ταξίδι προς το εσώτερο του καθενός:

«Όπως ο αλιεύς μαργαριταριών δένει μια πέτρα στη μέση του και βυθίζεται στον πάτο της θάλασσας για να τα περισυλλέξει, έτσι και ο καθένας μας πρέπει να οπλίζεται με απάρνηση όλων, να βουτάει στο εσωτερικό του εαυτού του και να αποκτά το μαργαριτάρι του εαυτού του».

Και για να βρει κανείς το μαργαριτάρι αυτό, δε χρειάζεται να πάει προσκυνητής στην ίνδία ούτε να επιδοθεί σε περίπλοκες πνευματικές ασκήσεις. Φτάνει να κοιτάξει μέσα του με ηρεμία.

Η πιο πρόστυχη λέξη και το πιο χυδαίο γράμμα είναι καλύτερα και ευγενέστερα από τη σιωπή

Oι περισσότεροι ψυχολογικοί πόλεμοι ξεκινούν από αυτό που δεν ειπώνεται παρά από αυτό που έχει ειπωθεί. Ας φέρουμε στον νου μας την εξής σκηνή: ο Α θύμωσε με τον Β και του έκοψε την κουβέντα από τότε που ο τελευταίος ξέχασε να του ευχηθεί για τα γενέθλιά του. Αρχικά ο Α μπορεί να θέλησε να του πει:

«Άκου, μήπως δεν ξέρεις τι μέρα ήταν χτες;», όμως, καθώς η αμέλεια του Β τον πλήγωσε -στην πραγματικότητα ήταν απλώς ένα κενό μνήμης-, αποφάσισε να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα: τη σιωπή. Ο Β τελικά θύμωσε με τον Α επειδή έπαψε ξαφνικά να απαντάει στα τηλεφωνήματά του, ενώ τη μοναδική φορά που κατάφερε να του μιλήσει έδειχνε δυσαρεστημένος είναι μια κατάσταση παιδαριώδης αλλά πολύ πιο συνηθισμένη απ’ ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.

Πόσα ζευγάρια θυμώνουν από παρεξηγήσεις που κάνουν μέρες ή μήνες να βγουν στο φως; Άραγε, δε βρίσκεται στην έλλειψη επικοινωνίας η ρίζα πολλών συγκρούσεων που προκαλούνται στη δουλειά; Tο να μη λέμε τα πράγματα εγκαίρως αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα στρες για τους γύρω μας, καθώς δημιουργεί πληθώρα ερμηνειών που καταλήγουν εναντίον μας.

O Νίτσε, ο οποίος δεν ήταν βεβαίως από εκείνους που «μάλλιαζε» η γλώσσα τους, μας διδάσκει ότι είναι καλύτερα να εκφράζουμε αυτό που αισθανόμαστε -ακόμα κι αν δε βρίσκουμε τα κατάλληλα λόγια- παρά να προσβάλλουμε τον άλλον με τη σιωπή μας.

«…Σχετικά με τις βεβαιότητες που σμιλεύουν την πραγματικότητα μας, υπάρχει ένα σύγχρονο αφήγημα, “Η παραμυθένια επιχείρηση”, που μιλάει για τον κίνδυνο ν’ αφεθούμε να φυλακιστούμε από τις πεποιθήσεις μας», όπως προειδοποιεί ο Νίτσε.

Υπήρχε κάποτε ένας άντρας που έμενε δίπλα σ’ έναν δημόσιο δρόμο και πούλαγε κάτι νοστιμότατα κουλούρια. Η δουλειά πήγαινε τόσο καλά, που ο άντρας αυτός ούτε άκουγε ραδιόφωνο, ούτε διάβαζε εφημερίδες, ούτε έδινε μεγάλη σημασία στην τηλεόραση. Τόσο καλά πήγαινε η δουλειά του, που μπόρεσε να επενδύσει σε διαφήμιση. Ο κόσμος αγόραζε τα κουλούρια του. Και κάθε φορά πήγαινε όλο και καλύτερα και κάθε φορά επένδυε περισσότερα στη δουλειά του.

Το καλοκαίρι τον επισκέφτηκε ο γιος του, που είχε γυρίσει από το Πανεπιστήμιο, όπου έκανε το μεταπτυχιακό του σχετικά με τη διοίκηση επιχειρήσεων. Ο γιος, βλέποντας όλο το άνοιγμα σε μέσα, εδάφη και κουλούρια, του είπε:

-«Πατέρα, δεν ακούς ραδιόφωνο και δε διαβάζεις εφημερίδες; Βρισκόμαστε σε τεράστια κρίση. Όλο αυτό βουλιάζει».

Ο πατέρας σκέφτηκε: «Ο γιος μου έχει κάνει σπουδές. Είναι πληροφορημένος. Ξέρει για τι πράγμα μιλάει».

Έτσι, αγόρασε λιγότερα υλικά για να μειώσει την παραγωγή κουλουριών. Μείωσε πολλά έξοδα και φρέναρε τη διαφημιστική του επένδυση. Οι πωλήσεις λιγόστευαν μέρα τη μέρα κι έπειτα από λίγο καιρό η επιχείρηση άρχισε να είναι ελλειμματική. Ο άντρας τηλεφώνησε στον γιο του στο Πανεπιστήμιο και του είπε:

-«Είχες δίκιο γιε μου. Είμαστε βυθισμένοι σε πολύ μεγάλη κρίση»

O άνθρωπος που θα πίστευε τον εαυτό του ως απόλυτα καλό, θα ήταν πνευματικά ηλίθιος.

Αν η συνείδηση μας κάνει ανθρώπους, τότε και η ατέλεια είναι ένα διακριτικό χαρακτηριστκό του είδους μας. Οι άνθρωποι περνάμε σχεδόν τον περισσότερο χρόνο μας διορθώνοντας λάθη -φτάνει να διαβάσει κανείς μια οποιδήποτε εφημερίδα- παρά φτιάχνοντας πράγματα αξίας.

Η αποδοχή του στοιχείου αυτού του ανθρώπινου χαρακτήρα μας βοηθάει να είμαστε ταπεινοί και ακόμα πιο σημαντικό, μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε το τεράστιο πεδίο που έχουμε μπροστά μας για βελτίωση. Κάθε αποτυχία ή λάθος μας διδάσκει παράλληλα πως θα επιτύχουμε το καλύτερο. Τα άκαμπτα άτομα, που προσπαθούν να τα κάνουν όλα καλά, υποφέρουν από συνέπειες των ατελών πράξεων τους. Συνηθίζουν ενοχοποιούν τους άλλους για ό, τι τους βγαίνει άσχημα και χάνουν την ψυχραιμία τους όταν κάποιος τους επισημάνει ένα σφάλμα που μπορεί να έχουν κάνει.

Η πνευματική συμβολή που μας δίνει ο Νίτσε είναι αυτή: Δεν μπορούμε να φιλοδοξούμε να είμαστε πάντα καλοί και να τα κάνουμε όλα καλά, αρκεί απλώς η διάθεση να κάνουμε σήμερα τα πράγματα λίγο καλύτερα απ΄ ό,τι τα κάναμε χτες. Οι Ιάπωνες έχουν μία λέξη, «wabi-sabi», που προσδιορίζει την τέχνη της ατέλειας, σε αυτό που είναι ανολοκλήρωτο, ακανόνιστο και πρόσκαιρο υπάρχει ομορφιά και ζωή, γιατί εμπεριέχει τη λαχτάρα της φύσης να τελειοποιήσει τον εαυτό της.

Επιμέλεια: Κώστας Μπετινάκης-Μάριος Βελέντζας

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης