Κάθε μέρα το ίδιο πρόβλημα. Μόλις φτάνει η ώρα του φαγητού ο μπόμπιρας τρέχει να κρυφτεί. Δεν θέλει να ακούει λέξεις όπως, μαμ, φαγητό, γιάμι, νοστιμότατο…
Τι να του κάνω φάλαγγα, τι να τον βάλω τιμωρία στην γωνία, τι να του πάω το φαγητό του αχνιστό, είναι το ίδιο πράγμα. «Στόμα ερμητικά κλειστό». Είχε αρχίσει να χάνει βάρος και αυτό ήταν που με ανησυχούσε περισσότερο.
Ειλικρινά δεν ήξερα τι να κάνω. Εν εξαιρέσει βεβαίως τις Κυριακές. Τότε έτρεχε να πιάσει θέση, να βοηθήσει και να τοποθετήσει και τους καλεσμένους. Είχαμε το «Μόνο την Κυριακή»!
Κατέφυγα στην μαμά. Το τηλέφωνο έπιασε φωτιά και αναζητούσα τα αίτια της αποστροφής του παιδιού από το φαγητό στο δικό μου και του πατέρα του το DNA.
Όχι, δεν υπήρχε σύγκριση. Εγώ καταβρόχθιζα, το ίδιο και ο μπαμπάς του! Τελικά ο γιατρός και κυρίως ο ψυχολόγος θα μου έδιναν την απάντηση.
Το μωρό μου θεωρεί την ώρα του φαγητού μια αγγαρεία. Δεν διανοείται ότι θα πρέπει να φάει μόνο του. Εξ ου και το κυνηγητό για μια μπουκίτσα.
Θέλει την μαμά και τον μπαμπά στο τραπέζι. Θεωρεί πως είναι ιεροτελεστία το φαγητό και για εκείνο είναι η μοναδική ώρα που μπορεί να τους έχει και τους δύο μαζί.
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι το βράδυ που έστρωνα το τραπέζι για τον πατέρα του, μαζευόταν σαν σπουργιτάκι και θρόνιαζε στο καρεκλάκι του, περιμένοντας ψιχουλάκια από το φαγητό.
Η χαρά του ήταν ανομολόγητη κάθε φορά που είχαμε προσκεκλημένους και σαν καλός οικοδεσπότης πρόσεχε μην λερωθεί και ήθελε να αποδείξει ότι ήταν «μεγάλος».

Αν δεν μου τα έλεγε ο παιδοψυχολόγος, δεν θα μπορούσα να καταλάβω. Ακόμη θα έκανα σαν την κλασική μητρική φιγούρα που φωνάζει, «Μιχαλάκη, έλα να φας παιδί μου…»
Αλλάξαμε λίγο την ώρα του φαγητού του πρίγκιπά μας και την προσαρμόσαμε, όταν θα ήμασταν και οι δύο στο σπίτι.
Ζητήσαμε από τις γιαγιάδες και τους παππούδες, όταν θα τον κρατούν να φροντίζουν να τρώνε όλοι μαζί στο τραπέζι.
Ακόμη, σταματήσαμε τα μπουκίτσα, πατατούλα και τα υπόλοιπα υποκοριστικά και το φαγητό σε μεγάλο πιάτο, «αυτό που τρώνε οι μεγάλοι». Έτσι το αγοράκι μου δεν έφευγε τρέχοντας για να παίξει με τα παιχνίδια του.
Το πιο σημαντικό είναι να χάνουμε τις παραδοσιακές μας αξίες, σύμφωνα με τις οποίες μεγαλώσαμε. Το μεσημεριανό τραπέζι ήταν και είναι η στιγμή που συγκεντρώνεται η οικογένεια για φαγητό (Μυστικός Δείπνος για τη θρησκεία μας, ώρα συνάντησης και ανταλλαγής απόψεων για τους μετέπειτα Παρνασσιστές) από αρχαιοτάτων χρόνων.
Φαίνεται ότι αυτό το είχε καταλάβει ο μπόμπιράς μου καλύτερα από εμάς που τρέχαμε να αδράξουμε τη μέρα, παραμελώντας την βασική αξία της οικογένειας.
Έτσι, τρεις η ώρα, το μωρό μου σταματούσε το παιχνίδι, γύριζε προς την γιαγιά του και την ρωτούσε, «Πού είναι ο μπαμπάς και η μαμάς;» Βιολογικά ήξερε πως είναι η ώρα που έρχονται οι γονείς του για φαγητό.
Σταμάτησαν τα κλάματα και το κυνηγητό μέσα στο σπίτι. Κουτάλι και πιρούνι και ξεκινούσε για εκείνον το γλέντι, αναφωνώντας, «Μαμά κοίτα!» και μια τεράστια μπουκιά κατέληγε στο μικρό του στοματάκι.
Εμείς παίζαμε μαζί του, πότε κάνοντας το αεροπλανάκι, όταν το φαγητό δεν ήταν της αρεσκείας του και πότε αφήνοντάς τον να σκαλίζει το πιάτο, όταν πια είχε χορτάσει.
Έμαθα κι εγώ κάτι όμως από αυτή την υπόθεση, η κλώσσα δίνει στο στόμα την τροφή στα κοτοπουλάκια της, εγώ πώς ήταν δυνατόν να άφηνα το δικό μου κοτοπουλάκι να τρώει μόνο του;
«Ποτέ ξανά… μόνο Κυριακή!», από εδώ και στο εξής κάθε μέρα να φροντίζουμε να τρώμε όλοι μαζί η οικογένεια, όταν οι υποχρεώσεις μας το επιτρέπουν.

