Τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Eurostat παρουσιάζουν μια εικόνα που ξεχωρίζει «εντυπωσιακά» από την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση: την περίοδο 2004–2024 το πραγματικό κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά περίπου 22 % σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, ωστόσο η Ελλάδα και η Ιταλία αποτελούν τις μοναδικές δύο χώρες, όπου το πραγματικό αυτό εισόδημα παρουσίασε μείωση.
Italia e Grecia: unici paesi UE dove le famiglie sono più povere di 20 anni fa (-4% e -5% reddito reale pro capite, Eurostat 2024).
Il reddito da lavoro non basta più, per questo è indispensabile investire sin da giovani – ma non è mai troppo tardi – in azioni o ETF globali;… pic.twitter.com/zi8RzJpIYS
— Massimo Matricini (@massy978) December 3, 2025
Συγκεκριμένα η Ελλάδα παρουσίασε πτώση της τάξεως του 5,2% ενώ η Ιταλία σημείωσε μείωση περίπου 4 % την ίδια χρονική περίοδο, όπως καταγράφεται στην αναλυτική δημοσίευση της Eurostat το Νοέμβριο του 2025.
🇪🇺 In 2024, the average annual full-time adjusted salary for employees in the EU was €39,800, reflecting a 5.2% increase from 2023.
Highest in:
🇱🇺 Luxembourg (€83,000)
🇩🇰 Denmark (€71,600)Lowest in:
🇧🇬 Bulgaria (€15,400)
🇬🇷 Greece (€18,000)(Eurostat)
— World of Statistics (@stats_feed) November 14, 2025
Η σύγκριση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι ακόμη πιο αποκαλυπτική: ενώ η πλειονότητα των κρατών-μελών είδε το βιοτικό επίπεδο να βελτιώνεται σταθερά μέσα σε δύο δεκαετίες, η Ελλάδα και η Ιταλία κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση, παραμένοντας κάτω από τα επίπεδα εισοδήματος του 2004.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η εικόνα επιβεβαιώνεται και από επιμέρους μετρήσεις, μέσω των οποίων αναδεικνύεται ότι το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών, εξακολουθεί να βρίσκεται χαμηλότερα από τα επίπεδα πριν από την κρίση και ουσιαστικά δεν έχει ανακάμψει ούτε μετά την τελευταία περίοδο αύξησης των μισθών και μείωσης της ανεργίας. Αυτό συνεπάγεται πως χωρίς να υποχωρήσει ο πληθωρισμός και χωρίς ουσιαστικές αυξήσεις στους καθαρούς μισθούς, η χώρα δεν κατορθώνει να ανακτήσει το χαμένο έδαφος των προηγούμενων δεκαετιών.
Olivier Delorme : La Grèce après plus de dix ans de politiques imposées par l’UE.
A niveau de prix égal, le salaire moyen a baissé de 35% entre 2009 et 2022. Sans l’inflation!
Le laboratoire grec : le présent des Grecs est votre avenir si nous restons dans l’euro et dans l’UE. pic.twitter.com/O4tx956qr3— Diane Lagrange (@Diane_Lagrange) June 19, 2024
Η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών παραμένει ασθενής, ενώ οι αυξήσεις των μισθών συχνά εξανεμίζονται από το υψηλό κόστος ζωής, ειδικά στα πεδία της ενέργειας, της σίτισης και της στέγασης. Αντίστοιχα στην Ιταλία, η πορεία του πραγματικού εισοδήματος, επιβεβαιώνει μια μακροχρόνια τάση στασιμότητας.
Η Eurostat καταγράφει πτώση σχεδόν 4 % σε είκοσι χρόνια, ενώ αναλύσεις του Reuters και της OECD, που εξετάζουν τα ίδια δεδομένα, επισημαίνουν ότι η Ιταλία είναι από τις λίγες ανεπτυγμένες χώρες, όπου οι πραγματικοί μισθοί έχουν μειωθεί διαχρονικά, ακόμη και σε περιόδους ανάπτυξης.

Η μείωση των εισοδημάτων εκ των πραγμάτων μειώνει την αγοραστική δύναμη των πολιτών
Η χώρα αντιμετωπίζει δομικές αδυναμίες, όπως χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας, αργούς ρυθμούς τεχνολογικού εκσυγχρονισμού και ένα σύστημα εργασιακών συμβάσεων, που συχνά καθυστερεί τις μισθολογικές αναπροσαρμογές. Το αποτέλεσμα είναι ότι η αγοραστική δύναμη των Ιταλικών νοικοκυριών έχει υποχωρήσει, ενώ η χώρα βρίσκεται πιο κοντά στο «μοντέλο στασιμότητας», παρά στην Ευρωπαϊκή μέση πορεία προόδου.
Οι οικονομολόγοι που σχολιάζουν τα στοιχεία της Eurostat, οδηγούνται σε ένα κοινό συμπέρασμα: η υποχώρηση των πραγματικών εισοδημάτων στην Ελλάδα και την Ιταλία, δεν οφείλεται απλώς σε πρόσφατες κρίσεις ή εξωτερικές αναταράξεις, αλλά σε βαθύτερα και μακροχρόνια διαρθρωτικά προβλήματα.
Αναφέρουν ότι στις δύο χώρες η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται με πολύ βραδείς ρυθμούς, σε αρκετές περιπτώσεις αυξάνεται μεν, αλλά οι μισθοί δεν ακολουθούν.
Παράλληλα, ο πληθωρισμός και οι υψηλοί έμμεσοι φόροι «διαβρώνουν» τα καθαρά εισοδήματα, ενώ το κόστος ζωής, ειδικά στη στέγαση, αυξάνεται ταχύτερα από τους μισθούς.
Στην Ελλάδα, την κατάσταση επιβαρύνει η βαριά φορολογική επιβάρυνση των νοικοκυριών και η μακρά περίοδος λιτότητας που άφησε βαθιά αποτύπωση. Στην Ιταλία, οι αναλυτές της OECD επισημαίνουν ότι το μισθολογικό σύστημα καθυστερεί στην αναπροσαρμογή, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να χάνουν την αγοραστική τους δύναμη, κάθε φορά που ο πληθωρισμός επιταχύνεται.
Στο σύνολό της, η εικόνα που προκύπτει από τη Eurostat, και που επιβεβαιώνουν οι αναλυτές, δείχνει ότι η Ελλάδα και η Ιταλία βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα διαχρονικό φαινόμενο: οι μισθοί και τα εισοδήματα δεν ακολουθούν το κόστος ζωής, ούτε την ευρωπαϊκή πορεία εξέλιξης. Οι παράγοντες που δημιουργούν τη διαφορά είναι μακροχρόνιοι, δομικοί και πολυεπίπεδοι.

Πάρα πολλοί Έλληνες και Ιταλοί δυσκολεύονται να καλύψουν ακόμη και τις βασικές τους υποχρεώσεις
Και καθώς άλλες χώρες της ΕΕ έχουν καταφέρει να ενισχύσουν σταδιακά το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών τους, η Ελλάδα και η Ιταλία παραμένουν οι δύο εξαιρέσεις, δύο οικονομίες που βρίσκονται σε παγίδα χαμηλών μισθών και υψηλού κόστους ζωής, με αποτέλεσμα η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου να παραμένει διαχρονικά υποτονική.
Τα πιο πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι οι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα έχουν υποχωρήσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια, και αυτό παρά τις όποιες, έστω μικρές, αυξήσεις σε μισθούς ή ωρομίσθια.
Σύμφωνα με έρευνα της ΙΝΕ ΓΣΕΕ, την περίοδο 2009-2024 ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός στη χώρα μειώθηκε κατά 32,8%. Ειδικά την περίοδο 2019-2024, η μείωση ήταν 1,1%, παρά το γεγονός ότι το 2023-2024 είχε καταγραφεί ονομαστική αύξηση του μέσου μισθού κατά 2,9%.
Σε επίπεδο ωρομισθίων, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 1,2% στο σύνολο της οικονομίας ανάμεσα σε 2019–2024, το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο μειώθηκε κατά 4,7%. Η ανισορροπία ανάμεσα στην παραγωγικότητα και την αμοιβή της εργασίας, σημαίνει ότι η αύξηση της παραγωγικότητας δεν μετουσιώνεται σε αυξημένη αγοραστική δύναμη για τους εργαζόμενους.

Προτελευταία σε αγοραστική δύναμη η χώρα μας στην Ευρώπη
Αυτό έχει σοβαρές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις: το 2024 η Ελλάδα καταγράφει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης για μισθωτούς, 8,8%, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Παράλληλα, ακόμη κι όταν το ονομαστικό εισόδημα αυξάνεται (όπως το 2024- αύξηση 4,7% στο μέσο μισθό), τα πραγματικά εισοδήματα (δηλαδή μετά πληθωρισμό, κόστος ζωής κλπ.) μειώνονται, σύμφωνα με την έκθεση ΟΟΣΑ. Συνολικά: στην Ελλάδα, υπάρχει μια διαρθρωτική τάση υποχώρησης των πραγματικών μισθών και της αγοραστικής δύναμης, όχι ως παροδικό φαινόμενο, αλλά σε βάθος δεκαετιών. Η αύξηση της παραγωγικότητας δεν μεταφράζεται σε αύξηση εισοδήματος για τα νοικοκυριά και η φτώχεια ή η υλική στενότητα, πλήττει σημαντικό μέρος της εργαζόμενης τάξης.
In 2024, the average annual full-time adjusted salary for employees in the EU was €39 800, reflecting a 5.2% increase from 2023.
Highest in:
🇱🇺 Luxembourg (€83 000)
🇩🇰 Denmark (€71 600)Lowest in:
🇧🇬 Bulgaria (€15 400)
🇬🇷 Greece (€18 000)More ➡️ https://t.co/PQwqC4YzWE pic.twitter.com/YAzdlCy4ha
— EU_Eurostat (@EU_Eurostat) November 12, 2025
Η κατάσταση στην Ιταλία
Η Ιταλία, σύμφωνα με διεθνείς αναλύσεις, αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα «κρατών με μισθούς που δεν ακολουθούν τον πληθωρισμό». Σύμφωνα με δημοσίευση του Ειδησεογραφικού Πρακτορείου Reuters (2025), η Ιταλία μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών, είναι ίσως η μόνη όπου οι πραγματικοί μισθοί (adjusted for inflation) μειώθηκαν μεταξύ 1990 και 2020. Reuters
Το ίδιο επιβεβαιώνει έκθεση της OECD: η Ιταλία καταγράφει τη μεγαλύτερη πτώση πραγματικών μισθών μεταξύ των μεγάλων οικονομιών του ΟΟΣΑ. Ακόμα και αν πρόσφατα υπήρξε κάποια αύξηση στους μισθούς, τα κέρδη αυτά δεν επαρκούν για να αναπληρώσουν την απώλεια λόγω πληθωρισμού. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση OECD, στα μέσα του 2025 οι πραγματικοί μισθοί στην Ιταλία παραμένουν περίπου 7,5% χαμηλότεροι από τα επίπεδα του αρχικού 2021, πριν την έκρηξη του πληθωρισμού.
Η ύπαρξη αυτού του φαινομένου δεν αποδίδεται μόνο σε προσωρινές συγκυρίες. Μελέτες επιβεβαιώνουν πως πρόκειται για μακροχρόνια στασιμότητα, με σημαντικά δομικά προβλήματα: χαμηλή παραγωγικότητα, υπό-επένδυση στην τεχνολογία και την καινοτομία, έλλειψη ώθησης στους συλλογικούς μισθούς και μειωμένη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων.

Για ακόμη μια φορά αποθαρρυντικά τα στοιχεία για τη χώρα μας
Έρευνα του 2025 δείχνει πως η σταθερότητα στην εργασία, δηλαδή σταθερά συμβόλαια, μόνιμη απασχόληση και κοινωνικές παροχές, είναι κρίσιμοι παράγοντες για την αποφυγή της «νομισματικής φτώχειας» και τη διατήρηση αξιοπρεπούς εισοδήματος. Με λίγα λόγια: στην Ιταλία, οι μισθοί έχουν «σταματήσει» να μεγαλώνουν σε πραγματικούς όρους, ακόμη και όταν το ονομαστικό ποσό ανεβαίνει, και πολλοί εργαζόμενοι βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να συρρικνώνεται, παραμένοντας κολλημένοι σε επίπεδα που δεν επαρκούν για αξιοπρεπή διαβίωση.
Κοινά προβλήματα — ποιες είναι οι αιτίες
Από την σύγκριση των δύο περιπτώσεων προκύπτουν αρκετά κοινά μοτίβα:
–Στασιμότητα ή πτώση πραγματικών μισθών, παρά πιθανές ονομαστικές αυξήσεις. Οι λόγοι: πληθωρισμός, αύξηση κόστους ζωής, χαμηλοί ρυθμοί αναπροσαρμογής των μισθών.
–Αποσύνδεση παραγωγικότητας – μισθών: σε πολλές περιπτώσεις η παραγωγικότητα της εργασίας (δηλαδή το πόσο παράγουμε ανά ώρα) αυξάνεται, αλλά το ωρομίσθιο ή οι συνολικές απολαβές δεν ακολουθούν. Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι δεν καρπώνονται τα κέρδη της αύξησης παραγωγικότητας.
–Συλλογική διαπραγμάτευση & διαπραγματευτική δύναμη χαμηλή: σε χώρες όπως η Ιταλία, η αποδυνάμωση των Συνδικάτων ή η σπάνια ανανέωση Συλλογικών Συμβάσεων επιδεινώνει την αδυναμία των εργαζομένων να διαπραγματευτούν μισθούς που να προστατεύουν την αγοραστική δύναμη. Φόροι, εισφορές, κόστος διαβίωσης: ακόμη κι αν οι μισθοί αυξηθούν ονομαστικά, το τελικό καθαρό ποσό (μετά φόρους και εισφορές) μπορεί να μειωθεί ή να μην επαρκεί για τις βασικές ανάγκες, ειδικά αν τα έσοδα από μισθούς δεν κρατούν τον ρυθμό με τις τιμές και τα κόστη.
–Δομικές αδυναμίες στην οικονομία: χαμηλή επένδυση, χαμηλή καινοτομία, προβλήματα στην παραγωγικότητα — παράγοντες που μακροπρόθεσμα περιορίζουν την ικανότητα μιας οικονομίας να προσφέρει βιώσιμες αυξήσεις μισθών.
Συμπέρασμα — τι δείχνουν τα στοιχεία συνολικά
Η εμπειρική μαρτυρία από Ελλάδα και Ιταλία δείχνει πως δεν πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο, αλλά για μακροχρόνια τάση: οι πραγματικοί μισθοί και η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων συρρικνώνονται ή μένουν στάσιμοι, με συνέπειες για την ποιότητα ζωής, την κοινωνική ευημερία και την οικονομική σταθερότητα των νοικοκυριών.
Παρά τις όποιες ονομαστικές αυξήσεις και παρά την αύξηση παραγωγικότητας σε πολλές περιπτώσεις, το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού βιώνουν πραγματική μείωση της οικονομικής τους ισχύος.
Αυτό δεν είναι απλώς ζήτημα «κακών συγκυριών», αλλά αποτέλεσμα διαρθρωτικών προβλημάτων: τρόπος λειτουργίας της αγοράς εργασίας, αποδυνάμωση συλλογικών διαπραγματεύσεων, αδυναμία μετατροπής της παραγωγικότητας σε πραγματικά εισοδήματα, φορολογική & εισφορολογική πίεση, και γενικά δομικές αδυναμίες των οικονομικών μοντέλων των δύο χωρών.
Οι προφητικές δηλώσεις του διάσημου Νομπελίστα Οικονομολόγου Νουριέλ Ρουμπινί
Το 2010, σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο CNBC, ο Roubini δήλωσε ότι «η Ελλάδα είναι σχεδόν χρεοκοπημένη» («Greece is nearly insolvent») και ότι το τότε πακέτο διάσωσης δεν πρόκειται «να δουλέψει». Σύμφωνα με τον ίδιο, η μόνη ρεαλιστική λύση θα ήταν η ριζική αναδιάρθρωση του χρέους ή η έξοδος από το ευρώ.
Την ίδια περίοδο προειδοποίησε ότι αν η κρίση στην Ελλάδα διολισθήσει ανεξέλεγκτα, οι συνέπειες δεν θα περιοριστούν μόνο στη χώρα, αλλά μπορούν να προκαλέσουν «ντόμινο» σε άλλες αδύναμες οικονομίες της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης και της Ιταλίας.

Ο Νομπελίστας οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί
Το 2013, μιλώντας σε εκδήλωση στην Ιταλία, χαρακτήρισε την Ιταλία ως «κίνδυνο για «τσουνάμι» για ολόκληρη την Ευρωζώνη, εξαιτίας της πολιτικής αστάθειας, της έλλειψης μεταρρυθμίσεων και των οικονομικών προβλημάτων που απορρέουν.
Σύμφωνα με τον Ρουμπινί, η Ιταλία δεν έχει βιώσει ανάπτυξη για περισσότερα από 15 χρόνια και λόγω της αποτυχίας να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, στα αγαθά και στην παραγωγή, «γυρίζει» στα επίπεδα του ΑΕΠ του 1992–1993.
Πιο πρόσφατα, το 2023, σε δημόσια τοποθέτηση, που έγινε στο πλαίσιο διεθνούς φόρουμ, ο Νουριέλ Ρουμπινί, προειδοποίησε ότι η παγκόσμια οικονομία και μαζί η Ευρώπη, αντιμετωπίζουν πολλαπλές προκλήσεις: γεωπολιτικές εντάσεις, ενεργειακή αστάθεια, τεχνολογικές αλλαγές, πληθωριστικές πιέσεις και καλούνται να επιλύσουν πολύ δύσκολες εξισώσεις λαμβάνοντας γενναίες αποφάσεις.
