Σύνταξη-Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Ήταν σαν οι κολοσσοί της τεχνολογίας να επικολλούσαν την προειδοποίηση: «απαιτείται γονική συναίνεση», στις δηλώσεις του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Κατά τη διάρκεια της καταμέτρησης ψήφων, ο Πρόεδρος Trump έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του, ότι του κλέβουν τις εκλογές και το Twitter έβαλε προειδοποιητικές επισημάνσεις στους (ψευδείς) ισχυρισμούς του πάνω από δώδεκα φορές. «Αυτό το tweet αμφισβητείται και μπορεί να είναι παραπλανητικό», είναι το προειδοποιητικό μήνυμα που χρησιμοποιείται από τη πλατφόρμα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το Facebook ακολούθησε, επισημαίνοντας τις δημοσιεύσεις του Trump με την προειδοποίηση: «Η καταμέτρηση των ψήφων θα συνεχιστεί για ημέρες ή εβδομάδες». Ήταν οι προειδοποιητικές  επισημάνσεις, μια νίκη για τη δημοκρατία; Όχι, ήταν μια νίκη για τις δημόσιες σχέσεις του Twitter και του Facebook, που ήταν αναγκασμένα να δείξουν επαρκή αντίδραση, ώστε να μην κατηγορηθούν για (ακόμη μια)  παραβίαση της εκλογικής διαδικασίας.

Ως προϊόντα τεχνολογίας, οι προειδοποιητικές επισημάνσεις ήταν πολύ μικρές και ήρθαν πολύ αργά. Οι ενδείξεις ότι οι επισημάνσεις κάνουν την οποιαδήποτε διαφορά για τους χρήστες, είναι ελάχιστες. Επιπλέον, δεν σταμάτησαν τη ροή εκλογικού περιεχομένου σε μέσα  κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό συμβαίνει επειδή το επιχειρηματικό μοντέλο των μέσων είναι ένα: το τοξικό περιεχόμενο.

Η Silicon Valley δεν μπορεί να κατηγορηθεί εξ ολοκλήρου για την παραπληροφόρηση που διαμελίζει τη δημοκρατία – η τηλεόραση και οι εφημερίδες αποτελούν επίσης μέρος του προβλήματος. Αν ξανακοιτάξουμε τις εκλογές του 2020, θα τις θυμόμαστε για τις πάμπολλες καμπάνιες παραπληροφόρησης και τις «φούσκες» εναλλακτικής πραγματικότητας που αναπτύχθηκαν, εν μέρει, λόγω της τεχνολογίας που έχει σχεδιαστεί για να τις ενισχύει. Η φετινή, ήταν μια χρονιά όπου περίπου 70 υποψήφιοι για αξίωμα, ενστερνίστηκαν ανοιχτά τμήματα της τρελής διαδικτυακής θεωρίας συνωμοσίας QAnon και ένας από αυτούς – η Marjorie Taylor Greene της Georgia – εξελέγη στο Κογκρέσο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στο διαδίκτυο, η εβδομάδα των εκλογών μετατράπηκε σε ένα χάος ψευδών ισχυρισμών πως τα αποτελέσματα ήταν δόλια. Καθώς τα παραδοσιακά δίκτυα ειδήσεων παρενέβησαν για να διορθώσουν τις ανακρίβειες του προέδρου, οι σύμμαχοί του στράφηκαν σε ένα δίκτυο νέων και υπαρχουσών σελίδων στο Facebook, ομάδων και εκδηλώσεων για να κινητοποιήσουν οπαδούς και να πυροδοτήσουν τον εκφοβισμό των εργαζομένων στην καταμέτρηση των ψήφων (Το Facebook έκλεισε μέρος αυτής της δραστηριότητας, αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει).

Σίγουρα, οι εταιρείες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν γίνει οριακά πιο υπεύθυνες από το 2016. Τότε, ο διευθύνων σύμβουλος του Facebook, Mark Zuckerberg, αρνήθηκε να δεχτεί ότι οι ψευδείς ειδήσεις στο Facebook, μπορούν να επηρεάσουν τις εκλογές. Οι εταιρείες συντονίζονται τώρα για να εντοπίσουν ομάδες ξένων χωρών που επιδιώκουν την δημιουργία αναταραχής. Και δεν ήταν τυχαίο, πως αυτό το καλοκαίρι οι εταιρείες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να παίρνουν μια πιο σκληρή γραμμή σχετικά με τη ρητορική μίσους και την παραπληροφόρηση που συνδέονται – σαφώς – με σωματικές βλάβες, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης του βίντεο «Plandemic», σχετικά με την προέλευση της πανδημίας του κορωνοϊού.

Η Silicon Valley σηματοδότησε την εβδομάδα των εκλογών ως ένα είδος τεστ για τη δέσμευσή της στη δημοκρατία. Η Αμερική, όμως, ήταν ήδη ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί: οι πολίτες ήταν βαθιά πολωμένοι και η πανδημία του κορωνοϊού μετατόπισε την (πολιτική) ζωή του κόσμου στο διαδίκτυο. Το Facebook, το Twitter και η ιδιοκτήτρια του YouTube, Google, έκαναν μια σειρά από υποχωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων του περιορισμού ορισμένων πολιτικών διαφημίσεων και της ενθάρρυνσης της εγγραφής νέων ψηφοφόρων. Αποδείχτηκε ότι ήταν πολύ δύσκολο να περιοριστεί η εξάπλωση παραπληροφόρησης λόγω του τρόπου με τον οποίο είναι σχεδιασμένα να λειτουργούν, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η πιο ορατή αλλαγή των εταιριών το 2020 είναι ότι άρχισαν να αντιμετωπίζουν πιο άμεσα την παραπληροφόρηση που προέρχεται από τον Λευκό Οίκο. Το Twitter και το Facebook προσπάθησαν να διατηρήσουν μια λεπτή ισορροπία, στρεφόμενες στην προειδοποιητική  επισήμανση των αναρτήσεων του Trump, αντί να κλείσουν τους λογαριασμούς του. Αυτό ήταν αρκετό να τροφοδοτήσει ακόμη περισσότερες καταγγελίες για λογοκρισία από τους Ρεπουμπλικάνους. Μέσα σε αυτα τα στενά περιθώρια, το Twitter φάνηκε να είναι πιο αποφασισμένο. Έθεσε πιο αυστηρούς κανόνες και έκρυβε γρήγορα τις αναρτήσεις (από τον επικεφαλής της παραπληροφόρησης του Λευκού Οίκου) πίσω από προειδοποιητικές επισημάνσεις. Ήταν το πρώτο μέσο που επισήμανε ένα tweet του Trump, ότι περιέχει παραπληροφόρηση σχετικά με τον κορωνοϊό, τον Μάιο.

Το Facebook σηματοδότησε μερικές δημοσιεύσεις την εβδομάδα των εκλογών με μια πολύ ήπια προειδοποίηση, στο κάτω μέρος της ανάρτησης: «θα μπορούσατε να αποσυνδεθείτε για να το εξαφανίσετε». Επισημάνσεις υπήρξαν και στο YouTube αλλά, κατά περίεργο τρόπο, τις έβαλαν σε όποιο βίντεο αναφέρονταν στις εκλογές – θεωρίες συνωμοσίας και νόμιμα πρακτορεία ειδήσεων μαζί.

Οργανισμοί που αγωνίζονται ενάντια στην παραπληροφόρηση και το μίσος στο Διαδίκτυο εδώ και χρόνια, χαρακτήρισαν τις προειδοποιήσεις ανεπαρκείς . «Η προσθήκη αποποίησης ευθυνών σε αρκετές από τις δημοσιεύσεις του Trump στο Facebook και το Twitter είναι ο χαμηλότερος δυνατός πήχης για αυτές τις εταιρείες, αν και αντιπροσωπεύει πρόοδο που έχει πάρει χρόνια, για να υλοποιηθεί», δήλωσε η Arisha Hatch, εκτελεστική διευθύντρια της ομάδας πολιτικών δικαιωμάτων Color Of Change PAC.

Αυτό που έλειπε, σε μεγάλο βαθμό, από την απάντηση της Big Tech, ήταν κάποια βασικά σχόλια για το σχεδιασμό των προϊόντων τους : λειτουργούν πραγματικά οι προειδοποιήσεις;

Το να βλέπεις το διαδικτυακό προφίλ του Trump γεμάτο με τόσες πολλές προειδοποιήσεις σίγουρα έχει ένα θετικό αντίκτυπο. Το επιχείρημα υπέρ των προειδοποιήσεων είναι ότι προσθέτουν τουλάχιστον κάποιο εξωτερικό περιεχόμενο σε ένα μέσο που υπό άλλες συνθήκες, το αφαιρεί.

Όμως, η επισήμανση ψευδών ισχυρισμών μπορεί επίσης να επιδεινώσει τα πράγματα. Οι προειδοποιήσεις μπορούν να προσελκύσουν άτομα, απλά από περιέργεια. Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι οι προειδοποιήσεις ελέγχου στοιχείων σχετικά με παραπληροφόρηση μπορούν να υποδηλώσουν – εσφαλμένα – ότι οι αναρτήσεις χωρίς προειδοποιήσεις έχουν  ελεγχθεί ως αληθείς. Και οι φανατικοί της ιδεολογίας, έχουν την τάση να επιτίθενται απλώς στους ανθρώπους που κάνουν τη σήμανση. Ο Trump δημοσίευσε την περασμένη Πέμπτη: «Το Twitter είναι εκτός ελέγχου» (Αυτό το tweet δεν έλαβε επισήμανση, βέβαια).

Η Kate Starbird, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Washington, η οποία μελετά την τέχνη της παραπληροφόρησης, λέει ότι μόνο οι ίδιες οι εταιρείες γνωρίζουν πόσο αποτελεσματική ήταν η επισήμανση παραπληροφόρησης, κατά τη διάρκεια των εκλογών, για  τον περιορισμό της ανάγνωσης τους από τους χρήστες. Οι εταιρείες, είτε το πιστεύουν είτε όχι, λένε ότι δεν ξέρουν. Το Facebook αναφέρθηκε σε μια μελέτη του 2019 που διαπίστωσε ότι η επισήμανση ψευδών ειδήσεων στο Facebook μείωσε την πρόθεση των χρηστών να το μοιραστούν στο δικό τους δίκτυο. Η εκπρόσωπος του YouTube Ivy Choi, είπε: «Είναι ακόμα πολύ νωρίς για να ξέρουμε, θα το ανακοινώσουμε κάποια στιγμή στο μέλλον».

Υπάρχει ένας τρόπος με τον οποίο οι προειδοποιήσεις θα μπορούσαν σίγουρα να είναι πιο αποτελεσματικές, συμφωνούν οι ειδικοί της παραπληροφόρησης: καθιστώντας πρακτικά πιο δύσκολο να μοιράζουμε την παραπληροφόρηση – προσθέτοντας εμπόδια ταχύτητας στον αυτοκινητόδρομο πληροφοριών. Το Facebook είπε την Παρασκευή ότι είχε προσθέσει ένα μικρό εμπόδιο, αναγκάζοντας τους χρήστες να διαβάσουν ένα επιπλέον μήνυμα προτού μπορέσουν να μοιραστούν την επισημασμένη ανάρτηση. Το Twitter ήταν το μόνο που έκανε μια σημαντική προσπάθεια το βράδυ των εκλογών. Τα tweets του Trump που καλύπτονταν από επισημάνσεις προειδοποίησης, ήταν προσιτά μόνο με κλικ και δεν εμφάνιζαν τα retweets  και τα likes. Επιπρόσθετα, δεν μπορούσαν να κοινοποιηθούν χωρίς να προστεθεί το σχόλιο του χρήστη στην αρχή του μηνύματος.

Ο εκπρόσωπος του Twitter Nicholas Pacilio, διευκρίνισε πως η εταιρεία δεν ξέρει πόσο αποτελεσματικά ήταν αυτά τα βήματα. Είπε ότι υπάρχουν στοιχεία από τον Συνεταιρισμό για την Ακεραιότητα των Εκλογών, ότι η προειδοποίηση και αποτροπή των retweets σε μία από τις προηγούμενες επιθέσεις του Trump, κατά της ψηφοφορίας μέσω επιστολικής ψήφου, μείωσε μέρος της παραπληροφόρησης. Αλλά το περασμένο Σάββατο, μετά την ανακοίνωση της πρόβλεψης ότι ο Trump χάνει τις εκλογές, ο πρόεδρος επέστρεψε στο Twitter με ισχυρισμούς περί εκλογικής απάτης. Και αυτή τη φορά, το Twitter χαρακτήρισε τον ισχυρισμό του ως «αμφισβητούμενο» χωρίς, όμως, να προσθέσει καμία από τις προηγούμενες προσπάθειες μείωσης της ταχύτητας, προκειμένου να περιορίσει τη διάδοσή του.

«Δεν θα εφαρμόζουμε πλέον προειδοποιήσεις σε tweets που σχολιάζουν το εκλογικό αποτέλεσμα», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Twitter, Brandon Borrman. «Θα συνεχίσουμε να παρέχουμε πρόσθετο περιεχόμενο στα tweets που αφορούν την ακεραιότητα της διαδικασίας και θα προχωρήσουμε σε επόμενα βήματα όπου αυτό είναι απαραίτητο».

Με λίγα λόγια, η Silicon Valley έκανε πολύ λίγα για να μειώσουν το πιο ισχυρό χαρακτηριστικό του προϊόντος τους: πώς να γίνονται οι πληροφορίες τους viral. Ας είμαστε ξεκάθαροι. Η Silicon Valley έκανε, τελικά (μόνο) μια σημαντική αλλαγή μεταξύ 2016 και 2020: επιτέλους αναγνώρισε ότι υπάρχει η αλήθεια. Δυστυχώς, η εβδομάδα των εκλογών αποκάλυψε ότι οι εταιρείες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, δεν έχουν ακόμη δεχτεί να ενσωματώσουν την αλήθεια στις επιχειρήσεις τους. Παρόλο που είχαν χρόνια να προετοιμαστούν – και σαφή ένδειξη της πρόθεσης παραπληροφόρησης από τον Trump (και άλλους) – οι ενέργειες τους, κατά την εβδομάδα των εκλογών, ήταν (σε μεγάλο βαθμό) κινήσεις τακτικής. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, έθεσαν τους κανόνες με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν ότι θα μπορούσε να τους βοηθήσει να ξεφύγουν από τον αρνητικό κύκλο ειδήσεων της ημέρας. Ακόμη και οι περιορισμοί των πολιτικών διαφημίσεων την εβδομάδα των εκλογών, ενώ ήταν πιθανώς χρήσιμες, ήταν προσωρινές.

Σε σχόλια του προς τους υπαλλήλους του, τον Οκτώβριο, ο Zuckerberg ανέφερε ότι το Facebook θα επανέλθει στο «business as usual», μετά το τέλος των εκλογών στις ΗΠΑ, με λιγότερες απαγορεύσεις και λιγότερη εποπτεία περιεχομένου. «Μόλις ξεπεράσουμε αυτά τα γεγονότα και τα επιλύσουμε ειρηνικά, δεν περιμένω να συνεχίσουμε να υιοθετούμε πολιτικές που περιορίζουν το περιεχόμενο», είπε, σύμφωνα με το BuzzFeed News.

Ερωτηθείς για τα σχόλια του Zuckerberg, ο εκπρόσωπος του Facebook Andy Stone, είπε: «Σημαντικά γεγονότα στον κόσμο μας οδήγησαν να αλλάξουμε μερικές από τις πολιτικές μας, αλλά όχι τις αρχές μας».

«Δεν έχει γίνει παραδεκτό, σε ικανοποιητικό βαθμό, πως το πρόβλημα είναι η δομή των κινήτρων τους, η δομή που επιδιώκει την προσοχή και προσκόλληση του χρήστη και καθοδηγείται αλγοριθμικά, ώστε να μπορεί να κρατά περισσότερα μάτια σε περισσότερο περιεχόμενο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα», λέει η Nina Jankowicz, συγγραφέας του βιβλίου: «Πώς να χάσετε τον πόλεμο της πληροφορίας». Το πιο πολύτιμο πλεονέκτημα του Facebook, του Twitter και του YouTube είναι η προσοχή μας και η δημιουργία αντιπαραθέσεων τους βοηθά να την διατηρήσουν. Όσο περισσότερο χρόνο ξοδεύουμε με τις εφαρμογές μας και στους ιστοτόπους τους, τόσο περισσότερες διαφημίσεις μπορούν να μας δείξουν. Αυτή η πρόσφατη σεζόν των ψεμάτων ήταν χρυσός για αυτές τις επιχειρήσεις (τα έσοδα από διαφημίσεις του Facebook αυξήθηκαν κατά 22% το τελευταίο τρίμηνο.)

Μεταξύ των εταιριών τεχνολογίας, το Twitter φαίνεται να είναι το πιο πρόθυμο να πειραματιστεί (τουλάχιστον) με αλλαγές προϊόντων για να επιβραδύνει τη διάδοση πληροφοριών, ακόμη και αν αυτό διακόπτει την ενασχόληση μας με την υπηρεσία του. Αλλά δεν έχει δεσμευτεί να διατηρήσει κανένα από τα εμπόδια που είχε επιβάλει τον Οκτώβριο.

Η Ivy Choi, του YouTube είπε ότι η εταιρεία έχει προνοήσει για να εξασφαλίσει ελεγκτές ειδήσεων στα αποτελέσματα αναζήτησης και τις προτάσεις του. «Περιορίζουμε τις συστάσεις μας σε ένα ευρύ φάσμα περιεχομένου με παραπλανητικούς ισχυρισμούς, για παράδειγμα αβάσιμους ισχυρισμούς για απάτη στις εκλογές ή πρόωρες δηλώσεις νίκης», είπε. Ωστόσο, το αυθεντικό περιεχόμενο συνδυάζεται άψογα στο YouTube με βίντεο από θεωρίες συνωμοσίας και άλλες αναξιόπιστες πηγές.

Αντί να επισημαίνουν τα ψέματα, ίσως τα μέσα δικτύωσης  θα πρέπει να επικεντρωθούν στο να βρουν πώς να μειώσουν το κοινό στο οποίο απευθύνονται οι ψεύτες. Η Laura I. Gómez, πρώην υπάλληλος του Twitter και ιδρυτής της ομάδας υποστήριξης της ποικιλομορφίας, Project Include, υποστηρίζει εδώ και μια δεκαετία, μια πιο αυστηρή πολιτική κατάργησης λογαριασμών για επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις – «ειδικά αν είστε ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών», λέει.

Επιπρόσθετα: πώς μπορεί κανείς να σταματήσει να προωθεί ψεύτες; Ο καθηγητής επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, Marshall Van Alstyne έχει μια πρόταση: οι εταιρείες τεχνολογίας θα μπορούσαν να ανακοινώσουν ότι οι χρήστες που πιάνονται να ψεύδονται θα υφίστανται περιορισμό των δικτύων τους και καθυστέρηση των μηνυμάτων τους. Αν έχεις 500.000 ακόλουθους σήμερα, θα μειωθούν σε 250.000 και τα μηνύματά σου θα κυκλοφορήσουν την επόμενη εβδομάδα. Η επανάληψη ψεμάτων, θα μείωνε το κοινό ακόμη περισσότερο. «Είσαι ακόμα στην πλατφόρμα και εξακολουθείς να έχεις τη δυνατότητα να πεις ότι θέλεις, συμπεριλαμβανομένων ψεμάτων. Η διαφορά, ωστόσο, είναι ότι δεν μπορούν να προωθηθούν», είπε ο Van Alstyne. «Προκειμένου να εκτεθούν σε παραπληροφόρηση, οι χρήστες θα έπρεπε να την αναζητήσουν – σε αντίθεση με το να τους την προωθείς μέσα στη ροή ειδήσεων».

Υπάρχουν πολλές ιδέες σαν αυτή, εάν οι εταιρείες τεχνολογίας είναι πρόθυμες να ακούσουν. Η παραπληροφόρηση θα συνεχίσει να κυκλοφορεί στο διαδίκτυο έως ότου η Silicon Valley αντιμετωπίσει το επόμενο μεγάλο τεχνολογικό πρόβλημα της: πώς να κάνει την αλήθεια να ταξιδεύει γρηγορότερα από τα ψέματα.

Πηγή: The Washington Post

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης