Επιμέλεια: Άντζελα Πεΐτση
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας και οι προοπτικές ανάπτυξης αυτής θα βρεθούν στο επίκεντρο της συνάντησης που θα έχει σήμερα ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα.
Στο πλαίσιο αυτό, οι κ.κ. Μητσοτάκης και Στουρνάρας θα συζητήσουν εκτενώς για την κατάσταση του τραπεζικού συστήματος.
Ειδικότερα, στο επίκεντρο της συζήτησης θα βρεθούν:
1. Μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs)
2. Μείωση καταθέσεων – Capital controls – Q.E.
3. Κερδοφορία τραπεζών – Προκλήσεις
4. Τράπεζα Αττικής.
Αναλυτικότερα στο «τραπέζι» της συζήτησης θα τεθούν:
1. Μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs)
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) ανέρχονται σε περίπου 106 δις ευρώ ή 45% του συνόλου των δανείων. Όπως επισημάνθηκε, η επίλυση του προβλήματος απαιτεί πολιτική βούληση, οικονομική σταθερότητα, αντιμετώπιση των εμποδίων, επιτάχυνση του εξωδικαστικού συμβιβασμού, νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και δημιουργία δευτερογενούς αγοράς με δραστηριοποίηση εταιρειών διαχείρισης, ώστε να γίνουν γρήγορα βήματα για την επίτευξη του φιλόδοξου στόχου μείωσης των «κόκκινων δανείων» κατά 40 δις ευρώ μέχρι το 2019.
2. Μείωση καταθέσεων – Capital controls – Q.E.
H μείωση καταθέσεων φτάνει τα 4 δις ευρώ, τους πρώτους μήνες του 2017, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνεται εκ νέου η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τον E.L.A. στα 46,6 δις ευρώ. Υπενθυμίζεται πως τον Δεκέμβριο του 2014 η εξάρτηση από τον E.L.A. είχε μηδενισθεί, ενώ το 2015 υπήρξε η μεγαλύτερη ετήσια εκροή ως σήμερα (περίπου 37 δις ευρώ). Έχει, μάλιστα, παρατηρηθεί ότι, όταν διαταράσσεται η ομαλή πορεία των συζητήσεων με τους εταίρους, εντείνονται οι εκροές καταθέσεων. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι «κλειδί» για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση.
Η εμπιστοσύνη αποτελεί «κλειδί» και για την άρση των capital controls. Η αρχική εξαγγελία της κυβέρνησης για γρήγορη άρση τους έπεσε στο κενό, ενώ, αν συνεχιστεί η αρνητική τάση στις καταθέσεις, ίσως χρειαστεί σύντομα αυστηροποίηση των capital controls, για να μην απειληθούν η ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος και οι καταθέσεις των πολιτών.
Την ίδια στιγμή, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η έκθεση βιωσιμότητας χρέους από την ΕΚΤ είναι και οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ένταξη στο Q.E. που θα είχε θετικές επιδράσεις στο κόστος χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, στην πρόσβαση στις αγορές και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης, ώστε να βελτιωθεί η ρευστότητα στην οικονομία.
3. Κερδοφορία τραπεζών – προκλήσεις
Η οργανική κερδοφορία των τραπεζών βελτιώνεται, αλλά οι προβλέψεις συνεχίζουν να «ροκανίζουν» τα κέρδη. Επισημαίνεται ότι το χαμηλό περιβάλλον επιτοκίων διεθνώς δεν έχει επηρεάσει πολύ τις ελληνικές συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, καθώς διατηρούν πολύ υψηλά περιθώρια επιτοκίων για τα δάνεια που χορηγούν. Το γεγονός αυτό είναι θετικό για τα αποτελέσματά τους, αλλά όχι για την πραγματική οικονομία, καθώς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν το υψηλότερο κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη. Τα stress tests θα γίνουν το 2018 με τη συμμετοχή των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και θα στηριχθούν στο μακροοικονομικό σενάριο και στην εικόνα που θα εμφανίζουν οι τράπεζες στο τέλος του 2017. Για αυτό είναι απαραίτητο να τερματιστεί άμεσα η αβεβαιότητα.
4. Τράπεζα Αττικής
Το σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνων της Τράπεζας Αττικής παρουσίαζε σοβαρές αδυναμίες. Η Τράπεζα, σε μια περίοδο που παρατηρείται απομόχλευση στο πιστωτικό σύστημα, αύξησε την έκθεσή της σε πιστωτικό κίνδυνο προς συγκεκριμένους δανειολήπτες που φέρονται να έχουν προνομιακή σχέση με την κυβέρνηση. Αυτή η πιστωτική επέκταση πραγματοποιήθηκε με «χαλαρά» πιστοδοτικά κριτήρια, με αποτέλεσμα τη μηνυτήρια αναφορά, που κατέθεσε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου η Τράπεζα της Ελλάδος, ύστερα από τα ευρήματα του κοινού ελέγχου που έκανε με τον εποπτικό μηχανισμό της ΕΚΤ (SSM).
Για όλες τις παραλείψεις και σκιές στην Τράπεζα Αττικής υπάρχουν τεράστιες κυβερνητικές ευθύνες.

